Οταν η κυβέρνηση αποφασίζει διάφορα αντιλαϊκά μέτρα ή συναποφασίζει με την ΕΕ και καταδικάζει τους μικρομεσαίους αγρότες ή κάποια άλλη κατηγορία εργαζομένων σε ακόμη χειρότερες μέρες - ενώ, την ίδια στιγμή, οι «έχοντες και κατέχοντες» τρίβουν τα χέρια τους κι έχουν κουραστεί να μετρούν τα αυξανόμενα συνεχώς κέρδη τους - το κάνει για το καλό τους, για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας, της ανταγωνιστικότητάς της, κλπ., κλπ.
Οταν οι... αχάριστοι αγρότες και εργαζόμενοι δεν πείθονται από τις κυβερνητικές αερολογίες και ξεσηκώνονται, για να υπερασπίσουν το δικαίωμά τους στη ζωή, τότε είναι κομματικά υποκινούμενοι. Τότε, οι αγώνες τους κρύβουν αλλότριες κομματικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις.
Το παραμύθι είναι παλιό και χιλιοειπωμένο. Θα το ακούσουμε και πάλι, τις μέρες αυτές, σε όλους τους τόνους. Ισως, σε κάποια στιγμή, μπορεί να προστεθούν και ορισμένες... νέες πινελιές. Οι σκοπιμότητες μπορεί να χαρακτηριστούν και ύποπτες ή κάπως έτσι. Και κάποιοι μπορεί να απειλήσουν ότι ορισμένες μορφές αγώνων εμπίπτουν στους νέους «ευρω-τρομονόμους». Ετσι, για να μη μείνει και η παραμικρή αμφιβολία ότι όλα τα κάνουν, πρώτα και κύρια, για ένα και μόνο στόχο: Τη διατήρηση του σημερινού, βαθιά αντιλαϊκού και εκμεταλλευτικού κοινωνικού συστήματος.
Μπορεί να έχουν περάσει δέκα και πλέον χρόνια από την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, μαζί και της Ρουμανίας. Μπορεί να έχουν αλλάξει ριζικά και, μάλιστα, προς το χειρότερο, οι συνθήκες ζωής και δουλιάς των λαών αυτών των χωρών. Οπως σημειώθηκε, όμως, από το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, με αφορμή τη σύλληψη του Πάσσαρη, το φαινόμενο της ληστείας μετά φόνου ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τη Ρουμανία, αφού για αρκετές δεκαετίες τώρα δεν έχει ξανασυμβεί παρόμοιο γεγονός.
Το σημειώνουμε, αφήνοντας τα συμπεράσματα σε σας...
Ο κ. Καρκαγιάννης, πεπειραμένος και «έγκυρος» δημοσιογράφος, έγραψε, πριν λίγες μέρες στην «Καθημερινή», μιαν «βουκολική ιστοριούλα», την οποία και αναμετάδωσε ο κ. Θεοδωράκης της ΝΕΤ, συζητώντας με τον υπουργό Γεωργίας, Γ. Δρυ. Είχε βρεθεί - γράφει ο κ. Καρκαγιάννης - κάπου στην ύπαιθρο και, σ' ένα χωράφι, είδε «μαραμένες βαμβακιές». Ρώτησε, λοιπόν, τον αγρότη - ιδιοκτήτη του βαμβακοχώραφου, γιατί άφησε απεριποίητο το χωράφι του και πήρε - γράφει - την εξής απάντηση: Δε μ' ενδιαφέρει πόσο και τι βαμβάκι θα παράγω, αφού καλλιεργώ μόνο για να πάρω την επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση!
Ο «καλός» μας δημοσιογράφος, συνέγραψε όλο τούτο το «βουκολικό σενάριο», για να εξαγάγει, κατόπιν, το συμπέρασμα ότι οι Ελληνες αγρότες έχουν καλομάθει στις επιδοτήσεις και δε θέλουν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση που διαμορφώνει και, εν πολλοίς, επιβάλλει η «ελεύθερη» αγορά και η «παγκοσμιοποίηση» στην ελληνική, στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια γεωργία.
Ενδιαφέρουσα, μεν, η ιστορία του κ. Καρκαγιάννη, πλην όμως φανταστική και εξωπραγματική. Διότι, όπως θα έπρεπε να γνωρίζει ο πολύπειρος και πολυπράγμων δημοσιογράφος, η επιδότηση στο βαμβάκι δε δίνεται ανά στρέμμα, αλλά κατά κιλό! Επομένως, κάθε βαμβακοπαραγωγός προσπαθεί να περιποιηθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, το χωράφι του, διότι όσο περισσότερο και ποιοτικότερο βαμβάκι παράγει, τόσο μεγαλύτερο εισόδημα θα εξασφαλίσει.
Το «πάθημα» του γνωστού δημοσιογράφου σχολίασε, μιλώντας στην πανελλαδική αγροτική σύσκεψη στον Παλαμά της Καρδίτσας, ο Β. Μπούτας, ο οποίος, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, είπε: «Το έξυπνο πουλί πιάνεται και από τα... τέσσερα πόδια»...
Αρκετά διδακτική ήταν η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, σχετικά με την πρόταση της ΝΔ για σύσταση εξεταστικής επιτροπής. Η πρόταση αφορούσε το ρόλο της ΔΕΚΑ και των αρμοδίων υπουργών, στα «παιγνίδια» του χρηματιστηρίου, το 1999 και, ιδιαίτερα, την προεκλογική περίοδο.
Κυβέρνηση και ΝΔ, λοιπόν, διασταύρωσαν φραστικά τα ξίφη τους, αλλά την ίδια στιγμή έδιναν και οι δυο όρκους πίστης στον «ιερό ρόλο» του χρηματιστηρίου, παραβλέποντας συνειδητά και προκλητικά τον εκ φύσεως κερδοσκοπικό χαρακτήρα του και τη λειτουργία του, ως μοχλού συγκέντρωσης χρημάτων στις τσέπες των ισχυρών. Το μαύρο άσπρο έκαναν οι κυβερνώντες, προκειμένου να αρνηθούν τις εξόφθαλμες ευθύνες τους, για τα όσα σχετικά έλεγαν και έκαναν το 1999. Και μπορεί, οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να καταψήφισαν την πρόταση της ΝΔ, αλλά πολλοί εξ αυτών, στις ιδιωτικές συζητήσεις, προτιμούσαν να σκύβουν το κεφάλι. Εκδηλη ήταν η προσπάθεια της ΝΔ να εκμεταλλευτεί ψηφοθηρικά τις «χρηματιστηριακές περιπέτειες» του 1999 και τις βαριές συνέπειές τους, σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων «χαμένων» και «εγκλωβισμένων». Εξίσου ολοφάνερη, όμως, ήταν και η αδυναμία της να υποστηρίξει ουσιαστικά και πειστικά ότι όλ' αυτά δε θα επαναλαμβάνονται, με τον ένα ή άλλο τρόπο, όσο λειτουργεί ο «ναός του χρηματιστηριακού τζόγου» και οι «νόμοι της αγοράς» κυριαρχούν στην κοινωνία.
Ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους, λοιπόν, οι μέχρι σήμερα «εγκλωβισμένοι» και «χαμένοι».
Με το τρίτο βιβλίο της, «Εδώ αρχίζει τ' όνειρο» (εκδόσεις Καστανιώτη) εγκαταλείπει την τμηματική και αυτοβιογραφική αφήγηση και δοκιμάζεται στην ετερογραφική και μυθιστορηματική. Διατηρεί, όμως, τις προαναφερόμενες αρετές της και τη βιωματική της «γεύση» από τα πρόσωπα του έργου της. Πρόσωπα - κράματα της πραγματικότητας και της φαντασίας. Πορτρέτα υπαρκτών ανθρώπων (που η ίδια γνώρισε ή της περιέγραψαν), αναπλασμένα και με «συστατικά» άλλων ανθρώπινων βίων και χαρακτήρων. Η Ρ. Καρακατσάνη, με δύο παράλληλες αφηγήσεις -δική της και του κεντρικού προσώπου - συνθέτει μια πολυπρόσωπη λαϊκή ανθρωπογραφία από τα εμφυλιακά χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Φόντο της οι οραματικοί αγώνες του λαού μας. Τα μαρτύρια ακατάβλητων αγωνιστών σε κολαστήρια σαν της Μακρονήσου. Πολύμορφος «βιασμός», αμέτρητα «κομμάτια και θρύψαλα» ανδρών, γυναικών, παιδιών. Αλλεπάλληλα συντρίμμια ερώτων και ιδανικών στα εμφυλιακά, «πέτρινα», απριλιανά χρόνια και η αναπτέρωσή τους μετά το '74. Μέσα σ' αυτή την αναπτέρωση και την οργανωμένη πολιτική δράση βρήκε το «δρόμο» του για μερικά χρόνια και το κεντρικό πρόσωπο του έργου. Τέκνο του βιασμού μιας νεαρής Μακρονησιώτισσας από δεσμοφύλακες. Ενα πλάσμα υπαρξιακά «πληγωμένο», με πόθους, αλλά και ατιθάσευτα πάθη. Πάθη, που, συνδυασμένα με τις αστόχαστες απογοητεύσεις και την ιδεολογική σύγχυση που επικράτησε στα τέλη της δεκαετίας του '80, τον έβγαλαν από το κόμμα του, από το «δρόμο» του. Τον οδήγησαν, εντέλει, σ' ένα δραματικό αδιέξοδο ιδεολογικό, αλλά και αυτοκαταστροφικό υπαρξιακό κενό.
Η απρόκλητη, βάρβαρη επίθεση τουλάχιστον 300 αστυνομικών στα γραφεία του ΚΚ Χιλής στα τέλη της βδομάδας, αποτελεί, όπως όλα δείχνουν, μέρος μιας προσπάθειας να δυναμιτιστεί το ήδη πολιτικό κλίμα.
Οι καταστροφές, οι προπηλακισμοί, οι ξυλοδαρμοί, τα δακρυγόνα, οι τραυματισμοί και οι συλλήψεις δεκάδων στελεχών του ΚΚ Χιλής - της ΓΓ του κόμματος, Γκλάντις Μαρίν περιλαμβανομένης - ασφαλώς δεν αποτελούν «επίδειξη υπερβάλλοντος ζήλου» ή «ένδειξη ανταγωνισμών αστυνομικών διευθυντών», όπως ισχυρίστηκε ο Πρόεδρος της Χιλής Ρικάρδο Λάγος και υφιστάμενοί του προσπαθώντας, μάταια, να αποποιηθούν της βαρύτατης ευθύνης που φέρουν, και να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Σηματοδοτούν, αναμφισβήτητα, μια προσπάθεια κατατρομοκράτησης των στελεχών του κόμματος και του χιλιάνικου λαού γενικά: όποιος δεν υποτάσσεται, θα πατάσσεται, μοιάζει να είναι το μήνυμα. Η Γκλάντις Μαρίν έδωσε την πρέπουσα απάντηση: «Σήμερα, κι αύριο, και κάθε μέρα από αυτές που θα έρθουν, θα μαχόμαστε».