ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /36
ΔΙΕΘΝΗ
ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΜΟΣ
Ανοδος... με ευγενική «χορηγία»

Ο Γ. Χάιντερ σε στιγμές ευδαιμονίας...

Associated Press

Ο Γ. Χάιντερ σε στιγμές ευδαιμονίας...
Ετος 1922 και στην Ιταλία ο Μπενίτο Μουσολίνι προετοίμαζε πυρετωδώς την πρώτη μεγάλη παρέλαση των μελανοχιτώνων στη Ρώμη, γεγονός που θα σηματοδοτούσε και την άνοδό του στην εξουσία. Ο μόνος ανασταλτικός παράγοντας ήταν τα έξοδα του «ανεβάσματος αυτής της μεγαλειώδους παράστασης», πολυέξοδη για τα στενά οικονομικά του φασιστικού κόμματος, που δύσκολα θα την έφερνε σε πέρας από μόνο του. Τότε ήταν που αρκετές από τις μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανίες συνέταξαν τις δυνάμεις στο πλαίσιο της Γενικής Συνομοσπονδίας Βιομηχάνων και προσφέρθηκαν οικειοθελώς και @@@@@@@@2ευπροσήγορα να συνδράμουν και φυσικά να διασώσουν το μεγαλεπήβολο έργο του Μουσολίνι.

Σε μία άλλη εποχή και σε μία άλλη χώρα. Αυστρία 1994. Το ακροδεξιό «Κόμμα της Ελευθερίας» για πρώτη φορά θα κατέλθει στις γενικές εκλογές, υπό την ηγεσία του Γιέργκ Χάιντερ, ενός ανθρώπου που πολλάκις είχε «προσδώσει τιμές», λεκτικά πάντα, στα τάγματα των Ες-Ες, στην εργατική πολιτική που ακολούθησε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής διακυβέρνησης ο Αδόλφος Χίτλερ και είχε υποσχεθεί να απαλλάξει την Αυστρία από τους μετανάστες που την καταδυναστεύουν. Ωστόσο, για να λάβει κάποιο κόμμα μέρος στην προεκλογική εκστρατεία απαιτεί χρόνο και χρήμα. Και ναι μεν ο χρόνος ήταν άφθονος αλλά το χρήμα δεν περίσσευε στα ταμεία του κόμματος για να λάβει μέρος σ' αυτές τις «πολυδάπανες εκλογικές ασκήσεις». Αυτή τη φορά η πολυεθνική αθλητικών ειδών «Reebok» θα έρθει να διασώσει τον Χάιντερ. Είναι η ίδια εταιρία που κατόρθωσε να αποσπάσει μεγάλη μερίδα του καταναλωτικού κοινού στις πωλήσεις αθλητικών παπουτσιών και αξεσουάρ, εξαιτίας της «αντιρατσιστικής πολιτικής» της, καθώς ήταν η πρώτη πολυεθνική που έδωσε το σύνθημα του μποϊκοτάζ και εγκατέλειψε «διαμαρτυρόμενη» τη Νότια Αφρική εξαιτίας της πολιτικής του απαρτχάιντ! Είναι η ίδια εταιρία που χρηματοδότησε την τηλεοπτική παρουσία, το διαφημιστικό χρόνο και το βίντεο της εκστρατείας του κόμματος και του Γιέργκ Χάιντερ. Και όχι μόνο...

Φυσικά, ούτε ο Μουσολίνι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30, ούτε και ο Χάιντερ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 ήταν οι μόνοι φασίστες ή φασίζοντες ηγέτες που έλαβαν χορηγίες από βιομηχάνους και πολυεθνικές.

Μόνο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30, που σηματοδότησε την άνοδο και την επικράτηση του φασισμού στην Ευρώπη, στη Γερμανία πολύ μεγάλα τραστ της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, όπως η Thyssen, η Krupp, η Gelsenkirchen και η Rheinmetall-Boersig, ο γίγαντας στο χώρο των χημικών IG Farben (που αργότερα μετονομάστηκε σε Bayer, Hoechst and BASF), καθώς επίσης και τραπεζίτες, όπως ο φον Σρέντερ της Dresdner Bank, καθώς και η Deutsche Bank, στήριξαν οικονομικά και πολιτικά την άνοδο και κυριαρχία του Χίτλερ. Το γεγονός ότι η δημαγωγία των ναζί στηριζόταν σε μία «αντικαπιταλιστική πολιτική» φυσικά δεν ήταν καμία αντίφαση, αν και μπορεί για κάποιους να αντηχεί ακόμη και σήμερα ως αντίφαση και αντίθεση. Οπως πολύ χαρακτηριστικά διατυπώνει ο Ντανιέλ Γκουερίν (Guerin Daniel: Fascism and big business. Pathfinder, New York, 1973), «το παιχνίδι του φασισμού είναι να ονομαστεί από μόνο του αντικαπιταλιστικό, φυσικά χωρίς να κάνει καμία πραγματική επίθεση στο φασισμό», αλλά να μεταστοιχειωθεί σε αντισημιτισμό, αντικομμουνισμό, ρατσισμό.


Κείμενα: Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Μεταπολεμικά ναζιστικά πονήματα

Εκδήλωση των Νεοναζί στη Γερμανία

Associated Press

Εκδήλωση των Νεοναζί στη Γερμανία
Εχει επισημανθεί ότι ο πυρήνας του εθνικο-σοσιαλισμού κατά κυριολεξία περιλάμβανε ένα συνασπισμό μπλοκ εξουσίας όπου διακλαδωνόταν στο στρατό, στις μεγάλες επιχειρήσεις, στο Ναζιστικό Κόμμα (NSDAP) και στην κρατική γραφειοκρατία. Για την ακρίβεια, οι μεγάλες επιχειρήσεις, όλο και περισσότερο ενέπλεξαν τις δραστηριότητες με το κράτος κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμου Πολέμου, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία, δημιουργώντας αυτό που θα ονομαζόταν «επιχειρηματικό κράτος»...

Μετά τον πόλεμο, η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν κατά πολύ επηρεασμένη από από τις επενδυτικές δραστηριότητες των τραπεζών, οι οποίες είχαν για πολλά χρόνια πολύ στενές σχέσεις τόσο με το Χίτλερ όσο και με τις γερμανικές εταιρίες. Ως αποτέλεσμα, πολλοί εκ των μεγάλων κεφαλών των επιχειρήσεων και εταιριών που είχαν μεγάλα κέρδη εξαιτίας των σχέσεων που είχαν με το ναζιστικό καθεστώς, δε δικάστηκαν ποτέ, ούτε καν κατηγορήθηκαν. Χρυσός, κοσμήματα αλλά και άλλα περιουσιακά στοιχεία που είχαν κλαπεί από χιλιάδες οικογένειες Εβραίων, είχαν τοποθετηθεί σε τράπεζες σε «ουδέτερες» χώρες, όπως η Σουηδία και η Ελβετία, τόσο πριν από τον πόλεμο ώστε να διευκολυνθούν οι συναλλαγές και ανταλλαγές όσο και μετά προκειμένου να μην πέσουν σε «λάθος χέρια». Ανάμεσα σε αυτούς που επωφελήθηκαν τα μάλα από αυτή την κλοπή, ήταν ένας μεγάλος αριθμός ελβετικών τραπεζών αλλά και η σουηδική SE-banken. Ειδικά η πορεία της SE-banken είναι αξιοπρόσεκτη, καθώς είναι το συστατικό-κλειδί για τη «Σουηδική Συσσώρευση Επένδυση», που είναι ιδιοκτήτης των μεγαθηρίων: ABB, «Ericsson and AstraZeneca». Φυσικά, όλος ο χρυσός των ναζί δεν παρέμεινε ακινητοποιημένος σε τράπεζες. Μία πρόσφατη έρευνα από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών κατέδειξε ότι μεγάλα τμήματα είχαν επενδυθεί επίσης σε 750 εταιρίες σε όλες σχεδόν τις ηπείρους. Μία σημαντική φιγούρα σε αυτή τη διαδικασία που έλαβε χώρα όλα τα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης της Γερμανίας, ήταν Χιαλμάρ Σαχτ, ένας πρώην υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ και επικεφαλής τότε της Ράιχσμπάνκ, που ξεκίνησε αμέσως μετά τον πόλεμο τη δική του Τράπεζα στο Ντύσελντορφ.

Αρώματα και μολυβάκια

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 στην Αυστρία μερικές από τις «εξέχουσες ηγετικές μορφές» του ναζιστικού κινήματος ακόμη κυκλοφορούσαν, φυγάδες που έψαχναν απεγνωσμένα ένα μέρος για κρυφτούν ωσάν τους τυφλοπόντικες. Οσο για τους συμπαθούντες των ναζί και του Χίτλερ προσωπικά, με μαγικό τρόπο είχαν «προσηλυτιστεί» στα δημοκρατικά ιδεώδη, και ήταν οι κύριοι αρωγοί της μεταπολεμικής δημοκρατικής Αυστρίας. Πάντως κάποιοι πιο σκληροπυρηνικοί αλλά και εξαιρετικά σημαντικά οικονομικά, δε χρειάστηκε ποτέ να δώσουν «δημοκρατικά διαπιστευτήρια». Η οικονομική ισχύς που είχαν στα χέρια τους ήταν αρκετή για να μην ενοχληθούν ποτέ από κανέναν. Αυτοί ήταν που δημιούργησαν εξάλλου και τις βάσεις των νεοναζιστικών και ακροδεξιών ομάδων που δρουν έως σήμερα. Ενας εξ αυτών των προυχόντων ήταν η οικογένεια Faber-Castell, όνομα τόσο γνωστό... Ολόκληρες γενιές παιδιών σε όλες τις μεριές της υφηλίου μεγάλωσαν και εξακολουθούν να μεγαλώνουν αναγνωρίζοντας ακόμη και δαγκώνοντας το όνομα στις ράχες των μολυβιών με τα οποία μαθαίνουν να σκαλίζουν τα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου.

Κατά το ίδιο διάστημα στη Βρετανία, ο Κόλιν Τζόρνταν, ένας εκ των πιο γνωστών φανατικών οπαδών και θαυμαστών παντρευόταν τη Φρανσουάζ Ντιόρ, απόγονο και κληρονόμο της εταιρίας «Christian Dior». Εννοείτε ότι η κυρία Ντιόρ προσκόμισε μαζί την περιουσία που έκαναν οι γονείς της στη Γαλλία, πουλώντας αρώματα. Εκτοτε η βιομηχανία άνθισε και υπερπλούτισε... και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 όταν η οικονομική ανάκαμψη έκανε τους ανθρώπους να αναζητούν «τα περιττά», τα αρώματα, τα ρούχα και τα αξεσουάρ, ο Κόλιν Τζόρνταν θα έβρισκε την καλύτερη κάλυψη και απύθμενες πηγές εισοδήματος και πλουτισμού για να ξαναστήσει το πολιτικό του κόμμα... Φυσικά, ουδείς εκ των καταναλωτών δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι αγοράζοντας μία αθώα όμορφη μυρωδιά βοηθούσε και στήριζε την ανάδυση από τις στάχτες του φασιστικού κινήματος σε Βρετανία και Γαλλία.

Εν αρμονία επιχειρήσεις και απαρτχάιντ

Μιλώντας για πιο πρόσφατα συμβάντα και σχετικώς - πολύ σχετικώς - αποενοχοποιημένα από τη βαριά σκιά αυτού καθ'αυτού του ναζιστικού καθεστώτος, ας αναφερθούμε στο πολύχρονο απαρτχάιντ που κατακρεούργησε εκατομμύρια μαύρων στη Νότια Αφρική. Το απαρτχάιντ βασίλεψε για αρκετές δεκαετίες μετά τον πόλεμο και δε θα μπορούσε να διατηρηθεί και να μεσουρανεί αν δεν είχε την αμέριστη υποστήριξη μεγαθηρίων της παγκόσμιας οικονομίας. Ο γίγαντας στο χώρο της πληροφορικής και της νέας τεχνολογίας, η αμερικανικών συμφερόντων εταιρία ΙΒΜ, ήταν αυτή που βοήθησε το καθεστώς να στήσει ένα ολόκληρο σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης, όπου ελεγχόταν όλος ο μαύρος πληθυσμός με την ελεκτρονική καταγραφή και να παρέχει ανάλογη και περισσότερο εκλεπτυσμένη υλική στήριξη στην αστυνομία και στις Ενοπλες Δυνάμεις. Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, η Νότιος Αφρική και το καθεστώς Μπόθα, τύγχανε ιδιαίτερης μεταχείρισης από τραπεζιτικούς κολοσσούς, συμπεριλαμβανομένων της Barclays, της NatWest, της Standard Chartered, της Citibank και φυσικά της γερμανικής Deutsche Bank, οι οποίες δάνειζαν με προνομιακούς όρους το καθεστώς, το οποίο είχε «τεθεί» στο μικροσκόπιο από τους Διεθνείς Πιστωτικούς Οργανισμούς, όχι εξαιτίας της πολιτικής του και των κατάφορων παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως δικαιολογείται σήμερα η «απόρριψη», αλλά εξαιτίας του συνεχώς διευρυνόμενου τεράστιου εξωτερικού της χρέους.

Οταν πια η κοινωνική αναστάτωση έπαιρνε μορφή χιονοστιβάδας στην ενδοχώρα και επισήμως εφαρμόστηκε η πολιτική του εμπάργκο στην πώληση πετρελαίου ως προειδοποιητική τιμωρία προς το καθεστώς, τότε ακριβώς οι μεγάλες πολυεθνικές βρήκαν την ευκαιρία να το γιορτάσουν. Συναλλαγές όπως πάντα και φυσικά με περισσότερο κέρδος. Η ολλανδική «Shell», η «British Petroleum» (BP), οι αμερικανικές «Texaco» και «Mobil» έκαναν χρυσές δουλιές και εξακολουθούσαν να γεμίζουν το ντεπόζιτο του καθεστώτος. Φυσικά, δεν αρκέστηκαν σε αυτό, αλλά επέκτειναν τις δραστηριότητες σε αγαστή συνεργασία με εταιρίες κοινού ενδιαφέροντος, οι οποίες αγνόησαν και αυτές τα κελεύσματα για οικονομικό εμπάργκο, όπως η μεταλλευτική «Rio Tinto Zinc», οι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες «General Motors», «Ford», και η γερμανική BMW, καθώς και η «General Electric». Αυτές ήταν απλώς μερικές από τις πιο γνωστές από την κυριολεκτική παρέλαση «αστέρων» που έγινε στη Νότια Αφρική όσο διαρκούσε το απαρτχάιντ που αποδείχτηκε τελικά απολύτως προσοδοφόρο.

Η σύγχρονη μαζική κουλτούρα ... του φασισμού

Εμφάνιση των Κου-Κλουξ Κλαν στο Τέξας

Associated Press

Εμφάνιση των Κου-Κλουξ Κλαν στο Τέξας
Ανέγγιχτες δε θα μπορούσαν να μείνουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εκεί ο φασισμός έχει παρά πολλές διεξόδους και εκφράσεις...

Ενας από τους κύριους τομείς που δρουν από τις μυστικές υπηρεσίες μέχρι την περιβόητη Κου Κλου Κλαν είναι η βιομηχανία του «ελεύθερου χρόνου». Οταν κατά τη δεκαετία του '80 άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες «καταβροχθίσεις» στο χώρο των εκδόσεων βιβλίων και των βιβλιοπωλείων -όπου πια κατάντησε περιπέτεια το να βρεις ένα βιβλίο που δεν ήταν λεύκωμα κήπου ή συνταγές μαγειρικής ή μπεστ σέλερ αμφιβόλου ποιότητας- και ταυτοχρόνως διεξαγόταν ένας λεκτικός πόλεμος και διαξιφισμοί για τα δύο ακανθώδη ζητήματα: το ρατσισμό και τον πολυφυλετισμό, έκαναν την εμφάνισή τους δύο βιβλία. Το πρώτο, με συγγραφείς τον Τσαρλς Μάρεϊ και τον Ρίτσαρντ Χέρνστάιν, ονομαζόταν η «Καμπύλη της Καμπάνας»- (The Bell Curve) και επρόκειτο «για μία επιστημονική εργασία η οποία επιδείκνυε τη γενετική κατωτερότητα της μαύρης φυλής έναντι της λευκής». Στην αντίπερα όχθη, το βιβλίο «Το τέλος του ρατσισμού» της Ντινές Ντα Σόουζα, ακραιφνώς επιστημονικό και αυτό, υποστήριζε ότι το καθεστώς σκλαβιάς για την ακρίβεια ήταν επωφελές για τους Αφροαμερικανούς!

Ισως αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για δύο βιβλία που εκδίδονται από αμελητέους εκδοτικούς οίκους, ακροδεξιών αποχρώσεων, δόκιμο είδος σε όλες τις χώρες του κόσμου. Και όμως ο εκδοτικός οίκος που μάλιστα ήταν χορηγός στη διαδικασία κατάρτισης των επιστημονικών αυτών εργασιών δεν ήταν κάποιος σε άμεση σχέση με το «Αριο Εθνος», αλλά το «Αμέρικαν Εντερπράις Ινστιτούτ»- (ΑΕΙ), μία από τις κύριες δεξαμενές σκέψης (Think Tanks) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενα Ινστιτούτο που επιχορηγείται από πλείστες εταιρίες που ανήκουν στον κατάλογο Fortune 500, όπως ο Dow Chemicals, η American Express, η Motorola, η Procter & Gamble, η Coca-Cola και άλλες. Περισσότερο από μία δεκαετία μετά, το ΑΕΙ συνεχίζει αυτή την επιστημονική δραστηριότητα που προάγει το φυλετικό μίσος και το Ινστιτούτο, σύμφωνα με τις ιστοσελίδες του, που βρίσκει κανείς στο διαδίκτυο, εξακολουθεί να είναι «αφοσιωμένο να διατηρεί και ισχυροποιεί τις κυρίαρχες αξίες της ελευθερίας», ένα ιδεώδες που κατά ανάγκη δεν έρχεται σε αντίθεση ή εμφανίζεται ανταγωνιστικό με τα ιδεώδη που πρεσβεύουν διάφορες ακροδεξιές ομάδες. Για την ακρίβεια, η εκδοτική δραστηριότητα του ΑΕΙ, είναι η καλύτερη καύσιμη ύλη για τις «φλόγες» που ανάβει η ΚΚΚ, ή των πυρσών της Αρίας φυλής.

«Μουσική του Μίσους»

Εκτός του χώρου του βιβλίου, το «μίσος» βρήκε άπλετο χώρο και στη μουσική βιομηχανία. Ενδεικτικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, οι ακροδεξιές ομάδες βρήκαν έναν καινούριο και πιο αποδοτικό τρόπο, για να μπορέσουν να προσεγγίσουν ευρύτατα τμήματα της νεολαίας. Το βιβλίο απαιτεί ανάγνωση, άρα προσπάθεια. Η μουσική όμως ακούγεται παντού. Ετσι εμφανίστηκε η μουσικής της «λευκής δύναμης» η οποία πουλά εκατομμύρια δίσκους. Οχι μόνο πλούτισαν, αλλά τα τεράστια έσοδα χρηματοδοτούν ανάλογες δραστηριότητες «πολιτιστικού περιεχομένου», αλλά και τη δημιουργία πυρήνων νεοναζιστικών και νεοφασιστικών σε όλη την Ευρώπη. Ενας από τους κύριους διακινητές του κουλτούρας του φασισμού είναι η Σουηδία, η οποία τις επανεξάγει σε χώρες της Ευρώπης και κυρίως τις πρώην σοσιαλιστικές, αλλά και παρέχει εγχωρίως μία από τις μεγάλες αγορές παγκοσμίως.

Η μουσική του μίσους προωθείται κυρίως διά μέσου μικρών και «ανεξάρτητων» εταιριών, όπως η Nordland, η Rebelles Europeens, και η Rock-O-Rama, η «White terror records», η Stormfront records, Hammer records, και η «NS8821». Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι αυτές οι εταιρίες είναι μικρές, ωστόσο η βιομηχανία συνολικά παράγει και μοσχοπουλά εκατομμύρια δίσκους. Πολλές νεοφασιστικές και ρατσιστικές ομάδες στηρίζονται σε αυτή την προπαγάνδα, αλλά και στα έσοδα από την πώληση των δίσκων. Σύμφωνα με τη «Σκότλαντ Γιαρντ» υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη μουσική βιομηχανία και ακροδεξιές ομάδες που δρουν στη Βρετανία και ευθύνονται για το πρόσφατο κύμα ρατσιστικών επιθέσεων. Ανάμεσά τους και η «Κόμπακτ 18», μία από τις πιο στρατιωτικοποιημένες οργανώσεις, με χιλιάδες μέλη, που χρησιμοποιούν τα έσοδα για να αγοράζουν όπλα αλλά και εκρηκτικά.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι «μικρές εταιρίες», αλλά και γίγαντες όπως η Σόνι που προχώρησε στην αναπαραγωγή πολλών δειγμάτων δουλιάς της «μουσικής της λευκής δύναμης» σε παγκόσμια κλίμακα. Χρειάστηκε να καταγγελθεί πολλάκις και αυτή τη στιγμή υποστηρίζει ότι η αναπαραγωγή έχει σταματήσει. Μια άλλη περίπτωση είναι η εταιρία «Νίμπους», μία από τις κολοσσιαίες εταιρίες παραγωγής CD και DVD, θυγατρική πια της «Κάρλτον Κομιουνικέσιονς».

Η λίστα με τις επιχειρήσεις που έχουν στηρίξει τη γένεση και την άνοδο -όποτε κρίνεται αναγκαίο - ακροδεξιών και φασιστικών ομάδων είναι μεγάλη, γνωστή διά μέσου της ιστορίας καθώς πολλάκις έχει αποκαλυφθεί η δραστηριότητά τους. Οπως και το γεγονός ότι μεγάλοι κολοσσοί πλούτισαν με αυτόν τον τρόπο.

Αλλαγή πλεύσης

Αυτή τη στιγμή εμφανίζεται το φόβητρο της ακροδεξιάς να έχει τεθεί στο περιθώριο και μάλιστα οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν υιοθετήσει μια πολιτική, που αντιτίθεται σφόδρα και είναι πολέμια προς τα φασιστικά και ακροδεξιά κελεύσματα.

Αντίθετα απ' ό,τι επιχειρείται να περάσει ως άποψη, δείχνουν να έχουν «μάθει το μάθημά τους» και πια είναι οι χορηγοί διαφόρων μη κυβερνητικών οργανώσεων, που προωθούν τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Μάλιστα, χώρες και οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου και του ΟΗΕ, έχουν επιδοθεί σε «πόλεμο δίχως αύριο κατά των αιτιών που γεννούν το ρατσισμό και τις συγκρούσεις». Ολα αυτά σε συνεργασία με τις πολυεθνικές βέβαια.

Πώς ξαφνικά εγκαταλείφθηκε η προσοδοφόρα τακτική; Ο λόγος είναι ότι σε αυτό το γύρισμα της ιστορίας δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν και απλώς συντηρούν για ώρα ανάγκης όλα αυτά τα ακροδεξιά, ρατσιστικά και φασιστικά σχήματα, που δεν έχουν αυτή τη στιγμή ούτε πραγματική δύναμη αλλά ούτε και απήχηση. Αντ' αυτών στηρίζουν κάποια περισσότερο «αποδεκτά» γκρουπ ή νεοφιλελεύθερους δεξιούς ή λαϊκιστές, επισείοντας πάντα το φόβο και τον κίνδυνο της παλινόρθωσης του φασισμού. Κατά αυτόν τον τρόπο επιφέρουν σύγχυση και φόβο. Ταυτόχρονα επωφελούνται τα μάλα ακόμη και σε άμεσο οικονομικό επίπεδο, καθώς αυτοί οι πολιτικοί διοικούν τις χώρες αφού «είναι αποδεκτοί και αποτελεσματικοί» και οι ίδιες προωθούν τα συμφέροντά τους με τους πιο ευνοϊκούς όρους.

Στο βιβλίο του «Ο φιλικός φασισμός», ο κοινωνιολόγος Μπέρτραμ Γκρος για πρώτη φορά έκανε το σαφέστατο διαχωρισμό ότι το νέο πρόσωπο του φασισμού θα διαφέρει κατά πολύ από αυτό που έχει ήδη γνωρίσει η ανθρωπότητα και κυριάρχησε κατά τη δεκαετία του '30. «Στο μέλλον», αναφέρει ο Γκρος, ένα μέλλον που έχει αφιχθεί προ πολλού, «το νεοφασιστικό κράτος φορά βελούδινα γάντια αντί για δερμάτινες μπότες και θα διατηρεί την εξουσία κάνοντας τους ανθρώπους μαλθακούς και άβουλους μέσω της κατανάλωσης και της αναζήτησης της ευχαρίστησης, απ' ό,τι στο παρελθόν, που το έπραττε διά πυρός και σιδήρου»...


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ