«Εξορθολογισμό», «διευθέτηση» και «νοικοκύρεμα» είναι οι λέξεις - «κλειδιά» του «ενημερωτικού σημειώματος» για τις «δράσεις του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ», όπως είναι ο πλήρης τίτλος του κειμένου. Από το οποίο, ωστόσο και ευλόγως, λείπει το κύριο: Για ποιον όλα αυτά;
Διότι, ουσιαστικά, πρόκειται για έναν διαχειριστικής φύσης απολογισμό (καταργήσεις/ συγχωνεύσεις επιτροπών και οργανισμών, σύνταξη Οργανισμών λειτουργίας σε εποπτευόμενους φορείς κ.λπ.), ο οποίος παραπέμπει σε μια «μίνι» αναδιοργάνωση του αστικού κράτους, ώστε να εξυπηρετήσει καλύτερα και ταχύτερα το κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στις «εκατοντάδες» εκκρεμείς υποθέσεις στα γνωμοδοτικά όργανα του υπουργείου (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων κ.λπ.), «ζήτημα το οποίο είχε τεράστιες επιπτώσεις σε οικοδομικές υποθέσεις πολιτών, ενώ καθήλωνε και πολλές επενδυτικές δραστηριότητες» (σ.σ. η υπογράμμιση δική μας).
Ανάλογη είναι και η προσέγγιση για το σχεδιασμό του «Αρχαιολογικού Κτηματολογίου», το οποίο θα καταγράφει τα ακίνητα του ΥΠΠΟ-Τ και τις κηρύξεις Ζωνών προστασίας των αρχαιολογικών χώρων και των μνημείων. Εργο το οποίο «βάζει τάξη αλλά και ταυτόχρονα θέτει προδιαγραφές ανάπτυξης, διότι θέτει κανόνες που μέχρι σήμερα απουσιάζουν». Φυσικά, λόγος γίνεται για την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ο πραγματικός απολογισμός του ΥΠΠΟ-Τ επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ είναι συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων της ΝΔ και επίσης του ΠΑΣΟΚ. Είναι ο «απολογισμός» της εργασιακής ομηρίας, για την οποία, το μόνο που λέει το σημείωμα - με περίσσιο θράσος είναι αλήθεια - είναι ότι «υλοποιήσαμε ένα νέο τρόπο προσλήψεων του ωρομίσθιου και εποχιακού προσωπικού»! Δηλαδή, συνέχιση αυτής της ομηρίας (... με «κανόνες»), των απολύσεων και βέβαια της παρελκόμενης συνεχιζόμενης υποβάθμισης και απαξίωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Την ίδια ώρα, με πρόσφατη ανακοίνωση, το ίδιο υπουργείο, «διαφημίζει» «πολιτιστική χορηγία» του «Ιδρύματος Λάτση», ακόμη και για στοιχειώδεις αρμοδιότητες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, όπως οι συστηματικές ανασκαφές!
Οσο για τα οικονομικά, ο «απολογισμός» ξεκαθαρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι ακόμη και τα πολιτιστικά έργα βιτρίνας θα έχουν «μέλλον» μόνο μέσω ΕΣΠΑ (ό,τι δίνει και για το λόγο που το δίνει η ΕΕ δηλαδή) και βέβαια μέσω των Περιφερειών, με βάση τις αυξανόμενες ανάγκες του κεφαλαίου για κέρδη, και όχι με έναν κεντρικό σχεδιασμό με βάση τις πραγματικές πολιτιστικές ανάγκες του λαού.
Ανήσυχο, βαθιά προοδευτικό πνεύμα, ρηξικέλευθος κινηματογραφιστής, άφηνε βαθύ χνάρι στην κινηματογραφική τέχνη με κάθε ταινία του, ακόμη και σε κινηματογραφικά είδη, όπως το «γουέστερν». Εγραφε, χαρακτηριστικά, σε κριτική του στο «Ρ» ο αξέχαστος Νίκος Αντωνάκος για την ταινία του Πεν «Οι φυγάδες του Μιζούρι» (1976, με Μάρλον Μπράντο και Τζακ Νίκολσον): «Ο,τι ξέρατε για τα καουμπόικα φιλμ ξεχάστε τα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με άσκηση ύφους! (...) Κόντρα στο συνηθισμένο. Εχει, βέβαια, μια καουμπόικη ιστορία, για να σου αποσπάσει την προσοχή (...) Η ταινία, όμως, δε μένει εκεί!..(...) Ο Πεν προχώρησε ακόμα ένα βήμα! Με την ταινία του, με την πλοκή της ιστορίας του, αλλά και με τους σύνθετους χαρακτήρες που δημιούργησε, προσπάθησε - και το κατάφερε - και συνέδεσε το τότε της Αμερικής με το σήμερα (...) η σημερινή πολιτική λογική της Αμερικής, σύμφωνα με τον Πεν, έχει τις ρίζες της στο παρελθόν της. Οι άνθρωποι ασύδοτοι από παραδόσεις και νόμους έχτισαν τη χώρα τους με πρωτόγονο τρόπο. Ο δυνατότερος έτρωγε τον αδυνατότερο ή τον υποχρέωνε να προσκυνήσει (...)».
Ο Πεν θεωρείται ο βασικός φορέας κινημάτων όπως η ευρωπαϊκή «νουβέλ βαγκ» στο αμερικανικό σινεμά. Αδελφός του πολύ καλού φωτογράφου Ιρβινγκ Πεν και ηθοποιός του θεάτρου στα νιάτα του, ο Αρθουρ Πεν έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία πρώτα στην τηλεόραση, ενώ πέρασε στη μεγάλη οθόνη το 1958 σκηνοθετώντας τον Πολ Νιούμαν στην ταινία «Ο αριστερόχειρας». Διανοούμενος με πολύ καθαρή σκέψη και προοδευτική θέση για την κοινωνία και τον κινηματογράφο μέχρι το τέλος, ο Πεν, θα λείψει...
Στο «Βυσσινόκηπο», ο Τσέχοφ απεικονίζει την αδυναμία πολλές φορές των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στην προσωπική τους ζωή, και τη διαρκή φθορά της καθημερινής ζωής στη Ρωσία του 20ού αιώνα. Δίνει, όμως, και μια ελπίδα για το μέλλον, «προβλέποντας» την επερχόμενη επανάσταση.
Μετά από χρόνια μάχη με τον καρκίνο, πέθανε, χτες τα ξημερώματα, η γνωστή τραγουδίστρια Δούκισσα, σε ηλικία 69 ετών. Η κηδεία της γίνεται αύριο (1μ.μ.), στο Α' Νεκροταφείο Αθήνας.
Γεννημένη (8/2/1941) στο Πασαλιμάνι, σε ηλικία μόλις 12 ετών ξεκίνησε σαν χορεύτρια, ενώ στα 13 της έκανε την πρώτη δισκογραφική της δουλειά με το τραγούδι του Στ. Χρυσίνη «Με την κοπέλα π' αγαπώ» (μαζί με το «Τρίο Γκρέκο»). Αρχικά δούλεψε συνδυάζοντας χορό και τραγούδι, ενώ στη συνέχεια την κέρδισε αποκλειστικά το τραγούδι. Για δεκαετίες, με τη χαρακτηριστική φωνή και το «μπρίο» της, εμφανιζόταν στα γνωστότερα νυχτερινά κέντρα, ερμηνεύοντας - όπως και στη δισκογραφία - τραγούδια πολλών συνθετών. Ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας σε 10 ταινίες, κατά τα έτη 1966 - 1970. Στη δεκαετία του '60, μαζί με τον Τόλη Βοσκόπουλο αποτέλεσαν δημοφιλές δισκογραφικό και κινηματογραφικό ντουέτο. Γνωστότερα τραγούδια της, τα: «Ανθρωποι είμαστε», «Ατάκα κι επί τόπου», «Θέλω τα όπα μου» κ.ά.
Ο στιχουργός και συνθέτης Μάκης Σεβίλογλου, αφού μας φίλεψε «βύσσινο και νεράντζι», προσκαλώντας λίγο αργότερα σ' ένα «Γλυκό μεθύσι» μέσα από στίχους και μουσικές του... ρίχνει «Αγκυρες». Ετσι τιτλοφορείται η νέα δισκογραφική δουλειά του, «καρπός» της συνεργασίας του με την ολλανδική «Coastto Coast», σε δικές του μουσικές και στίχους, εκτός από δύο τραγούδια σε στίχους Φωτεινής Λαμπρίδη και Γιώργου Κορδέλα. Ενας δίσκος, που μαρτυρά τις καταβολές και επιρροές του τραγουδοποιού και ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο - στην ερμηνεία ενός τραγουδιού συμμετέχει η Μαρία Παπανικολάου. Τα τραγούδια του δίσκου παρουσιάζονται, σήμερα (8 μ.μ.), στον Αργιλο Κοζάνης, στον προαύλιο χώρο της «Κιβωτού».