ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 3 Μάρτη 2011
Σελ. /40
Η δύναμη του κινηματογράφου, μοναδική!

Πολλές και συμπαθητικές οι περισσότερες ταινίες της βδομάδας. Βέβαια, δεσπόζει, όχι με κριτήρια συγκριτικά, αλλά απόλυτα, το ρωσικό «Πώς τελείωσε αυτό το καλοκαίρι». Μην το χάσετε, θα βγείτε πραγματικά πιο πλούσιοι, πιο άνθρωποι από την προβολή, θα σας θυμίσει άλλες εποχές, πριν αρχίσει η καπιταλιστική ζωοποίηση του ανθρώπου. Τώρα, προβάλλεται η ελληνική δραματική ταινία «Κανένας» σε σκηνοθεσία Χρήστου Νικολέρη για τον κεραυνοβόλο έρωτα του Ρώσου Γκόραν και της Αλβανίδας Τζούλια, έφηβοι κι οι δυο, μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν στην Αθήνα. Στους αντίστοιχους ρόλους, ο Αντίνοος Αλμπάνης και η Τζιωρτζίνα Λιώση. Μετά, προβάλλεται μια αμερικάνικη κωμωδία της οκάς με τίτλο «Μην Πυροβολείτε τη Γιαγιά: Πατέρας και Γιος εν Δράσει» σε σκηνοθεσία Τζον Γουάιτσελ. Από τη μακρινή Αργεντινή έρχεται ένα ενδιαφέρον αστυνομικό, αισθηματικό θρίλερ «Το Αρπαχτικό», σε σκηνοθεσία Πάμπλο Τραπέρο. Τέλος, βγαίνει στις αίθουσες και το «κακό» «DRIVE ANGRY3D», θρίλερ, σε σκηνοθεσία Πατρίκ Λισιέ με τον Νίκολας Κέιτζ στον κεντρικό ρόλο.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΑΛΕΞΕΪ ΠΟΠΟΓΚΡΕΜΠΣΚΙ
Πώς τελείωσε αυτό το καλοκαίρι

Κυριολεκτικά, Α-ΡΙ-ΣΤΟΥ-ΡΓΗ-ΜΑ! Σπάνια ταινία, διαμάντι αμέτρητων καρατίων! Θέμα, εκείνα τα μικρά, τα ποταπά, τα αιώνια προβλήματα που είναι μέρος της ζωής, που για τον καθένα μας αποτελούν τραγωδίες αξεπέραστες που τέμνουν και στιγματίζουν την ύπαρξή μας. Κι όλα αυτά, μουγκά και σιωπηλά, χωρίς ίχνος περιττής φιοριτούρας. Εκτός του ότι η ταινία κουβαλάει στο DNA της το σύνολο της ρώσικης και σοβιετικής παράδοσης των τεράστιων προγόνων στην τέχνη της δραματουργίας, της υποκριτικής και του κινηματογράφου, εκτός του ότι κάθε κύτταρο του φιλμ - χωρίς να φωνασκεί - δηλώνει διαποτισμένο πέρα ως πέρα με τις αξίες του άσβηστου σοσιαλιστικού του πολιτισμικού παρελθόντος, ο καταπληκτικός αυτός κινηματογράφος χτίζει μια συγκλονιστική αφήγηση από το τίποτα. Και αυτό μάλλον πρέπει να ήταν το στοίχημα που η ομάδα έβαλε με τον εαυτό της!

Σε έναν εγκαταλειμμένο, το 1982, μετεωρολογικό σταθμό, σε ένα νησί στην ανατολικότερη άκρη της Αρκτικής, δύο γεωφυσικοί, ένας έμπειρος και παλαιός κι ένας νεαρός που μόλις αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο στάλθηκε εκεί για τους καλοκαιρινούς μήνες, συμβιώνουν στο μέσο του πουθενά. Οι λέξεις δεν είναι πράγματι σε θέση να μεταδώσουν την αίσθηση και τα συναισθήματα που δημιουργεί στον θεατή η εικόνα! Σε κάτι τέτοιες μεγαλειώδεις στιγμές επιβεβαιώνεται η απόλυτη δύναμη του μέσου του κινηματογράφου!

Το μεγάλο στοίχημα της τέχνης σε όλες τις εποχές στριφογύριζε γύρω από την ουσία του ρεαλισμού και τις συμβάσεις που τον διέπουν στην απόδοση της πραγματικότητας. Οχι το ρεαλιστικό περίβλημα των πραγμάτων. Η ταινία αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να συνιστά «μέτρο» του σήμερα. Μάλιστα, το απόλυτο, την κορυφή, μέχρι να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Η ταινία εμφανίζεται «ενημερωμένη» (κατά την έννοια των υπολογιστών) σε εικόνα και οπτική, σε ήχους και ρυθμό, σε αισθητική αντίληψη για το μοντάζ που σπαρταράει σαν τα ψάρια τα φρεσκοψαρεμένα που προορίζονται - στην ταινία - για παστά και καπνιστά. Το σήμερα πατάει γερά στη μεγάλη κλασική παράδοση και ατενίζει το αύριο και τελεί υπό διαρκή διαμόρφωση από τις παντός είδους οπτικές προκλήσεις... Είναι μεγαλειώδης η ιδέα της κατασκευής μια δυνατής όσο τίποτα άλλο ιστορίας από το τίποτα, από την ΑΠΟΥΣΙΑ. Μπροστά στα μάτια μας δε διαδραματίζεται τίποτα. Τίποτα δε βγαίνει εκτός προδιαγεγραμμένης ρουτίνας. Ενα θανατηφόρο δυστύχημα που λαμβάνει χώρα μίλια μακριά θα γίνει η τομή στις σχέσεις των δύο ανδρών. Και αν ο νεαρός είχε την πείρα να χειριστεί την είδηση που πήρε διαφορετικά, η ιστορία θα είχε πάρει - ίσως - εντελώς διαφορετική τροπή. Δεν μου επιτρέπεται να σας πω περισσότερα παρά μην επιτρέψετε στον εαυτό σας να το χάσει! Ειλικρινά!

Παίζουν: Γκριγκόρι Ντομπρίγιν, Σεργκέι Πουσκεπάλις, κ.ά.

Παραγωγή: Ρωσία (2010).


ΑΡΤΟΥΡΟ ΡΙΠΣΤΑΪΝ
Το κάστρο της αγνότητας

Η ορμητική δύναμη του ρεαλισμού που γραπώνει την ουσία των πραγμάτων, κάποιες ιδιαίτερες στιγμές, σαν κι αυτή, που ήρθε στην επιφάνεια η ρώσικη ταινία της βδομάδας, μας υποχρεώνει να αμφισβητούμε σοβαρά τα στείρα και αδιέξοδα διανοητικά κατασκευάσματα στα οποία σκοντάφτουμε στο δρόμο μας. Και δε θα είχε νόημα οποιαδήποτε τέτοια διαπίστωση, αν αναφερόταν στο «Κάστρο της Αγνότητας», ταινία φτιαγμένη σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο, το 1973, όταν οι καταστάσεις κι οι καιροί, όχι μόνο αποζητούσαν, αλλά ίσως επέβαλαν τέτοιου είδους προβληματισμούς. Εμμέσως, αναφερόμαστε στην ελληνική ταινία «Κυνόδοντας», που ως γνωστόν παρουσιάζει σοβαρές σεναριακές ομοιότητες με το φιλμ του Ρίπσταϊν. Η μεξικάνικη ταινία του 1973 εξακολουθεί φυσικά να παραμένει εξαιρετικό σινεμά, μια σαφής αλληγορία με μπουνιουελικές επιρροές στο ύφος και το στιλ.

Το ενδιαφέρον αυτό φιλμ όμως, πέρα από το ιστορικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, είναι δύσκολο σήμερα να μη χαρακτηριστεί πεπαλαιωμένο ή ακόμα και ιστορικά ξεπερασμένο, μια που τα ζητήματα που θίγει μπορούν να θεωρούνται λελυμένα τόσο ως προς τη θεωρία όσο και την εφαρμογή, από τη σοσιαλιστική πρακτική που έχουμε γνωρίσει. Η πορεία της ιστορίας μας παρασύρει σαν χείμαρρος, μας υποχρεώνει να εφοδιαστούμε με όλη την γνώση και όλη την πείρα που αποκτήσαμε στα χρόνια της ζωής μας και να δείχνουμε πολύ πιο δύσπιστοι σε ψευτοδιλήμματα που βάζουν καλλιτεχνικές κατασκευές «στημένες», που η ίδια η ιστορική πραγματικότητα έχει προ πολλού ξεράσει από τα σπλάχνα της...


Στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενός ετοιμόρροπου αρχοντικού στο κέντρο της μοντέρνας πόλης του Μεξικού εξελίσσεται το σουρεαλιστικό δράμα, όπου ένας παρανοϊκός (όπως αποδεικνύεται) πατέρας που δεν αποδέχεται τον εκφυλισμό - μέσα από την ανάπτυξη - του σύγχρονου αστικού τοπίου, ασκεί καταπίεση - ανάλογη της ανοχής των καταπιεζομένων - και κρατά τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά κλειδωμένα στους τοίχους του σπιτιού τους επί 18 χρόνια. Η οικογένεια κατά τον πατέρα συνιστά πυρήνα αντίστασης στον αστικό εκφυλισμό, νησίδα μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης που όμως διέπεται από μη επιστημονικές, παρωχημένες ιστορικά θέσεις, οι οποίες επιβάλλονται διά της βίας από τον ισχυρότερο. Οι θέσεις είναι παρωχημένες και όχι παράλογες όπως στον οσκαρικό «Κυνόδοντα». Στην μεξικάνικη ταινία τα πάντα υπόκεινται στο νόμο της αιτιότητας και δεν ισχύουν αυθαίρετες εικοτολογίες όπως στην ελληνική εκδοχή. Στην μεξικάνικη ταινία όλες οι συνιστώσες τείνουν με απόλυτη συνέπεια στην παραγωγή νοήματος - ύψιστη αρχή των αφηγηματικών τεχνών, ιδίως του κινηματογράφου. Τα παιδιά δουλεύουν στην «εταιρεία» του πατέρα που παράγει ποντικοφάρμακο για την εξολόθρευση των παρασιτικών και βλαβερών αρουραίων, λαμβάνουν σχολική εκπαίδευση από τους γονείς, διασκεδάζουν παίζοντας μεταξύ τους στην αυλή του σπιτιού όπου πάντα βρέχει, ακόμη κι όταν ανοίγοντας την εξώπορτα αντικρίζεις ήλιο.

Το στοιχείο της σεξουαλικότητας, ιδιαίτερα της γυναικείας στην ταινία, είναι κάτι βρώμικο - έτσι δε διδάσκει το καθολικό δόγμα; - συνδέεται δε μόνο με την αναπαραγωγή, συμβολικά και με κείνη των αρουραίων σε ένα αναπτυσσόμενο άστυ. Τα παιδιά της οικογένειας φέρουν τα συμβολικά ονόματα Μέλλον, Ουτοπία και Θέληση, έννοιες που ανήκουν σε μια θεματολογία που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970, η οποία και έλαβε διεξοδική απάντηση μέσα στα επόμενα χρόνια. Με αυτήν την έννοια η στείρα αναγόμωση της ίδιας θεματολογίας σήμερα δε συνιστά ούτε βήμα τολμηρό, ούτε σκέψη αιρετική, πολύ δε περισσότερο αμφιλεγόμενη θεματική. Βεβαίως και αναφερόμαστε και πάλι στον «Κυνόδοντα», που περικλείει όλη την προαναφερθείσα θεματική γκάμα και μάλιστα την παρουσιάζει - ή μάλλον οι υποστηρικτές του την παρουσιάζουν - ως νεωτερική. Ετσι για την ιστορία αξίζει να δείτε την ταινία του Ρίπσταϊν, για να μη μας πιάνουν αδιάβαστους και αλωνίζουν οι νεόκοποι δημιουργοί της εξουσίας.

Παίζουν: Κλάουντιο Μπρουκ, Ρίτα Μασέδο, Αρτούρο Μπεριστίν, Ντιάνα Μπράτσο, Γκλάντις Μπερμέχο κ.α.

Παραγωγή: Μεξικό (1973).


ΤΖΟΡΤΖ ΝΟΛΦΙ
Οι ρυθμιστές

Είναι ο άνθρωπος κύριος της μοίρας του ή η μοίρα του ανθρώπου προγράφεται στο πεπρωμένο του; Στη θρίλερ δυστοπία, επιστημονικής φαντασίας «Οι Ρυθμιστές», που στηρίζεται στη βάση μιας ιστορίας του μετρ του είδους science fiction Φίλιπ Κ. Ντικ, το πεπρωμένο δεν είναι άλλο από την Αόρατη Μοίρα.

Μια μυστική οργάνωση που όχι μόνο χαράζει επακριβώς την πορεία των ανθρώπων, αλλά τους ελέγχει άγρυπνα - με υψηλή τεχνολογία - ώστε να μην παρεκκλίνουν ούτε χιλιοστό από τα επιτρεπόμενα όρια κίνησης. Οι ελεγκτές αποκαλούνται Ρυθμιστές και είναι υπάλληλοι της μυστικής οργάνωσης. Εχουν εμφάνιση ευυπόληπτων κυρίων ενδεδυμένων με γκρίζα διαχρονικά κοστούμια και καπέλα που προσδίδουν υπερφυσικές ιδιότητες σε όποιους τα φορούν. Κινούνται ελεύθερα πέρα από την εγκόσμια πραγματικότητα σε χώρους του φανταστικού, ανοιγοκλείνοντας απλά πόρτες που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Η ταινία θέτει το ερώτημα της ελεύθερης βούλησης μέσα από τη φαινομενικά αδιέξοδη ερωτική σχέση του πολιτικού που εμφανίζεται αποφασισμένος να αλλάξει την ύπαρξή του για να ζήσει τον έρωτά του με μια χορεύτρια. Οι βάσεις για αντιπαράθεση, που τυχόν θέτει η ταινία αναφορικά με τον σημερινό άνθρωπο αντιμέτωπο με έναν κόσμο υπέρ ελεγχόμενο από μια παντοδύναμη - αόρατη - εξουσία, είναι σαθρές, μεταφυσικές, φανταστικές, σε σημείο που κάπου κουράζουν...

Ο Τζορτζ Νόλφι εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ρόλο σκηνοθέτη με ένα θρίλερ εφευρετικό, με περίσσευμα ενέργειας και τόνους ρομαντισμού. Σαν σκηνογραφικό φόντο επιλέχθηκε μια γκρίζα Νέα Υόρκη, η πιο δυναμική πόλη της Αμερικής, μια που η Εταιρεία δε θα μπορούσε να έχει την έδρα της εκτός αστικού περιβάλλοντος. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Ματ Ντέιμον υποδύεται έναν χαρισματικό και φιλόδοξο πολιτικό με λαμπρά διαγραφόμενη καριέρα, που ενώ προετοιμάζεται για μια σημαντική πολιτική ομιλία, πέφτει αναπάντεχα πάνω σε μια γοητευτική κοπέλα την οποία ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Σαστισμένος από τα πρωτόγνωρα, αυθεντικά αισθήματα που τον έχουν κατακλύσει, ξεκινά την ομιλία - που άλλοι έχουν συντάξει - με τους σαχλούς, στερεότυπους αμερικάνικους αστεϊσμούς. Ξαφνικά, μοιάζει να συνειδητοποιεί τις γελοιότητες που λέει. Σταματά... Ξαναρχίζει να μιλά στο κοινό αλλαγμένος, εκμυστηρευτικά ειλικρινής, ευάλωτος... Γι' αυτή του την αλλαγή ευθύνεται ο έρωτας που τον κάνει καλύτερο άνθρωπο... Η αλλαγή αυτή σημαίνει συναγερμό στις αόρατες δυνάμεις της εταιρείας του απόλυτου ελέγχου, που καθήκον τους είναι να υποτάσσουν τη θέληση των ανθρώπων στο σχεδιασμό της εταιρείας. Οι Ρυθμιστές αναλαμβάνουν να επαναφέρουν την τάξη, κρατώντας τους δυο ερωτευμένους μακριά τον έναν από τον άλλο. Για περισσότερο βάθος μην ψάχνετε, η ταινία δεν προσφέρει διαστάσεις για όποια θεωρητική «φιλοσοφική» αντιπαράθεση και δε δίνει τίποτα παραπάνω από εκείνο που σχεδιάστηκε να προσφέρει: Περιπέτεια με δράση, συνωμοσίες, αγωνία, ανατροπές, αλλά και χάπι εντ.

Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Εμιλι Μπλαντ, Αντονι Μακί, Τζον Σλάτερι, Τέρενς Σταμπ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).


ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖ. ΛΙΟΥΙΣ
Ο τρόπος του Μπάρνεϊ

Χαριτωμένη, ευχάριστη και έξυπνη μεταφορά στον κινηματογράφο του «Barney'sVersion» - τελευταίου και καλύτερου μυθιστορήματος του Καναδοεβραίου συγγραφέα Μορντεκάι Ρίχλερ που πέθανε το 2001, 70 ετών από λευχαιμία. Ενδιαφέρον το στοιχείο της εβραϊκής καταγωγής που λειτουργεί σαν μόνιμη δομική σταθερά. Δεν υπάρχει εκδήλωση της ζωής - προσωπικής και συλλογικής - που να λειτουργεί ανεξάρτητα, πέρα ή έξω από την εβραϊκή ταυτότητα των διαπλεγμένων στον μύθο της ταινίας, η οποία ταυτότητα, παρά την έντονη χιουμοριστική διάθεση σαρκασμού της - αίσθηση που διαχέεται στην ταινία - προβάλλει ακμαιότατη και καθοριστική ως προς την κοινωνική - τουλάχιστον - συμπεριφορά των ανηκόντων σε αυτήν.

Στο επίκεντρο της ιστορίας ο αυτοκαταστροφικός και πεισματάρης Μπάρνεϊ Πανόφσκι. Εβραίος, επιτυχημένος επαγγελματίας, ιδρυτής της εταιρείας τηλεοπτικών παραγωγών που φέρει δηκτικά την κριτική ονομασία «Totally Unnecessary Productions» (Ολοσχερώς Αχρηστες Παραγωγές). Εξυπνος και συμπαθέστατος κινηματογραφικός ήρωας ο Πανόφσκι, καλλιεργημένος άνθρωπος. Εζησε γοητευτικά μποέμικα χρόνια στην Ρώμη όταν ήταν νέος, κομμάτι μιας ζωής πλούσιας σε εμπειρίες, σε συναισθήματα και σε αισθήματα, που ο ίδιος φαίνεται να είχε την ωριμότητα να κεφαλαιοποιήσει σε πείρα, γνώση, σεβασμό για ό,τι άξιο σεβασμού και ευαισθησίας που φροντίζει να διατηρεί σε εγρήγορση. Ο Πανόφσκι, 60χρονος πια, στα πρόθυρα του Αλτσχάιμερ που απειλεί να σβήσει μονοκοντυλιά τις πολύτιμες ζωοδότριες αναμνήσεις του και με την κατηγορία ότι ευθύνεται για την δολοφονία του αλκοολικού Μπούγκι, φίλου από τα νεανικά χρόνια, να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του, αποφασίζει - μέσα από κερματισμένο χρόνο αφήγησης - να διηγηθεί την δική του εκδοχή για πρόσωπα και καταστάσεις ... εν ολίγοις για την ίδια την ζωή, που συντίθεται από κύκλους που ανοίγουν, ολοκληρώνονται και μπαίνουν στην μνήμη, παραχωρώντας την θέση τους σε άλλους κύκλους με την ίδια ακριβώς λειτουργία ... Αποφασίζει μ' αυτόν τον τρόπο να ξεκαθαρίσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με το παρελθόν, επαναξιολογώντας κομμάτι το κομμάτι, το παζλ της ζωής του και φθάνοντας - κατά τύχη - και στην εξιχνίαση του αινίγματος της εξαφάνισης του Μπούγκι.

Σημείο αναφοράς της ύπαρξής του και ατέρμονα παράφορος έρωτάς του είναι η τρίτη σύζυγός του Μίριαμ, την οποία γνώρισε στην γαμήλια δεξίωση του δεύτερου γάμου του και έδωσε μάχες επί μαχών για να κατακτήσει και να παντρευτεί. Οπως ήδη καταλάβατε ο Πανόφσκι παντρεύτηκε τρεις φορές, απόκτησε δυο παιδιά και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του μανιώδης πότης, αρειμάνιος καπνιστής πούρων μάρκας Montecristo και φανατικός λάτρης του χόκεϊ. Εξαίρετοι οι ηθοποιοί και ιδιαίτερα ο Ντάστιν Χόφμαν στο ρόλο του πατέρα Πανόφσκι, ενός βετεράνου μπάτσου και αμετανόητου γυναικά. Σε σύντομα περάσματα και ρολάκια διακρίνουμε γνωστούς Καναδούς σκηνοθέτες όπως τον Ατόμ Εγκογιάν, τον Ντενί Αρκάν, τον Κρόνενμπεργκ και άλλους.

Παίζουν: Πολ Τζιαμάτι, Ντάστιν Χόφμαν, Ρόζαμουντ Πάικ, Μίνι Ντράιβερ, Ράσελ Λεφέβρ, Σκοτ Σπίντμαν κ.ά.

Παραγωγή: Καναδάς (2010).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ