ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 30 Απρίλη 2009
Σελ. /40

Μέρα Μαγιού!

Οι απεργιακοί αγώνες που ξεσπούν την Πρωτομαγιά του '36 στη Θεσσαλονίκη κλιμακώνονται. Τις επόμενες μέρες διοργανώνονται παλλαϊκά συλλαλητήρια. Στις 9 του Μάη τα πυροβόλα της Χωροφυλακής χτυπούν τους απεργούς. Πρώτος νεκρός πέφτει ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, βλέποντας το νεκρό γιο της ξεσπά σε θρήνο πάνω από τη σορό του.

Την επόμενη μέρα, στις 10 Μάη, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει τη φωτογραφία δημοσιευμένη στο «Ρ» και συγκλονίζεται. Παρά τη διαρκή αιμόπτυση, λόγω της φυματίωσης, ο ποιητής γράφει δεκατέσσερα ποιήματα για το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Τρία από αυτά στέλνει στο «Ρ» τα οποία και δημοσιεύονται στις 12 Μάη με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

Τις επόμενες μέρες ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Στις 8 Ιούνη του '36, από τις εκδόσεις του «Ρ» κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα ο «Επιτάφιος - (Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)».

Μέσα σε λίγα 24ωρα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Ο «Ρ» ετοιμάζει και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν προλαβαίνει. Τα όργανα του Μεταξά κατάσχουν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα και μαζί με όσα από τα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός...


Γράφει:
ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

100 χρόνια Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ (3)

«(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μυρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

*

Ι

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,

πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

*

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω

και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

(...)

*

Πουλί μου, εσύ που μου 'φερνες νεράκι στην παλάμη

πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

*

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ' άσπρα μαλλιά μου λύνω

και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

(...)

*

VI

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

*

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις

άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

(...)

*

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια

τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

*

Και μου 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θα 'ναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.

*

XVII

Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,

κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

*

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει

κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

*

Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,

μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

*

Ομοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε

και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

(...)

*

Και να που ανασηκώθηκα το πόδι στέκει ακόμα,

φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.

*

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,

κι εγώ τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

*

XX

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

*

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι, -

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.

*

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, -

το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

(...)

*

Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.

*

Κι ως το 'θελες (ως το 'λεγες τα βράδια με το λύχνο)

ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.

*

Κι αντίς τ' άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω

και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρίζω.

*

Γιε μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,

σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, πουλί μου».

(«Επιτάφιος», αποσπάσματα)


Η ΕΛΕΝΗ

(...) Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,

θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που

κιόλας

ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι

άνθρωποι, αθώοι,

να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να

χτυπούν το κεφάλι

στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει

ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μέσ' από μια χαραμάδα

λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ' το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο

- ποιος ξέρει -

ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να

αρχίζει

η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του άνθρωπου (...).

*

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ Π.Α. ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑ

(...)

Με τ' αυτί κολλημένο στον τοίχο αφουγκράζονται.

Το σώμα κολλημένο πάνω στον ίσκιο του. Τάχα κι οι σκοτωμένοι ν' αφουγκράζονται

με τ' αυτί κολλημένο στο χώμα: Μακρινό ποδοβολητό.

*

Το χτύπημα του πολύγραφου. Ησυχία. Ο γλόμπος

είναι ένα κίτρινο συσπασμένο χέρι πάνω απ' το σκοτάδι.

Ποια σημαία υψώνεται στο δημαρχιακό μέγαρο; Με ποιο σημάδι; Με τι χρώμα;

*

Τα καζάνια του λαϊκού συσσιτίου χτυπάν όλη νύχτα σαν ταμπούρλα.

Νύχτα αποφασισμένη. Συνοικίες γκαστρωμένες

με την κοιλιά τους βαριά από πείνα από καημό κι από άγιο μίσος. Πάνου στο πεζούλι

ο λαϊκός ρήτορας: "Σύντροφοι". Τίποτ' άλλο. Ενα σπίρτο. Το φυτίλι.

Κι οι μεγάλες δρασκελιές μιας σημαίας πάνου απ' τον ύπνο.

Κι η μεγάλη αψίδα της νύχτας όλη βαμμένη με πελώρια σφυροδρέπανα αγρύπνιας

(...)

Ενα παράθυρο ανοίγει. Κι ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει

τον ιδρώτα του.

Καλημέρα - είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβε-

στωμένη κάτοψη.

*

Κι η πινακίδα - ξύλινη τετράγωνη - αυτό όλο κι όλο - είπε,

τίποτ' άλλο -

στη διασταύρωση εκεί: "Από εδώ προς τον ήλιο". Μεθαύριο

που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία

μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτή-

σει:

"Ποιος να 'γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακί-

δα;"

και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει:

"Ο Γιάννης Ρίτσος - ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου

εκατονταετίας".

311 O αυτοκράτορας Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός εκδίδει διάταγμα, με το οποίο η χριστιανική θρησκεία αναγνωρίζεται επίσημα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

1789 Ο Τζορτζ Ουάσιγκτον εκλέγεται πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ.

1870 Γεννιέται ο Ούγγρος συνθέτης Φραντς Λέχαρ, δημιουργός της διαχρονικής οπερέτας «Η εύθυμη χήρα». Πέθανε το 1948.

1911 Στην Ασέα της Αρκαδίας γεννιέται ο ποιητής Νίκος Γκάτσος.

1945 Ο Αδόλφος Χίτλερ αυτοκτονεί. Ηταν 55 χρόνων.

1973 Ο Πρόεδρος Νίξον αναλαμβάνει την ευθύνη για το Ουότεργκεϊτ.

1989 Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή ο Ιταλός σκηνοθέτης Σέρτζο Λεόνε, πατέρας των «σπαγκέτι - γουέστερν».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ