Οι επιχειρηματίες εκμεταλλεύτηκαν κερδοσκοπικά την υποτίμηση της δραχμής και κράτησαν τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα, παρά τη σφιχτή εισοδηματική πολιτική, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ δε συνοδεύτηκε με αύξηση της απασχόλησης
Η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, δεν περιορίζεται μόνο στηνκαταγραφή των εξελίξεων βασικών οικονομικών για το 1998. Προχωρά πιο πέρα, καθώς περιλαμβάνει και μια σειρά αποκαλυπτικές ομολογίες, σχετικά με τους μεγάλους χαμένους και μεγάλους κερδισμένους από τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, ανακαλύπτει ότι το 1998 ήταν μια ακόμη χρονιά, στη διάρκεια της οποίας ενισχύθηκαν παραπέρα τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών (βιομήχανοι, έμποροι, τραπεζίτες κλπ.) οι οποίοι συνέχισαν να θησαυρίζουν σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, βιοτέχνες κλπ.).Ελέω της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής (εισοδηματική, δημοσιονομική, νομισματοπιστωτική κλπ.) που αφαιρεί εισοδήματα από τους πολλούς για να ενισχύσει τον πλούτο και τα προνόμια των λίγων, τα κέρδη των μεγάλων εμπορικών, βιομηχανικών, τραπεζικών και άλλων επιχειρήσεων, σημείωσαν και νέα αύξηση.
Μερικές από τις πιο αποκαλυπτικές ομολογίες της έκθεσης, είναι και οι ακόλουθες:
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι επισημάνσεις και διαπιστώσεις που κάνει η Τράπεζα της Ελλάδας, για την πορεία του πληθωρισμού σε συνάρτηση με την εξέλιξη της εισοδηματικής πολιτικής (κόστος εργασίας - μισθοί - συντάξεις), τιμολογιακής πολιτικής δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων (κέρδη και κερδοσκοπικές αυξήσεις τιμών) κλπ. Η Τράπεζα της Ελλάδας δεν κρύβει την ανησυχία της ότι δύσκολα θα συγκρατηθεί ο πληθωρισμός στα χαμηλά όρια που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (να μην είναι μεγαλύτερος από 1,5 μονάδες από τον πληθωρισμό των 3 χωρών της ΕΕ με τις καλύτερες επιδόσεις), προκειμένου να εξασφαλιστεί η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Εμμέσως πλην σαφώς, η διοίκηση της Τράπεζας Ελλάδας καταλογίζει ευθύνες στους βιομήχανουςότι αναζωπύρωσαν τον πληθωρισμό ή απέτρεψαν τη μείωσή του στα επιδιωκόμενα όρια, είτε παραβιάζοντας τις "συμφωνίες κυρίων" που είχαν κάνει με το υπουργείο Ανάπτυξης είτε αξιοποιώντας κερδοσκοπικά την υποτίμηση της δραχμής είτε και τα δύο μαζί.
Ενδεικτικά, είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από την έκθεση:
Στην ουσία δηλαδή, η Τράπεζα της Ελλάδας σκιαγραφεί με το δικό της τρόπο την κερδοσκοπική ασυδοσία των μεγαλοεπιχειρηματιών (εμποροβιομήχανοι κλπ. που έχουν το "πάνω χέρι" στη διαμόρφωση των τιμών), οι οποίοι δεν αρκέστηκαν στα φτηνά μεροκάματα και στα φτηνά δάνεια που τους εξασφάλισε η κυβέρνηση με την εισοδηματική και νομισματοπιστωτική πολιτική της, αλλά - επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση των κερδών τους - φούσκωσαν όσο μπορούσαν και τις τιμές. Επισημαίνοντας την υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδας σημειώνει ακόμη ότι με βάση τα μέχρι τώρα αποτελέσματα χρήσης των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιριών, προκύπτει ότι "τα κέρδη αυξήθηκαν ταχύτερα από τον πληθωρισμό αλλά και από την αξία πωλήσεων (κύκλος εργασιών) των επιχειρήσεων, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους". Σε άλλο σημείο, επικαλείται στοιχεία από το δειγματοληπτικό έλεγχο 6.000 βιομηχανικών επιχειρήσεων, από τα οποία προκύπτει για την περίοδο 1993 - 1997 "αύξηση των κερδών προ φόρων κατά 251,4% καθώς και σταθερή βελτίωση του περιθωρίου καθαρού κέρδους από 2,96% το 1993 σε 5,22% το 1997".
Σε αντίθεση με την αύξησητου πλούτου της χώρας (όπως προκύπτει από την αύξηση του ΑΕΠ που το 1998 υπολογίζεται σε 3,7%), η πραγματική αξία της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων - όπως την καταγράφουν τα στοιχεία της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδας - ήταν ισχνή που σημαίνει ότι από την αύξηση του ΑΕΠ οι μισθωτοί και συνταξιούχοι πήραν - αν πήραν - κάποια"ψίχουλα". Οπως ομολογεί και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας στην έκθεσή του:
Το δυσάρεστο ή το ευτράπελο της ιστορίας, είναι το εξής: Ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας - όπως και πολλοί άλλοι αστοί οικονομολόγοι και παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου - ενώ βλέπουν καθαρά ή έστω διακρίνουν "αχνά" πως η συγκεκριμένη πολιτική αναπαράγει τα μεγάλα αδιέξοδα για το λαό και την ελληνική οικονομία, είτε σιωπούν και ανέχονται αυτή την πολιτική είτε υπεραμύνονται δημόσια με "φτηνά επιχειρήματα" υπέρ της συνέχισης της ίδιας πολιτικής, συχνά, εμπλουτισμένης με νέα μέτρα λιτότητας! Και βέβαια, αυτοί - προβάλλοντας τις συγκεκριμένες θέσεις και απόψεις που υπηρετούν τη συγκεκριμένη πολιτική - τη δουλιά τους κάνουν.
Το ζητούμενο είναι τι κάνουν οι εργαζόμενοι και όσοι θίγονται από τη μονόπλευρη πολιτική λιτότητας, για την ανατροπή της συγκεκριμένης πολιτικής, ανεξαρτήτως αν οι κυβερνώντες κυκλοφορούν με το μανδύα των "εκσυγχρονιστών" ή άλλα κοστούμια της "μόδας"... Και είναι σίγουρο, πως τα θύματα των πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας που είναι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι βιοτέχνες, έμποροι και ελεύθεροι επαγγελματίες - δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού - μπορούν σε πολύ μικρό διάστημα να βάλουν φρένο και να ανατρέψουν αυτή την πολιτική. Μοναδική προϋπόθεση για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο πάλης, που αποτελεί το μοναδικό και πιο ισχυρό όπλο απέναντι στην κυβέρνηση που εφαρμόζει αυτή την πολιτική με τη στήριξη μιας ισχνής μειοψηφίας που την απαρτίζουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες από τα παλιά και νέα "τζάκια" με τις οικογένειές τους και τους ακριβοπληρωμένους "μάνατζερ".
Μια καλή ευκαιρία, για να στείλουν οι εργαζόμενοι - και όλοι εκείνοι που πληρώνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα σπασμένα της πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας - μήνυμα αντίστασης στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, είναι οι ευρωεκλογές της 13ης Ιούνη 1999. Κάθε ψήφος στο ευρωψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, είναι σίγουρα ψήφος αντίθεσης και αντίστασης στην οικονομική πολιτική που παράγει φτώχεια για το λαό και κέρδη για το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ αντίθετα κάθε ψήφος στο ευρωψηφοδέλτιο των πολιτικών κομμάτων που θεωρούν "μονόδρομο" την ΟΝΕ (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ, ΠΟΛ. ΑΝ.) είναι ψήφος που θα δώσει το "δικαίωμα" στην κυβέρνηση Σημίτη, να συνεχίσει την ίδια σκληρή αντιλαϊκή πολιτική, προβάλλοντας μάλιστα το επιχείρημα ότι έχει και την έγκριση του λαού!
Λάμπρος ΤΟΚΑΣ
Αποκαλυπτικά στοιχεία έρευνας για την εξέλιξη του εμπορίου στη Θεσσαλονίκη και τα προβλήματα που υπάρχουν στον κλάδο
Μικρές επιχειρήσεις αυτοαπασχολουμένων ή με έναν εργαζόμενο είναι το 91,3% των εμπορικών επιχειρήσεων, ενώ το φορολογικό, τα πολυκαταστήματα και ζητήματα που άπτονται του ανταγωνισμού "καίνε" τους εμπόρους. Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρία BPR για τον Εμπορικό Σύλλογο της Θεσσαλονίκης σε αντιπροσωπευτικό δείγμα καταστημάτων της περιοχής που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο δεκατριών ειδών ευρείας κατανάλωσης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ποσοστό 60,5% των επιχειρήσεων που εξετάστηκαν δεν απασχολούν κανέναν εργαζόμενο. Είναι, δηλαδή, εμπορικές επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων, το 30,8% απασχολεί έναν εργαζόμενο, το 6,1% απασχολεί 2 - 4 εργαζόμενους. Μόλις σε ποσοστό 1,2% ανέρχονται οι εμπορικές επιχειρήσεις που απασχολούν 5 - 8 εργαζόμενους και σε 1,4% εκείνες με 9 εργαζόμενους και πάνω. Αποδεικνύεται, επομένως, και με δεδομένο ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη χαρακτηριστική ως προς την εμπορική δραστηριότητα της χώρας συνολικά, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαγαζιών ανήκουν σε αυτοαπασχολούμενους ή σε μικρέμπορους που δουλεύουν οι ίδιοι και απασχολούν το πολύ μέχρι 4 εργαζόμενους, ενώ και στα μισά περίπου (47,6%) από τα μαγαζιά αυτά εργάζεται και ένα ακόμη μέλος της οικογένειας τουλάχιστον.
Χαρακτηριστική του μεγέθους των εμπορικών επιχειρήσεων είναι η νομική τους μορφή όπως καταγράφτηκε από την έρευνα. Ειδικότερα, από το δείγμα των επιχειρήσεων που πήραν μέρος στην έρευνα το 84,1% είναι ατομικές επιχειρήσεις, το 13,9% είναι ΟΕ και μόνο ένα ποσοστό 2% είναι ΕΠΕ ή ΑΕ. Παράλληλα, το 85,4% των καταστημάτων λειτουργούν σε χώρους μέχρι 99 τετραγωνικά μέτρα, το υπόλοιπο 9% σε χώρους 100 - 200 τ.μ. και μόλις το 3,5% σε 201 - 300 τ.μ. και το 2,1% σε χώρους των 300 τετραγωνικών και πάνω.
Χαμηλές κρίνουν τις αποδοχές τους σε σχέση με το χρόνο της απασχόλησής τους οι περισσότεροι από τους εμπόρους που έλαβαν μέρος στην έρευνα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, μόνο το 1,5% κάνει λόγο για υψηλές αποδοχές, ενώ το 64,7% τις χαρακτηρίζει χαμηλές και το 33,7% κανονικές.
Βαθμολογώντας έξι από τα καίρια προβλήματα του εμπορικού κόσμου ανάλογα με το βαθμό της σοβαρότητάς τους, οι έμποροι της Θεσσαλονίκης στη συντριπτική τους πλειοψηφία θέτουν πρώτης προτεραιότητας πρόβλημα το φορολογικό και στη συνέχεια τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τα πολυκαταστήματα. Αναλυτικά:
Η ουσία πάντως που προκύπτει από ολόκληρη την έρευνα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μονάδων του ελληνικού εμπορίου αφορά μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, που όλο και περισσότερο στενάζουν κάτω από την πίεση που τους δημιουργεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός των πολυκαταστημάτων και των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων, ενώ σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα κινούνται οι αποδοχές που απολαμβάνουν σε σχέση με το χρόνο απασχόλησής τους. Μια εικόνα που όσο προχωράνε οι διαδικασίες επικράτησης των πολυεθνικών στο χώρο το εμπορίου, θα χειροτερεύει όλο και πιο πολύ.
Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ