Με την ανοχή της, αν όχι την προστασία της, o UCK έκλεψε, βίασε, εκτόπισε, βασάνισε, εξευτέλισε εκατοντάδες αμάχους Σέρβους, Μαυροβούνιους, Τσιγγάνους, Γκόρα και Τούρκους του Κοσσόβου
Associated Press |
Η γειτονική χώρα βομβαρδίζεται επί 78 μέρες στη σειρά. Υπολογίζεται ότι το ΝΑΤΟ επιχείρησε 25.000 αεροπορικές εξόδους πάνω από τη Γιουγκοσλαβία, ρίχνοντας 25.000 τόνους εκρηκτικών. Από τους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν χιλιάδες άμαχοι. Καταστράφηκε η παραγωγική βάση της χώρας. Μονάδες μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη της Γιουγκοσλαβίας και την καθημερινή διαβίωση του λαού της τέθηκαν εκτός λειτουργίας.
Στο σύνολο των νεκρών αμάχων, το 30% ήταν παιδιά. Το μερίδιό τους ήταν μεγαλύτερο στους τραυματίες (40%). Οι βομβαρδισμοί απείλησαν και περίπου 120.000 γυναίκες, που μόλις είχαν γεννήσει, όπως και τα νεογέννητά τους, μερικά από τα οποία γεννήθηκαν στη διάρκεια των βομβαρδισμών. Περίπου 1.300.000 μαθητές δημοτικού και γυμνασίου στερήθηκαν κατά την επίθεση των σχολικών αιθουσών.
Οι βομβαρδισμοί σταματούν αρχές Ιούνη 1999. Οι ηγέτες των χωρών του G8 υποβάλλουν τις θέσεις τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που τις υιοθετεί. Η απόφαση, πλέον, προβλέπει ότι το Κόσσοβο θα μετατραπεί σε διεθνές προτεκτοράτο, θα τεθεί υπό την «προσωρινή διοίκηση της διεθνούς κοινότητας», με πρόσχημα την αποκατάσταση της ειρήνης και την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Σε αυτό το πλαίσιο, αποφάσισαν την αποχώρηση των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων ασφαλείας από την περιοχή, με παράλληλη άφιξη των στρατιωτικών δυνάμεων της λεγόμενης KFOR.
Associated Press |
Το Μάρτη του 2000, η τότε ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας προχώρησε στην έκδοση του δίτομου έργου «Εγκλήματα Αλβανών τρομοκρατών στο Κόσσοβο από τις 10/6/99». Η αγγλόφωνη αυτή έκδοση περιείχε στοιχεία, μαρτυρίες, καταθέσεις - στις αρχές της Γιουγκοσλαβίας, στην KFOR, στον «Ερυθρό Σταυρό» κ.α. - θυμάτων ή συγγενών τους. Καταγγελίες για δολοφονίες, επιθέσεις, βιασμούς, εμπρησμούς, απαγωγές που διέπραξαν τα μέλη του διαβόητου UCK, του λεγόμενου «Απελευθερωτικού Στρατού Κοσσόβου». Αυτά τα ντοκουμέντα αποτελούν κόλαφο για την KFOR, το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ενωση και όποιον άλλον υποστηρίζει ότι οι ΝΑΤΟικές δυνάμεις έφεραν την ειρήνη στην περιοχή.
Αποδεικνύεται ότι κάτω από τα μάτια τους, μετά την είσοδο της KFOR στο Κόσσοβο, από τις 10/6/1999 μέχρι τις 29/2/2000, Αλβανοί τρομοκράτες δολοφόνησαν στο Κόσσοβο 911 αμάχους. Ειδικότερα, 812 Σέρβους και Μαυροβούνιους, 71 Αλβανούς και 28 μέλη άλλων εθνικών κοινοτήτων.
Επιτέθηκαν τουλάχιστον 446 φορές κατά Σέρβων και Μαυροβούνιων, τραυματίζοντας - σοβαρότερα ή ελαφρύτερα - τουλάχιστον 511 εξ αυτών. Επίσης, σημειώθηκαν και 47 επιθέσεις κατά μελών άλλων εθνοτήτων.
Associated Press |
Οι Αλβανοί τρομοκράτες απήγαγαν στο Κόσσοβο 860 άτομα. Οι 822 ήταν άμαχοι. Σέρβοι και Μαυροβούνιοι ήταν οι 796. Αλβανοί ήταν 37. Τα άλλα 27 άτομα ανήκαν σε άλλες εθνότητες. Απ' τους απαχθέντες σκοτώθηκαν 73 Σέρβοι - Μαυροβούνιοι και 3 Αλβανοί. Είναι άγνωστο το τι απέγιναν 660 Σέρβοι - Μαυροβούνιοι, 32 Αλβανοί και 24 μέλη άλλων εθνοτήτων. Πολλά θύματα απαγωγής βασανίστηκαν φριχτά για να ομολογήσουν, σώνει και ντε, ότι είχαν κρυμμένα όπλα, ότι στο παρελθόν πολέμησαν τον UCK, ότι κακομεταχειρίστηκαν Αλβανούς, αν τα θύματα ήταν Αλβανοί ή Τσιγγάνοι, ότι δε θα ξανακάνουν παρέα Σέρβους κλπ.
Καταγγέλθηκαν 148 περιπτώσεις εμπρησμών κατοικιών. Τα σπίτια που κάηκαν είναι εκατοντάδες, καθώς πολλές περιπτώσεις αντιστοιχούν σε γειτονιές ή και ολόκληρα χωριά. Λεηλατούσαν τα σπίτια πριν τα κάψουν. Καταγγέλθηκαν 249 περιπτώσεις λεηλασίας, που, αντίστοιχα, αφορούν εκατοντάδες νοικοκυριά.
Associated Press |
Υπάρχουν στοιχεία για κατεδαφίσεις ή βεβηλώσεις 54 μοναστηριών και εκκλησιών ορθοδόξων, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των βεβηλωμένων κοιμητηρίων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα μέλη των κυνηγημένων εθνοτήτων ζητούσαν προστασία από την KFOR ακόμα και για να μεταβούν σε νεκροταφεία και να θάψουν δικούς τους, καθώς τρομοκράτες τους χτυπούσαν ακόμα κι εκεί.
Σημειώνουμε και πάλι ότι τα παραπάνω είναι μόνον τα επίσημα στοιχεία. Επίσης, ότι σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως η KFOR, όχι απλά έκανε τα «στραβά μάτια», αλλά με τη στάση της ενθάρρυνε τους Αλβανούς τρομοκράτες. Πως, αν και της καταγγέλθηκαν συγκεκριμένα άτομα ως ένοχοι, δεν κινήθηκε ή αργοπόρησε να κινηθεί για να τους συλλάβει ή και συνέλαβε τους καταγγέλλοντες!
Ακόμα, αποδεικνύεται ότι θύματα των τρομοκρατικών επιθέσεων δεν ήταν μόνο Σέρβοι και Μαυροβούνιοι. Αλλά και Ρόμα (Τσιγγάνοι), Γκόρα (μουσουλμάνοι σλαβικής καταγωγής), Τούρκοι του Κοσσόβου, ακόμα και Αλβανοί που επιθυμούσαν την ειρήνη και έκαναν το «λάθος» να υπερασπιστούν θύματα των επιθέσεων του UCK. Οι τρομοκράτες του UCK και του ΝΑΤΟ είχαν αποφασίσει την εθνοκάθαρση του Κοσσόβου και δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό.
Τα στοιχεία φτάνουν μέχρι τις αρχές του 2000. Ακολούθως, η «διεθνής κοινότητα» διόρισε - κυριολεκτικά - «δημοκρατική» κυβέρνηση στη Γιουγκοσλαβία και τέτοια στοιχεία σταμάτησαν να δημοσιοποιούνται από τις νέων «ηθών» γιουγκοσλαβικές αρχές.
Ανάμεσα στις εκατοντάδες μαρτυρίες, ξεχωρίζουν διάφορες, όπως ότι μέλη του UCK μετακινούνταν στο Κόσσοβο με ελικόπτερα που έφεραν τα διακριτικά του ΝΑΤΟ. Οτι κυκλοφορούσαν πολλοί τρομοκράτες με στολές της KFOR. Οτι η KFOR προχωρούσε σε κατάσχεση όπλων Σέρβων και μετά τα παρέδιδε στους τρομοκράτες. Οτι η KFOR χρησιμοποιούσε Αλβανούς διερμηνείς, που αλλοίωναν τις καταγγελίες Σέρβων ή άλλων θυμάτων, παραπλανώντας ακόμα και έντιμους στρατιωτικούς. Ενδεικτικά, παραθέτουμε ορισμένες καταγγελίες:
Η Σνεζάνα Μίριτς, πρώην κάτοικος Λίπλιανε, στις 4/10/99, καταθέτει: «Μετά την άφιξη της KFOR στο Κόσσοβο και την ανάπτυξη Βρετανών στρατιωτών στο Λίπλιανε, εντάθηκαν οι επιθέσεις των Αλβανών τρομοκρατών. Στις 28/6/99 εκατό Αλβανοί ήρθαν στο κατάστημά μας και μας πέταξαν έξω. Βρετανοί στρατιώτες της KFOR ήταν κοντά και απλά κοιτούσαν. Πάντως, στην οδό Κοσόβσκα, οι Βρετανοί σκότωσαν τον Ντράγκαν Περέντσεβιτς, καθώς αυτός έτρεχε στο δρόμο με ένα όπλο, ενώ οι Αλβανοί τρομοκράτες είχαν σκοτώσει τον αδελφό του. Δεν ήξερε αγγλικά και δεν κατάλαβε που του φώναζαν να πετάξει το όπλο. Ομως, οι Αλβανοί ελεύθερα έφεραν όπλα και επιτίθονταν σε Σέρβους χωρίς η KFOR να αντιδρά».
Ο Μπράνκο Γιόβιτς καταθέτει στις 10/8/99: «Ζούσα με την εντεκαμελή οικογένειά μου στο Γκνίλανε μέχρι την 1η/8/99. Εκείνο το απόγευμα, ήρθαν σπίτι μας τρεις Αλβανοί και διέταξαν να φύγουμε μέσα σε δυο ώρες, διαφορετικά θα μας σκότωναν. Καθώς υλοποιούσαν πάντα τις απειλές τους, ανεξάρτητα από την προστασία που παρείχε η KFOR, αναγκαστήκαμε να φύγουμε για το Βελιγράδι. Την ίδια μέρα, πυρπόλησαν το σπίτι μας.
Στην οδό που έμενα (οδός Μομτσίλα Τρούμπιτσα), ζούσαν 60 οικογένειες με 398 μέλη. Ημασταν όλοι της εθνικότητας Ρόμα, χριστιανοί ορθόδοξοι ή μουσουλμάνοι. Απ' όσα γνωρίζω, όλοι οι ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι Ρόμα, όλοι οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι και οι Γκόρα του Γκνίλανε, έφυγαν από την πόλη, τρομοκρατημένοι από Αλβανούς. Ζουν ακόμα στο Γκνίλανε κάποιες οικογένειες μουσουλμάνων Ρόμα, αλλά επίσης δέχονται απειλές. Ολοι οι μη - Αλβανοί απειλούνται να δολοφονηθούν, να λεηλατηθούν και να πυρποληθούν οι περιουσίες τους.
Μέσα του Ιούλη 1999, Αλβανοί τρομοκράτες προσπάθησαν πολλές φορές να γκρεμίσουν το μνημείο του πρίγκιπα Λαζάρου, στο κέντρο του Γκνίλανε. Τους απέτρεπε, πυροβολώντας, ο Μίροσλαβ Γιοβάνοβιτς. Επενέβη ελικόπτερο της KFOR, που άνοιξε πυρ εναντίον του και τον σκότωσε. Λίγες μέρες μετά, γκρέμισαν το μνημείο για να γιορτάσουν την άφιξη του Χασίμ Θάτσι (σ.σ.: ηγέτη του UCK) στο Γκνίλανε».
Στις 18/6/99, στο δρόμο της βιομηχανικής ζώνης του Ουρόσεβατς, Αλβανοί τρομοκράτες ξεχώρισαν από ένα καραβάνι Σέρβων και Μαυροβουνίων προσφύγων, τον Ντράγκισα Γιέφτιτς με την οικογένειά του. Τον χτύπησαν με τους υποκόπανους. Πυροβόλησαν τον 11χρονο γιο του στο πόδι, απείλησαν να κόψουν το λαιμό του 4χρονου γιου του και να βιάσουν την 9χρονη κόρη του. Μετά, του πήραν χίλια μάρκα Γερμανίας και το φαγητό που είχε εξασφαλίσει για την οικογένειά του.
Στις 26/6/99 στο Μπέλο Πόλιε, Αλβανοί τρομοκράτες ξυλοκόπησαν την Μάρτα Μίριτς (73 χρονών) στο σπίτι της. Της έδεσαν τα μάτια, βίασαν και έκοψαν το λαιμό της κόρης της (35 χρόνων).
Στην περίοδο μεταξύ 25ης και 28ης/7/99, κάποιο απόγευμα στο μέρος της Πρίστινα με το μέρος «Σούντσανι» έξι τρομοκράτες άνοιξαν πυρ με αυτόματα και εισέβαλαν στο διαμέρισμα του Ντέγιαν Νίκολιτς και της Μιλιάνα Μίτιτς. Εδεσαν τον άντρα και βίασαν τη γυναίκα.
Στις 29/7/99 στο Πρίζρεν, Αλβανοί τρομοκράτες ξυλοκόπησαν την Μίλιτσα Νίκολιτς. Ο Λιουλίζιμ Γκάζι έσπευσε να τη συνοδεύσει σπίτι της. Αλβανοί τρομοκράτες τον σκότωσαν γι' αυτόν το λόγο.
Στις 4/8/99 περίπου στις 8.30 π.μ. κοντά στο χωριό Ντόμπρτσανε, Αλβανοί τρομοκράτες επιτέθηκαν σ' ένα καραβάνι είκοσι οχημάτων με Σέρβους και Μαυροβούνιους. Πυροβόλησαν εναντίον τους με αυτόματα. Ακολούθως ξεχώρισαν από το πλήθος των προσφύγων τον Πρέντραγκ Γιοβάνοβιτς και τον ξυλοφόρτωσαν. Παρόντα μέλη της KFOR δεν αντέδρασαν, αλλά σημάδευαν με τα όπλα τους, τους Σέρβους.
Το βράδυ της 16ης προς 17η/10/99, στο Γκνίλανε, Αλβανοί τρομοκράτες ξυλοκόπησαν και τραυμάτισαν βαριά την 90χρονη Ρόντνα Σινόνοβιτς, την έκλεψαν, της πήραν τα χρήματα και τα ρούχα που είχε φυλάξει για την ταφή της.
Στις 10/7/99, στο Ντράγκας, περίπου είκοσι Αλβανοί επιτέθηκαν στους Μούσα Σεχάπι και Ορχάν Ντράγκας, χτυπώντας τους με ρόπαλα και τραυματίζοντάς τους. Ο Ορχάν Ντράγκας, πρόεδρος του ΔΣ της Ενωσης Μελών της εθνότητας Γκόρα, μαζί με τον Σεχάπι, αντιπρόεδρο της ίδιας Ενωσης, είχαν μεταβεί στο Κόσσοβο από το Βελιγράδι για να συναντηθούν με τον διοικητή της KFOR στο Πρίζρεν, Γερμανό στρατηγό Φριτζ βον Κορφ, με τον οποίο συμφώνησαν να διοργανώσουν συλλαλητήριο εκείνη τη μέρα (10/7/1999) στο Ντράγκας προς υποστήριξη των Γκόρα που είχαν παραμείνει στο Κόσσοβο. Μετά το συλλαλητήριο, δέχτηκαν την επίθεση έξω από το αστυνομικό τμήμα του Ντράγκας.
Στις 28/7/99, στις 6.30 μ.μ., στο χωριό Ντροπρατσάνε, Αλβανοί τρομοκράτες σταμάτησαν δύο αυτοκίνητα όπου επέβαιναν οι Αλβανοί Ντζαφέρ και Σκεντέρ Σεντιρόφσκι, Αριφ Καράφι και ο Ρούσντι Μερέτι. Τους έδειραν, τους τραυμάτισαν και τους έκλεψαν τα αυτοκίνητα.
Στις 29/7/99 Αλβανοί τρομοκράτες ξυλοκόπησαν και έδιωξαν από το Πρίζρεν τον Μίλι Μπέζι, πρόεδρο της τοπικής επιτροπής του «Αλβανικού Δημοκρατικού Ρεφορμιστικού Κόμματος».
Στις 14/8 στις 6.30 π.μ., κοντά στο χωριό Λιβάντιτσε, ένοπλοι Αλβανοί αποσχιστές σταμάτησαν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Τούρκος απ' το Κόσσοβο Πόλιε, Σαρπίτ Κουγιέζι. Εδειραν αυτόν και έναν Γκόρα που ήταν μαζί του. Τον τρίτο επιβάτη, έναν Σέρβο που ήταν μαζί, τον έδιωξαν, λέγοντάς του να μην ξαναπατήσει στο Κόσσοβο. Στους άλλους δύο, είπαν να μην έχουν στο μέλλον άλλες επαφές με Σέρβους.
Στις 20/9/99, στο χωριό Κονισοσέβιτσα, Αλβανοί τρομοκράτες έδειραν τον Ναζίρ Φετάχου και τον κατηγόρησαν ότι υποστήριζε τη σερβική οικογένεια Ντιόσιτς απ' την Πρίστινα.