Κυριακή 16 Μάη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Αποκαλυπτικές ομολογίες για τους κερδοσκόπους

Οι επιχειρηματίες εκμεταλλεύτηκαν κερδοσκοπικά την υποτίμηση της δραχμής και κράτησαν τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα, παρά τη σφιχτή εισοδηματική πολιτική, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ δε συνοδεύτηκε με αύξηση της απασχόλησης

Η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, δεν περιορίζεται μόνο στηνκαταγραφή των εξελίξεων βασικών οικονομικών για το 1998. Προχωρά πιο πέρα, καθώς περιλαμβάνει και μια σειρά αποκαλυπτικές ομολογίες, σχετικά με τους μεγάλους χαμένους και μεγάλους κερδισμένους από τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, ανακαλύπτει ότι το 1998 ήταν μια ακόμη χρονιά, στη διάρκεια της οποίας ενισχύθηκαν παραπέρα τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών (βιομήχανοι, έμποροι, τραπεζίτες κλπ.) οι οποίοι συνέχισαν να θησαυρίζουν σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, βιοτέχνες κλπ.).Ελέω της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής (εισοδηματική, δημοσιονομική, νομισματοπιστωτική κλπ.) που αφαιρεί εισοδήματα από τους πολλούς για να ενισχύσει τον πλούτο και τα προνόμια των λίγων, τα κέρδη των μεγάλων εμπορικών, βιομηχανικών, τραπεζικών και άλλων επιχειρήσεων, σημείωσαν και νέα αύξηση.

Μερικές από τις πιο αποκαλυπτικές ομολογίες της έκθεσης, είναι και οι ακόλουθες:

  • Στη σελίδα 68, αναφέρεται πως αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος στον ιδιωτικό τομέα (μισθοί, συντάξεις, εισοδήματα αυτοαπασχολούμενων αγροτών - βιοτεχνών - εμπόρων, νοίκια, κέρδη επιχειρήσεων) κατά 2,8%, οφειλόταν "κυρίως στη σημαντική επιτάχυνση του ονομαστικού ρυθμού αύξησης των καθαρών εισοδημάτων εκτός εργασίας (κέρδη κλπ.)", ενώ αντίθετα η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών ήταν σαφής και περιόρισε σε σημαντικό βαθμό την αύξηση της κατανάλωσης.
  • Στις σελίδες που εξετάζεται η πορεία των επενδύσεων και της βιομηχανικής παραγωγής, αναφέρεται ότι το 1998 η ταχύτερη αύξηση των επενδύσεων, οφείλεται κυρίως στις επενδύσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ σκιαγραφώντας την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας σημειώνεται πως "η παραγωγή στους 10 από τους 20 κλάδους της βιομηχανίας παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα του 1980".
  • Στο κεφάλαιο με θέμα "απασχόληση - ανεργία",διαπιστώνεται ότι είναι μικρή η συμβολή του ρυθμού ανάπτυξης στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας, με την επισήμανση πως "η ανάπτυξη αποτελεί αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για την αύξηση της απασχόλησης". Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σελίδα 94, "ο υψηλός (και επιταχυνόμενος) ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ το 1998, δεν οδήγησε σε ανάλογη αύξηση απασχόλησης". Επισημαίνεται χαρακτηριστικά, ότι η απασχόληση "στη μεταποίηση" μειώθηκε το 1998 κατά 1,1% (ήτοι περίπου 10.000 άτομα), ποσοστό που προστέθηκε στη μείωση κατά 3,2% του 1997. Η πτώση των ρυθμών αύξησης της απασχόλησης και άρα η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, οφείλεται στο γεγονός - κάτι που δυστυχώς οι αρμόδιοι το αποσιωπούν - ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν προέρχεται από την αύξηση της υλικής παραγωγής αλλά από τις υπηρεσίες, που στην ουσία είναι "αέρας κοπανιστός". Η αυξανόμενη συμβολή του τζόγου (χρηματιστήριο, ιππόδρομος, καζίνο, λαχεία κλπ.) και άλλων υπηρεσιών στο ΑΕΠ, σκιαγραφεί με το δικό της τρόπο την ενίσχυση του παρασιτικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας.
Ιδού ο... "πληθωρισμός κερδών"

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι επισημάνσεις και διαπιστώσεις που κάνει η Τράπεζα της Ελλάδας, για την πορεία του πληθωρισμού σε συνάρτηση με την εξέλιξη της εισοδηματικής πολιτικής (κόστος εργασίας - μισθοί - συντάξεις), τιμολογιακής πολιτικής δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων (κέρδη και κερδοσκοπικές αυξήσεις τιμών) κλπ. Η Τράπεζα της Ελλάδας δεν κρύβει την ανησυχία της ότι δύσκολα θα συγκρατηθεί ο πληθωρισμός στα χαμηλά όρια που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (να μην είναι μεγαλύτερος από 1,5 μονάδες από τον πληθωρισμό των 3 χωρών της ΕΕ με τις καλύτερες επιδόσεις), προκειμένου να εξασφαλιστεί η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.

Εμμέσως πλην σαφώς, η διοίκηση της Τράπεζας Ελλάδας καταλογίζει ευθύνες στους βιομήχανουςότι αναζωπύρωσαν τον πληθωρισμό ή απέτρεψαν τη μείωσή του στα επιδιωκόμενα όρια, είτε παραβιάζοντας τις "συμφωνίες κυρίων" που είχαν κάνει με το υπουργείο Ανάπτυξης είτε αξιοποιώντας κερδοσκοπικά την υποτίμηση της δραχμής είτε και τα δύο μαζί.

Ενδεικτικά, είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από την έκθεση:

  • "... μέχρι το Δεκέμβρη του 1998, τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, εκτός των εισαγωγικών επιχειρήσεων χονδρικού εμπορίου, αυξήθηκαν κατά μέσον όρο στην περίοδο μετά την υποτίμηση (Απρίλιος - Δεκέμβριος), εξασθενίζοντας τη διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού".
  • "... Οι ανωτέρω έμμεσες εκτιμήσεις για τα περιθώρια κέρδους, επιβεβαιώνονται και από τα ετήσια αποτελέσματα χρήσεως των επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οπως προκύπτει από τα όσα έχουν δημοσιευτεί μέχρι πρόσφατα, στις περισσότερες περιπτώσεις τα κέρδη αυξήθηκαν αισθητά περισσότερο από τις πωλήσεις το 1998".
  • "... το συμπέρασμα ότι η αύξηση τιμών με ρυθμό υψηλότερο από ό,τι αναμενόταν (με βάση την αύξηση του δραχμικού κόστους των εισαγόμενων εισροών) αντανακλά διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους, ενισχύεται από την εξέλιξη των άλλων παραγόντων του κόστους: πρώτον, ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας επιβραδύνθηκε σημαντικά και ήταν χαμηλότερος από το ρυθμό ανόδου των τιμών και, δεύτερον, το κόστος χρηματοδότησης μειώθηκε. Πράγματι, τα μέσα ετήσια επιτόκια των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων τραπεζικών χορηγήσεων υποχώρησαν, γεγονός που ισοδυναμεί με μικρή μείωση του ετήσιου κόστους χρηματοδότησης (κατά 1 - 2%). Επίσης, ενώ το 1998 οι τιμές των εγχώριων βιομηχανικών προϊόντων για εσωτερική κατανάλωση και οι τιμές των εξαγόμενων προϊόντων αυξήθηκαν κατά μέσο ετήσιο όρο 2,8% και 3%, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση εκτιμάται ότι αυξήθηκε μόνο κατά 1,4% (...) και η παραγωγικότητα συνέχισε να αυξάνεται με υψηλό ρυθμό".

Στην ουσία δηλαδή, η Τράπεζα της Ελλάδας σκιαγραφεί με το δικό της τρόπο την κερδοσκοπική ασυδοσία των μεγαλοεπιχειρηματιών (εμποροβιομήχανοι κλπ. που έχουν το "πάνω χέρι" στη διαμόρφωση των τιμών), οι οποίοι δεν αρκέστηκαν στα φτηνά μεροκάματα και στα φτηνά δάνεια που τους εξασφάλισε η κυβέρνηση με την εισοδηματική και νομισματοπιστωτική πολιτική της, αλλά - επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση των κερδών τους - φούσκωσαν όσο μπορούσαν και τις τιμές. Επισημαίνοντας την υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδας σημειώνει ακόμη ότι με βάση τα μέχρι τώρα αποτελέσματα χρήσης των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιριών, προκύπτει ότι "τα κέρδη αυξήθηκαν ταχύτερα από τον πληθωρισμό αλλά και από την αξία πωλήσεων (κύκλος εργασιών) των επιχειρήσεων, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους". Σε άλλο σημείο, επικαλείται στοιχεία από το δειγματοληπτικό έλεγχο 6.000 βιομηχανικών επιχειρήσεων, από τα οποία προκύπτει για την περίοδο 1993 - 1997 "αύξηση των κερδών προ φόρων κατά 251,4% καθώς και σταθερή βελτίωση του περιθωρίου καθαρού κέρδους από 2,96% το 1993 σε 5,22% το 1997".

Στο... "γύψο" μισθοί και συντάξεις

Σε αντίθεση με την αύξησητου πλούτου της χώρας (όπως προκύπτει από την αύξηση του ΑΕΠ που το 1998 υπολογίζεται σε 3,7%), η πραγματική αξία της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων - όπως την καταγράφουν τα στοιχεία της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδας - ήταν ισχνή που σημαίνει ότι από την αύξηση του ΑΕΠ οι μισθωτοί και συνταξιούχοι πήραν - αν πήραν - κάποια"ψίχουλα". Οπως ομολογεί και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας στην έκθεσή του:

  • "ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ο οποίος προσδιορίζεται από την πολιτική των μισθών που ακολουθείται (...) και από την εξέλιξη της παραγωγικότητας εκτιμάται ότι το 1998 επιβραδύνθηκε κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες περίπου στο σύνολο της οικονομίας και στη μεταποίηση".
  • "Αισθητά μικρότερη από ό,τι το 1997, ήταν και η αύξηση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών στο σύνολο της οικονομίας, γεγονός που οφείλεται στη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της μέσης μισθολογικής δαπάνης στο δημόσιο, καθώς και στην αξιόλογη επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των μέσων ακαθάριστων αποδοχών στις ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις και στις τράπεζες".

Το δυσάρεστο ή το ευτράπελο της ιστορίας, είναι το εξής: Ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας - όπως και πολλοί άλλοι αστοί οικονομολόγοι και παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου - ενώ βλέπουν καθαρά ή έστω διακρίνουν "αχνά" πως η συγκεκριμένη πολιτική αναπαράγει τα μεγάλα αδιέξοδα για το λαό και την ελληνική οικονομία, είτε σιωπούν και ανέχονται αυτή την πολιτική είτε υπεραμύνονται δημόσια με "φτηνά επιχειρήματα" υπέρ της συνέχισης της ίδιας πολιτικής, συχνά, εμπλουτισμένης με νέα μέτρα λιτότητας! Και βέβαια, αυτοί - προβάλλοντας τις συγκεκριμένες θέσεις και απόψεις που υπηρετούν τη συγκεκριμένη πολιτική - τη δουλιά τους κάνουν.

Το ζητούμενο είναι τι κάνουν οι εργαζόμενοι και όσοι θίγονται από τη μονόπλευρη πολιτική λιτότητας, για την ανατροπή της συγκεκριμένης πολιτικής, ανεξαρτήτως αν οι κυβερνώντες κυκλοφορούν με το μανδύα των "εκσυγχρονιστών" ή άλλα κοστούμια της "μόδας"... Και είναι σίγουρο, πως τα θύματα των πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας που είναι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι βιοτέχνες, έμποροι και ελεύθεροι επαγγελματίες - δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού - μπορούν σε πολύ μικρό διάστημα να βάλουν φρένο και να ανατρέψουν αυτή την πολιτική. Μοναδική προϋπόθεση για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο πάλης, που αποτελεί το μοναδικό και πιο ισχυρό όπλο απέναντι στην κυβέρνηση που εφαρμόζει αυτή την πολιτική με τη στήριξη μιας ισχνής μειοψηφίας που την απαρτίζουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες από τα παλιά και νέα "τζάκια" με τις οικογένειές τους και τους ακριβοπληρωμένους "μάνατζερ".

Μια καλή ευκαιρία, για να στείλουν οι εργαζόμενοι - και όλοι εκείνοι που πληρώνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα σπασμένα της πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας - μήνυμα αντίστασης στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, είναι οι ευρωεκλογές της 13ης Ιούνη 1999. Κάθε ψήφος στο ευρωψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, είναι σίγουρα ψήφος αντίθεσης και αντίστασης στην οικονομική πολιτική που παράγει φτώχεια για το λαό και κέρδη για το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ αντίθετα κάθε ψήφος στο ευρωψηφοδέλτιο των πολιτικών κομμάτων που θεωρούν "μονόδρομο" την ΟΝΕ (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ, ΠΟΛ. ΑΝ.) είναι ψήφος που θα δώσει το "δικαίωμα" στην κυβέρνηση Σημίτη, να συνεχίσει την ίδια σκληρή αντιλαϊκή πολιτική, προβάλλοντας μάλιστα το επιχείρημα ότι έχει και την έγκριση του λαού!

Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ