ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 27 Μάη 2005
Σελ. /48
Κινηματογράφος και πραγματικότητα

Αδιάφορη κινηματογραφικά, με μια εξαιρετική ιρανική εξαίρεση(«Και οι χελώνες μπορούν να πετάξουν»), η εβδομάδα που διανύουμε. Την αμερικανική μεγαλοαστική σούπα («Κακιά πεθερά») ανταγωνίζεται η γαλλική μικροαστική σούπα («Και έζησαν αυτοί καλά»). Το «καρέ» συμπληρώνει το σουηδικό αστικό μελό, παραγωγής 1936, παρακαλώ («Ιντερμέτζο»).

Οι φίλοι του καλού κινηματογράφου, ωστόσο, με λίγη προσπάθεια, μπορούν να ικανοποιήσουν τα πάθος τους, για καλές ταινίες. Τα θερινά, που σχεδόν έχουν όλα ανοίξει, παίζουν αρκετές αξιόλογες επαναλήψεις. Ανατρέξτε στη μνήμη σας (ή σε παλιότερα φύλλα της εφημερίδας μας) για να θυμηθείτε τις ταινίες που δεν είδατε - και έπρεπε να είχατε δει - το χειμώνα. Εμείς, σε κάποια φάση, όπως λένε και τα πιτσιρίκια, θα προσπαθήσουμε να φρεσκάρουμε την κινηματογραφική σας μνήμη. Καλή διασκέδαση! Ομως, μην ξεχνάτε: Η τέχνη, για να είναι τέχνη, πρέπει να μας βοηθάει να κατανοήσουμε την αντικειμενική πραγματικότητα! Αν δεν το κάνει αυτό, γυρίστε της την πλάτη.

ΜΠΑΧΜΑΝ ΓΚΟΜΠΑΝΤΙ
Και οι χελώνες μπορούν να πετάξουν

Το σκηνικό είναι «ιδανικό» για να γυριστεί μια ταινία. Στρατόπεδο προσφύγων στα σύνορα του Ιράκ με την Τουρκία. Μαζί με τους ανθρώπους, δίπλα στις σκηνές, μέσα στις σκηνές, υπάρχει στοιβαγμένο και κατεστραμμένο πολεμικό υλικό. Ανθρωποι και πολεμικό υλικό είναι ...για τη «χωματερή». Δραματικός υποστηρικτής του σκηνικού ο χρόνος. «Ιδανικός» και αυτός, για ένταση και αγωνία. Παραμονές της τελευταίας αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ! Από κοντά, αν όχι κυρίαρχο, το φυσικό τοπίο. Και αυτό είναι ιδανικό, αφού από μόνο του και χωρίς ιμπεριαλιστικά, προσθετικά, στοιχεία, σου «μιλάει». Πότε με την ήρεμη φυσική του καλλονή και πότε με τη φυσική του αγριάδα...

Ανθρωποι, χρόνος, τοπίο, χαλάσματα! Στο «ιδανικό» αυτό κινηματογραφικό περιβάλλον προσθέστε τώρα τα μοναδικά πρόσωπα των χωρικών και, κυρίως, των παιδιών. Πρόσωπα και κορμιά, που πάνω τους έχει «γράψει» όλη η περιπέτεια της περιοχής. Πόδια και χέρια κομμένα. Σαν να βλέπεις μια τραγική και αποκρουστική όπερα. Κουλά παιδάκια να προσπαθούν με το στόμα να απενεργοποιούν τις νάρκες που έχουν σκορπίσει οι Αμερικανοί. Ανάπηρα παιδάκια να ετοιμάζουν τα πολυβολεία, για να αποκρούσουν τη νέα ιμπεριαλιστική εισβολή.

Αυτή δεν είναι ταινία. Αυτή είναι ένας τεράστιος τοίχος, που πάνω του γράφεται, ζωγραφίζεται καλύτερα, η ιστορία της περιοχής, με τα μελανότερα χρώματα του πολιτισμού του σύγχρονου κόσμου. Κάθε πινελιά και πόνος. Κάθε πινελιά και κραυγή. Και μέσα στις κραυγές και τον πόνο, να και ο έρωτας! Απόδειξη πως ο άνθρωπος δε θα παραδοθεί. Δε θα μεταβληθεί σε κτήνος.

Στο μικρό, λοιπόν, αυτό χωριό - στρατόπεδο προσφύγων, του ιρακινού Κουρδιστάν, οι κάτοικοι ζουν με την αγωνία του πολέμου. Δεν είναι ευχαριστημένοι με το καθεστώς του Σαντάμ. Αγωνιούν, όμως, και για την αμερικανική εισβολή, παρότι στο βάθος της ψυχής τους ελπίζουν κάποια λύση, για το δικό τους (κουρδικό) ζήτημα. Ελπίδες, που διαψεύδονται γρήγορα...

Θέλοντας να έχουν από πρώτο χέρι πληροφορίες, αφού οι ιρακινές ειδήσεις δίνονται με το σταγονόμετρο ή καθόλου, βάζουν ρεφενέ από το ανύπαρκτο υστέρημά τους και αγοράζουν ένα «πιάτο», που τους συνδέει με τη «δορυφορική» είδηση. Μια είδηση το ίδιο χαλκευμένη. Και πλασαρισμένη ανάμεσα σε ταινίες πορνό και διαφημίσεις. «Δημιουργός» της δορυφορικής «σύνδεσης» ένας πανέξυπνος και ατσίδας (με όλες τις έννοιες της λέξης) 13χρονος μπόμπιρας! Ο οποίος είναι το παιδί για όλες τις δουλιές: «τεχνικός», «μεταφραστής» από τα ξένα κανάλια, «εργοδότης» και «εκμεταλλευτής» των άλλων παιδιών, που τα στέλνει να απενεργοποιήσουν τις νάρκες, τις οποίες στη συνέχεια τις πουλάει. Αλλά και τρυφερός. Και αλτρουιστής. Και, με τον τρόπο του, ερωτευμένος!

Οι Κούρδοι, γηγενείς κάτοικοι και πρόσφυγες του καταυλισμού, και, αλίμονο, και τα παιδιά, ζούνε υπό τον πόλεμο, από τον πόλεμο και για τον πόλεμο. Μόνη τους ενασχόληση ο πόλεμος! Αλλοι για να υπερασπίσουν ό,τι, γι' αυτούς, έχει αξία και άλλοι για να κερδοσκοπήσουν. Και ανάμεσα στις εκρήξεις και τους βομβαρδισμούς, ανάμεσα στα χτυπήματα κάτω από τη μέση, για την επιβίωση, βρίσκουν χρόνο για να ελευθερώσουν τα πηγαία χαρίσματα του ανθρώπου. Την αλληλεγγύη, τη φιλία, τον έρωτα...

Η ταινία δεν είναι απόλυτα «καθαρή» και «σαφής» πολιτικά. Ο σκηνοθέτης της δεν μπορεί να «κρύψει» την κουρδική καταγωγή του. Και είναι κάποιες στιγμές, που, παρ' όλη τη φιλότιμη προσπάθεια, που καταβάλλει, για να εμφανίζεται «ουδέτερος», υποκύπτει στο συναισθηματισμό του. Εξομοιώνει, έστω και διακριτικά, τους εχθρούς (Σαντάμ - Αμερικανούς). Ωστόσο, ο θεατής, χωρίς να παραβλέψει αυτή τη «λεπτομέρεια», θα πρέπει να ξεπεράσει αυτή την «αδυναμία» και να «ευχαριστηθεί» όλο το υπόλοιπο της ταινίας.

Γιατί εκεί, τελικά, είναι το ζουμί. Στις μοναδικές ποιητικές εικόνες της, που αποκαλύπτουν με ανάγλυφο τρόπο την απάνθρωπη ιμπεριαλιστική συμπεριφορά. Που αποκαλύπτουν, και εκθέτουν, τον πολιτισμό της σημερινής ανθρωπότητας. Της ανθρωπότητας, που, παρότι έχει παρουσιάσει ανεπανάληπτα έργα, εξακολουθεί να περπατάει με τα τέσσερα. Να αποδέχεται την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Μια πράξη, έτσι και αλλιώς ανεπίτρεπτη, η οποία, μάλιστα, επιβάλλεται και με τον πόλεμο. Την πιο μισερή πράξη απ' όλες τις μισερές πράξεις του ανθρώπου. Και μόνον να βλέπεις αυτά τα σακατεμένα παιδιά να μεγαλώνουν μέσα στις οβίδες και στους βομβαρδισμούς, φτάνει, για να σιχαθείς τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.

Ο θεατής πρέπει να οπλιστεί με θάρρος, για να δει την ταινία!

Παίζουν: Αβάζ Λατίφ, Σοράν Εμπραχίμ, Σαντάμ Χουσεΐν Φεϊζάλ, Χιρς Φέισαλ Ραχμάν κ.ά.

ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΚΕΤΙΚ
Κακιά πεθερά

Ομως, ο ιμπεριαλισμός, δεν έχει μόνον το άγριο πολεμικό του πρόσωπο. Αυτό που δείχνει στο Ιράκ και αλλού... Εχει και το ήρεμο «ειρηνικό» του, αυτό που δείχνει στο εσωτερικό της Αμερικής. Είναι δύσκολο, με την πρώτη, να διαλέξεις, ποιο από τα δυο, είναι το πιο επικίνδυνο. Και τα δυο, πάντως, σας βεβαιώνω, βλάπτουν το ίδιο τον άνθρωπο! Και τα δυο έχουν τον ίδιο στόχο. Την υποδούλωση και την εκμετάλλευση του ανθρώπου...

Η Κακιά Πεθερά, μοιάζει τόσο αθώα! Δεν είναι τίποτα περισσότερο, θα πει κάποιος... ανόητος, από μια απλή κωμωδία! Μια αυταρχική μάνα, δεν μπορεί να δεχτεί, πως ο γιος της μεγάλωσε, και στο εξής, θα τον μοιράζεται με μια άλλη γυναίκα. Τη γυναίκα του. Αυτή η «αθώα» οικογενειακή περιπέτεια, ωστόσο, σερβιρισμένη με «απλοϊκά» γαργαλιστικά οικογενειακά αστειάκια, γίνεται ένα δυνατό κοινωνικό και πολιτικό αναισθητικό. Καθώς λειτουργεί αποχαυνωτικά, στο ήδη αποχαυνωμένο, αμερικάνικο -και όχι μόνο - κοινό. Ενα κοινό, που βομβαρδίζεται με τόνους ανοησίας. Μιας ανοησίας, που την προσφέρουν, δυστυχώς, γνωστά και λαμπερά ονόματα. Οπως αυτό της Τζέιν Φόντα, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Της Τζέιν Φόντα, που τη βλέπεις να αγωνίζεται να δώσει υπόσταση, σε ένα ανύπαρκτο ρόλο και, συγνώμη για τη λέξη, τη λυπάσαι. Λυπάσαι την ίδια αλλά και την κινηματογραφική ιστορία της! Ομως, τα είπαμε. Ο καπιταλισμός «σκοτώνει τα άλογα (του) όταν γεράσουν».

Πάνω, λοιπόν, σε αυτόν τον γνωστό, χαζό, αστικό καμβά, της κακιάς πεθεράς και της καλής νύφης, ο κ. Ρόμπερτ Λούκετικ, έστησε μια κουραστική και αδιάφορη, ακόμα και για τα μέτρια μυαλά, ταινία. Η πλούσια, Κακιά Πεθερά, αγωνίζεται με νύχια και με δόντια, για να κρατήσει κάτω από την επιρροή της, το γιο της. Νικήτρια, τελικά, θα βγει, η λαϊκής προέλευσης ανεπάγγελτη νεαρή νύφη της. Στο τέλος, βέβαια, θα θριαμβεύσει το τρίτο κομμάτι του γνωστού αμερικάνικου τρίπτυχου: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Το αμερικάνικο όνειρο, για μια ακόμα φορά (σε μια ακόμα ταινία) θα «επιβεβαιωθεί».

Ξέχασα να σας αναφέρω, πως στην ταινία εμφανίζονται, εκτός από την κακιά πεθερά, και άλλες γνωστές καρικατούρες. Ενας «χαριτωμένος» ομοφυλόφιλος, μια μαύρη, κάτι σαν υπηρέτρια, ένας κολλητός φίλος και μια αντίζηλος!

Παίζουν: Τζέιν Φόντα, Τζένιφερ Λοπέζ, Μάικλ Βάρταν, Γουάντα Σάικς.

ΙΒΑΝ ΑΤΑΛ
Και έζησαν αυτοί καλά...

Σιγά μην έζησαν! Μην πιστεύετε στον τίτλο! Δυο γαλλικά ζευγάρια και ένας εργένης φίλος τους, άλλο δεν κάνουν, από το να μιλούν για σεξ ή να κάνουν έρωτα. Και τα κάνουν και τα δυο με χυδαίο τρόπο. Χωρίς καμία ομορφιά, καμία ποίηση. Τέτοια στενότητα μυαλού, ούτε στην Αμερική! Λες και ο άνθρωπος δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα. Η ζωή τους όλη εξαρτάται από το εσωτερικό του παντελονιού τους και της φούστας τους. Ο γάτος μου, πιστέψτε με, έχει και άλλα ενδιαφέροντα! Βγαίνει στο μπαλκόνι, βλέπει την κίνηση, παρατηρεί τους ανθρώπους... Αυτά τα πέντε άτομα, λοιπόν, έχουν λιγότερο μυαλό και λιγότερα ενδιαφέροντα και από το γάτο μου! Καρφί δεν τους καίγεται, που ο κόσμος καίγεται. Και αφού δε νοιάζονται, για τον κόσμο, πώς θα νοιαστούν, για τον εαυτό τους, που είναι μέρος του κόσμου;

Ομως, πώς να στήσεις σοβαρή ιστορία πάνω σε σαθρούς ήρωες; Δε στήνεις. Ετσι πάει χαμένη η όποια προσπάθεια μελέτης ή έστω καταγραφής του μικροαστικού τρόπου ζωής, που θα μπορούσε να είναι η ταινία. Του μικροαστικού τρόπου ζωής, που κάνει τα άτομα να επιθυμούν, χωρίς, όμως, και να τολμούν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Του μικροαστικού τρόπου ζωής, που τα άτομα καταναλώνονται, καταναλώνοντας. Του μικροαστικού τρόπου ζωής, που χώνει τον άνθρωπο, βαθιά έως το λαιμό, σε απέραντη θλίψη. Του μικροαστικού τρόπου ζωής, που μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο!

Ο, ισραηλινής καταγωγής, Γάλλος σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, αγνοώντας συνειδητά τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την ευρωπαϊκή κουλτούρα, την πραγματική, όχι αυτή της ΕΕ, μένοντας μακριά από κάθε διάθεση, για βαθύτερες σκέψεις, για σοβαρή κοινωνική μελέτη, έφτιαξε μια αβαθή... αμερικάνικη ταινία. Και την έφτιαξε, δυστυχώς, και με αργό «ευρωπαϊκό» ρυθμό. Με αποτέλεσμα να κουράζει εξαντλητικά! Να παρακαλάς πότε να τελειώσει.

Στην ταινία οι ήρωες πασχίζουν να αποδείξουν τη χρησιμότητα της οικογένειας. Εστω και αν η οικογένεια στηρίζεται σε συμβατικότητες. Ούτε σκέψη, για μια «άλλη» οικογένεια, μια οικογένεια, που θα στηρίζεται στην εκτίμηση, ας πούμε. Και φυσικά δεν μπήκε, το ιστορικά αναγκαίο ερώτημα, αν (μήπως), η οικογένεια έφαγε τα (ιστορικά) ψωμιά της. Τι είναι ο κινηματογράφος; Σχολείο να μαθαίνεις; Οχι! Καφενείο είναι για διασκέδαση!

Παίζουν: Ιβάν Ατάλ, Σαρλότ Γκέινσμπουργκ, Αλέν Σαμπάτ, Αλέν Κοέν, Εμανουέλ Σενιέ.

ΓΚΟΥΣΤΑΦ ΜΟΛΑΝΤΕΡ
Ιντερμέτζο

Η ταινία γυρίστηκε στη Σουηδία το 1936, από τον Φιλανδό σκηνοθέτη Γκουστάφ Μολαντέρ. Ηταν η τρίτη ταινία στην καριέρα της Ινγκριντ Μπέργκμαν. Τρία χρόνια αργότερα, η ταινία ξαναγυρίστηκε στην Αμερική, από τον ρωσικής καταγωγής, Αμερικάνο πια, σκηνοθέτη και παραγωγό, Γκρέγκορι Ροτόφ. Πρωταγωνίστρια και σε αυτή την ταινία η Ινγκριντ Μπέργκμαν! Και ήταν η πρώτη της αγγλόφωνη ταινία. Και μαζί, η ταινία, που της άνοιξε το δρόμο, στη μεγάλη διεθνή της καριέρα.

Το σουηδικό Ιντερμέτζο είναι ένα καλογυρισμένο αστικό μελό. Ενας παγκόσμιου φήμης βιολονίστας, παντρεμένος και με δυο παιδιά, ερωτεύεται την ταλαντούχα δασκάλα πιάνου της κόρης του. Ο έρωτάς τους δεν ήταν παρά ένα «διάλειμμα» (ιντερμέτζο), κυρίως, για εκείνον και λιγότερο, για εκείνη. Τα «διαλείμματα», ως γνωστόν, δεν κρατάνε αιώνια. Το ερωτευμένο ζευγάρι χωρίζει. Εκείνος γυρίζει στο σπίτι του, στη γυναίκα και τα παιδιά του, και εκείνη στην καριέρα της που, προς στιγμήν, την είχε, για χάρη του, εγκαταλείψει!

Και στους δυο, αυτός ο έρωτας, άφησε μια όμορφη γεύση. Και μια υπέροχη θλίψη. Στοιχεία που, σίγουρα, θα βοηθήσουν, στη συνέχεια, την καλλιτεχνική τους έκφραση. Στην ταινία, πάντως, αποδείχτηκαν, και οι δυο (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) μικρότεροι από τις περιστάσεις!

Κοίτα που το πήρα στα σοβαρά! Δεν ξέρω τι εντύπωση έκανε τότε (το 1936), σήμερα μόνον για ιστορικούς λόγους, αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί της. Θυμίζουμε πως ο κινηματογράφος, το 1936, μόλις είχε αρχίσει να «ομιλεί». Θυμίζουμε, επίσης, πως την ίδια περίοδο (1936) ο Χίτλερ, στη γειτονική Γερμανία, είχε ήδη δείξει τα σουβλερά δόντια του. Μελό ο κινηματογράφος, βιαιότητες οι ναζί. Τέχνη και πραγματικότητα, σε διάσταση!

Παίζουν: Ινγκριντ Μπέργκμαν, Γκόστα Εκμαν, Ινγκα Τίνμπλαντ.

Ο ιρανικός κινηματογράφος και οι Κούρδοι

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την ιρανική ταινία, «Και Οι Χελώνες Μπορούν Να Πετάξουν», παραθέτουμε μερικά ιστορικά στοιχεία, τόσο για τους Κούρδους, όσο και για τον ιρανικό κινηματογράφο.

Ας αρχίσουμε με τους ανθρώπους: «Οι Κούρδοι», γράφει η εγκυκλοπαίδεια, «είναι ινδοευρωπαϊκή φυλή ανάμεικτη με αραβικά και τουρκικά στοιχεία. Οι κάτοικοι είναι γεωργοί και βοσκοί. Είναι μουσουλμανικού, κυρίως, θρησκεύματος». Ως, γνωστόν, οι Κούρδοι είναι πολύ παλιός λαός και ζει στις ορεινές περιοχές ανάμεσα στον Καύκασο, τη Μεσοποταμία, το Ιράν και την Ανατολία. Με τις εξεγέρσεις των χρόνων 1832-1847 εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Κούρδοι απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.

Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) προέβλεπε τη δημιουργία εθνικού κουρδικού κράτους. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα τρία χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), το Κουρδιστάν διαμελίζεται. Η Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ παίρνουν από ένα κομμάτι. Αμέσως άρχισε ανταρτοπόλεμος. Τα τρία κράτη, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, χωρίς πολλές περιστροφές, κατέπνιξαν βίαια (1978, 1988, 1991) κάθε προσπάθεια των εξεγερμένων για αυτονομία.

Σήμερα τα πράγματα φαίνονται «παγωμένα». Το μεγάλο αφεντικό, οι Αμερικανοί βρίσκονται οι ίδιοι στην περιοχή και επιβλέπουν. Στα σπλάχνα, όμως, του Κουρδιστάν, αν ακούσουμε τις ανάσες του κουρδικού λαού, μέσα από την τέχνη του, φαίνεται πως δεν έπαψε ποτέ να βράζει η επιθυμία για αυτονομία. Με όποιες συνέπειες επιφέρει αυτή η επιθυμία. Δεν είναι λίγες οι φορές που διάφορες πολιτικές ομάδες και σχήματα, είτε από λάθος εκτιμήσεις, είτε γιατί έχουν εξαγοραστεί από τους Αμερικανούς, παίζουν αρνητικό και προβοκατόρικο ρόλο.

Πάντως, οι Κούρδοι είναι ένα ακόμα σκαλί χαμηλότερα από τους άλλους λαούς των χωρών στις οποίες διαβιούν. Και αυτό, με κάθε ευκαιρία, το τονίζουν οι Κούρδοι καλλιτέχνες στα έργα τους. Αυτό κάνει, με πολύ καλό και έντεχνο τρόπο, και όσο του επιτρέπει η ιρανική λογοκρισία, και ο Μπαχμάν Γκομπαντί.

Ο Μπαχμάν Γκομπαντί γεννήθηκε το 1969, στο Μπανέ, στο Ιρανικό Κουρδιστάν. Πριν κατέβει να σπουδάσει κινηματογράφο στην Τεχεράνη, δούλευε για το ραδιόφωνο και έφτιαχνε μικρού μήκους ταινίες. Κινηματογράφο, όμως, έμαθε, δουλεύοντας σαν βοηθός του Κιαροστάμι.

Και αυτός, όπως ο δάσκαλός του, γυρίζει ταινίες με παιδιά (όχι, κατ' ανάγκη, ταινίες για παιδιά). Αυτή η «τάση», του νέου ιρανικού κινηματογράφου, να έχει για ήρωες παιδιά, οφείλεται και στο γεγονός ότι το 70-80% του ιρανικού λαού είναι ηλικίας κάτω των 35 χρόνων! Αλλά και στο γεγονός ότι η κυβέρνηση αυτόν τον πληθυσμό θέλει να βάλει κάτω από τον έλεγχό της!

Ο ιρανικός κινηματογράφος, τα τελευταία χρόνια, έχει καταφέρει να βγει με αρκετή επιτυχία έξω από τη χώρα του. Λαβαίνει μέρος σε γνωστά φεστιβάλ, κερδίζει σημαντικά βραβεία και παίζεται στις αίθουσες πολλών χωρών του κόσμου.

Οι πολιτικές «αλλαγές», που έγιναν στη χώρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και η «φιλελευθεροποίηση», που τις ακολούθησε, έδωσε κάποιο χώρο και στον κινηματογράφο να ανασάνει. Αυτή η μικρή ανάσα ελευθερίας έφερε τα παραπάνω αποτελέσματα.

Ο ιρανικός κινηματογράφος, διατηρώντας τα εθνικά του χαρακτηριστικά, χρόνο με το χρόνο, ταινία με την ταινία, καταφέρνει να αποκτάει και διεθνή γλώσσα. Χρόνο με το χρόνο, ταινία με την ταινία, γράφει τη δική του ιστορία...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ