«Και, τέλος, υπάρχει το πρόβλημα των σχέσεων με την Αλβανία, όπου η κατάσταση παρουσιάζεται εξαιρετικά τεταμένη. Από καιρό έχει αρχίσει να αναπτύσσεται στην Αλβανία ένα κλίμα εχθρότητας προς την Ελλάδα. Δε συμμεριζόμαστε την απλοϊκή εξήγηση ότι το σοσιαλιστικό κόμμα για λόγους πολιτικής πελατείας προς το αντίπαλο κόμμα του κ. Μπερίσα υιοθέτησε μεγαλοϊδεατικές απόψεις. Απλώς και τα δύο κόμματα θέλουν να διασφαλίσουν μερίδιο στην πίτα για λογαριασμό των επιχειρηματιών, της σχηματισμένης αλβανικής ολιγαρχίας. Το αρνητικό κλίμα ενίσχυσαν και η παρουσία του ελληνικού στρατεύματος εκεί, το οποίο τελικά και αποχώρησε, αλλά και οι διάφορες επιχειρήσεις κατά των Αλβανών λαθρομεταναστών στην Ελλάδα και γενικά η κακομεταχείρισή τους...».
Και η Αλέκα Παπαρήγα συνέχισε: «Είχαμε επισημάνει από καιρό ότι η συμμόρφωση της χώρας μας με την πολιτική του ΝΑΤΟ και της ΕΕ απέναντι στην ΟΔ της Γιουγκοσλαβίας, με την ενίσχυση του αποσχιστικού κινήματος των αλβανικής καταγωγής κατοίκων του Κοσσυφοπεδίου, θα ενίσχυε τις μεγαλοϊδεατικές απόψεις μέσα στην ίδια την Αλβανία, αλλά και σε όλες τις μειονότητες που ζουν στις άλλες βαλκανικές χώρες. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κοσσυφοπεδίου θα επιδρούσε στους Αλβανούς που κατοικούν στην ΠΓΔΜ, οι οποίοι θα διεκδικούσαν ανάλογη λύση και μια τέτοια εξέλιξη. Θα δημιουργούσε διαλυτικές τάσεις μέσα στην ΠΓΔΜ, όπου ένα μέρος της διεκδικεί η Βουλγαρία και θα προκαλούσε την εμπλοκή της Σερβίας, της Ελλάδας, αλλά και της Τουρκίας. Οι διαλυτικές τάσεις θα ενισχύονταν με την υποδαύλιση ανάλογων απαιτήσεων για το Σαντζάκ, τη Βοϊβοντίνα, αλλά και το Μαυροβούνιο.
Σήμερα, μετά τον εγκληματικό πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια τέτοια εξέλιξη. Κι αυτή πραγματοποιείται με την παρουσία των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια».
Δεν ήταν, βέβαια, τα παραπάνω αποσπάσματα τα μόνα επίκαιρα. Εξίσου επίκαιρα και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ήταν και αυτά που αφορούσαν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Σημείωσε η Αλέκα Παπαρήγα, ανάμεσα σε άλλα:
«Ταυτόχρονα, υπάρχει και ο ανταγωνισμός μεταξύ δυο μελών του ΝΑΤΟ, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Πέρα από τις διαφορές που υπάρχουν και τις μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας, έχει προστεθεί και ο αγώνας δρόμου, στην προσπάθεια να κατακτήσουν μεγαλύτερο ρόλο στη διανομή των αγορών που έχει αρχίσει στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή.
Οι αμφισβητήσεις αυτές υπήρχαν από παλιότερα και πολλές είχαν δημιουργηθεί μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, τώρα μάλιστα με τη νέα δομή που αποκτά το ΝΑΤΟ και τις νέες ρυθμίσεις που έγιναν για τη Νοτιοανατολική πτέρυγά του, παίρνουν πλέον ανοιχτό και απροκάλυπτο χαρακτήρα, παρά τη διπλωματική προσέγγιση που γίνεται το τελευταίο διάστημα κάτω από την παρέμβαση των ΗΠΑ.
Η προσέγγιση αυτή δε βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Εχει, όπως φαίνεται, μέσα της περισσότερο το στοιχείο του καταναγκασμού, γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ούτε ένα βήμα από τουρκικής πλευράς ως ανταπόκριση σε μια σειρά κινήσεις "καλής θέλησης", ουσιαστικά υποχωρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης...».
Και η Αλέκα Παπαρήγα συνέχισε, σημειώνοντας ιδιαίτερα τις κυοφορούμενες αλλαγές στο στρατιωτικό δόγμα της χώρας: «Προκαλεί ακόμα μεγαλύτερα ερωτηματικά και η είδηση για τη νέα διατύπωση που θα έχει το αναθεωρημένο στρατιωτικό δόγμα της χώρας για την επόμενη εικοσαετία, το οποίο για πρώτη φορά δεν αναφέρει ρητά ότι "μοναδική απειλή της χώρας είναι η Τουρκία" και κάνει λόγο για "την αποτροπή κάθε εξωτερικής απειλής κατά της Ελλάδας και της Κύπρου". Η σοβαρότερη αλλαγή δεν είναι η μη αναφορά της Τουρκίας, αλλά η συμπερίληψη της Κύπρου (όπου θεωρεί οριστική πλέον τη διχοτόμηση) και η διατύπωση της αποτροπής κάθε εξωτερικής απειλής, που υποδηλώνει με σαφήνεια το νέο ρόλο που αναλαμβάνουν οι Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας στα πλαίσια του "νέου δόγματος δράσης του ΝΑΤΟ" και της δημιουργίας του στρατού της ΕΕ με τη συμμετοχή τους σε αποστολές τύπου Πέτερσμπεργκ ή "διατήρησης της ειρήνης". Κατ' αυτόν τον τρόπο, η χώρα μας θα είναι εκτεθειμένη σε πολλαπλές "εξωτερικές" απειλές.
Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε έναν τέτοιον επιθετικό ρόλο για τις Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας μας και βεβαίως ούτε για την Ελλάδα».
Τι σχέση έχουμε
εμείς
με την πλευρά
την άλλη;
από εκεί
τ' αφεντικά
κι εδώ η βιοπάλη
κι ανάμεσά μας
άβυσσος απύθμενη,
μεγάλη.
*
Και μας καλούν
σε «διάλογο»,
αλήθεια
σε ποια γλώσσα;
ξεχνάνε πως
αντίπαλοι είμαστε
χρόνια τόσα
και κόντρα
έχουμε γερή
σαν Ολυμπος
και Οσσα!
*
Εάν, λοιπόν,
τα δυο βουνά
τα «βρούνε»
καμιά μέρα
τότε κι εμείς
θα κάνουμε
«διάλογο»
εδώ πέρα
κι ως τότε πάλη
ο λαός, «Μέτωπο»
και παντιέρα!