Μια ζεστή μέρα, στις 26 Αυγούστου 1974, συνάντησα για πρώτη φορά, με τη φυσική του οντότητα, τον Χαρίλαο Φλωράκη σ' ένα μικρό δωμάτιο/γραφείο στον ημιώροφο, ενός κτιρίου στην οδό Μαυρομιχάλη.
Ενας ευθυτενής άνδρας, με ασημένια μαλλιά, άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο, πλατύ και αληθινό χαμόγελο που έδινε την πρώτη συνέντευξη Τύπου.
Στα λόγια του δεν υπήρχε καμιά αφηρημένη έννοια. Και η πιο θεωρητική έπαιρνε ένα υλικό σχήμα, αποκτούσε μια συμπαγή υπόσταση που νόμιζες ότι μπορούσες να απλώσεις το χέρι σου και να την πιάσεις.
Στην ομιλία του διακρινόταν μια μικρή προφορά, που αφηνόταν ελεύθερη χωρίς καμιά προσποίηση ή προσπάθεια καταπίεσής της, που τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό.
Στο τέλος της συνέντευξης τον πλησίασα και του είπα ότι τον Μάη εκείνης της χρονιάς το αμερικανικό περιοδικό «Τάιμ» είχε ως κύριο θέμα το τέλος των πολιτικών προσωπικοτήτων, ενώ στο εξώφυλλο εικονίζονταν ο Ντεγκόλ, ο Τσόρτσιλ, και ο Ρούσβελτ.
Δεν τον ένοιαξε καθόλου.
Ο Φλωράκης πίστευε στη συνολική προσπάθεια, εξάλλου στο συνολικό βρίσκεται και το άτομο, ο ένας.
Τόσο το καλύτερο, σκέφτηκα. Πρόκειται για ένα άλλο είδος ολοκληρωμένου ανθρώπου στον οποίο εμπεριέχεται το ηρωικό.
Και ακόμα μου είχε ο ίδιος δημιουργήσει την εντύπωση ότι έτσι ένιωθαν όλοι.
Εστω και αν τον συναντούσες ύστερα από μήνες ή χρόνια και άρχιζες να μιλάς μαζί του ήταν σαν να συνέχιζες μια συζήτηση που είχε μείνει ατελείωτη. Δεν υπήρχαν κενά.
Τώρα που δε θα περπατάει στη χώρα των ζώντων, θα υπάρχει φωλιασμένος μέσα μας.