ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 16 Μάη 2001
Σελ. /40
Η αλήθεια...

Παπαγεωργίου Βασίλης

Πάμπολλες φορές οι κυβερνώντες και, ιδιαίτερα, οι οικονομικοί υπουργοί έχουν δημόσια ισχυριστεί, ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία το θέμα της Κοινωνικής Ασφάλισης και φέρνουν ως απόδειξη το επιχείρημα, ότι το κράτος καλύπτει τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων. Συνήθως, δε, «πετάνε» στα μούτρα του συνομιλητή τους κι ένα νούμερο: Δύο τρισεκατομμύρια δραχμές δίνει ετησίως ο κρατικός προϋπολογισμός για το σκοπό αυτό.

Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ διαφορετική, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις μελέτες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Η δαπάνη των 2 τρισ. δραχμών είναι υπαρκτή, αλλά δεν κατευθύνεται στο έλλειμμα της Κοινωνικής Ασφάλισης. Από το ποσό αυτό, τα 935 δισ. δραχμές είναι οι συντάξεις, που είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει το δημόσιο, είτε ως εργοδότης των δημοσίων υπαλλήλων, είτε στη βάση άλλων νόμων και διατάξεων (πολιτικοί, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, βουλευτές, πρόεδροι κοινοτήτων, συνταξιούχοι, κλπ.). Τα 482 δισ. δραχμές αφορούν στις βασικές συντάξεις του ΟΓΑ, τα 145 δισ. αφορούν στην κάλυψη των ελλειμμάτων του ΝΑΤ και μόλις τα 434 δισ. δραχμές είναι η επιχορήγηση προς τα λοιπά Ταμεία. Και να σκεφθείτε, ότι στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνεται και το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το γνωστό ΕΚΑΣ, το οποίο αποτελεί προνοιακό επίδομα.

... των αριθμών

Η αλήθεια, όμως, δε σταματά στα παραπάνω στοιχεία. Σύμφωνα με τις ίδιες μελέτες, το κράτος δεν αποδίδει κάθε χρόνο στα ασφαλιστικά ταμεία, ούτε καν τα ποσά, που θεσμοθέτησε ο αντιασφαλιστικός νόμος Σιούφα - τον οποίο το ΠΑΣΟΚ υποσχόταν τότε να καταργήσει, αλλά μετά τον εφάρμοσε και τον εφαρμόζει μέχρι σήμερα. Μόνο για το έτος 2000 και για τα ασφαλιστικά ταμεία του ιδιωτικού τομέα (πλην δημοσίου και ΟΓΑ) το εισφοροδιαφεύγον κράτος δεν απέδωσε 214,1 περίπου δισεκ. δραχμές, ενώ για όλη την περίοδο, από το 1993 και μετά, το μη αποδιδόμενο ποσό φτάνει τα 722 δισεκ. δραχμές περίπου.

Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι το δημόσιο κατέβαλε εργοδοτική εισφορά στην επικουρική ασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων, για πρώτη φορά το 1993 και μόνο για τους «νέους» ασφαλισμένους (όσοι προσλήφθηκαν μετά την 1.1.93), ενώ για τους «παλαιούς» άρχισε να πληρώνει σταδιακά, μόλις το 2000. Ως εκ τούτου, το ΤΕΑΔΥ (Ταμείο Αρωγής) έχασε από το 1974 μέχρι το 2000 πόρους, ύψους 1,2 τρισεκ. δραχμών. Αλλα 15 τουλάχιστον τρισεκατομμύρια δραχμές έχασαν τα ασφαλιστικά ταμεία, από το 1974 και μέχρι σήμερα, μόνο και μόνο από την όχι προς όφελός τους αξιοποίηση των κεφαλαιακών διαθεσίμων τους (τα... αξιοποιούσαν οι τράπεζες) και την επιβάρυνση από την κάθε λογής κοινωνική (διάβαζε: ψηφοθηρική) πολιτική των κυβερνήσεων.

Σιωπηρή εγκατάλειψη

Ολα τα παραπάνω στοιχεία, βέβαια, αποτελούν ένα μόνο μέρος της τεράστιας και πολύχρονης λεηλασίας των ασφαλιστικών ταμείων από τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο. Η πραγματική έκτασή της είναι πολύ μεγαλύτερη και, ίσως, ανυπολόγιστη. Ετσι ή αλλιώς, όμως και - έστω - για όση έκταση έχει γίνει γνωστή, μπαίνει το θέμα της επιστροφής των κλεμμένων. Το έθεσαν και το θέτουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, με τις μεγάλες απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις τους. Το θέτει, επίσης, η στοιχειώδης λογική και νομιμότητα. Δε βλέπουμε, όμως, να το θέτουν οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ στις προτάσεις τους και στα όσα είπαν στην προχτεσινή συνέντευξη Τύπου.

Και το ερώτημα είναι γιατί; Εχουν, έστω και την ελάχιστη δικαιολογία, το παραμικρό επιχείρημα, για τη σιωπηρή εγκατάλειψη - απ' ό,τι φαίνεται - του πολύχρονου και βασικού αυτού αιτήματος του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος; Και, τέλος πάντων, γιατί δεν ξεκαθαρίζουν τις θέσεις τους, απέναντι στους εργαζόμενους;

Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
Η υποβάθμιση προχωράει

Με την ψήφιση από την κυβερνητική πλειοψηφία του νομοσχεδίου - απάτη της κατ' όνομα ανωτατοποίησης των ΤΕΙ, εγκαινιάζεται η πρώτη φάση της προώθησης από την κυβέρνηση της αντιδραστικής μεταρρύθμισης και στην ανώτατη εκπαίδευση. Προηγήθηκε ένας προσχηματικός και στημένος διάλογος από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας με τα ΑΕΙ και ΤΕΙ, που είχε έντονο το στοιχείο του εμπαιγμού, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα πανεπιστήμια. Η εμμονή της κυβέρνησης να περάσει το νομοσχέδιο και μάλιστα εσπευσμένα, δείχνει ότι η κυβέρνηση επείγεται, γιατί είναι φανερό ότι ο σχεδιασμός αυτός έχει στρατηγικό χαρακτήρα για την πολιτική του κεφαλαίου που υπηρετεί. Η γνωστή «Διακήρυξη της Μπολόνια», που είναι η επιταγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου της Ευρώπης, βρίσκει την εφαρμογή με αρχή τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία και τις άλλες που έπονται, όσο και αν προσπαθεί η ηγεσία του υπουργείου να πείσει ότι αυτή δεν είναι δεσμευτική και ότι μπορεί η χώρα να έχει τη δική της «εθνική εκδοχή». Ωστόσο, είναι γνωστό ότι οι δήθεν εθνικές πολιτικές πρόκειται σε λίγες μέρες να «βαθμολογηθούν» στην Πράγα, όπου θα γίνει συνάντηση των υπουργών Παιδείας.

Οσο και αν δεν αποκλείονται κάποιες ρυθμίσεις που θα περάσουν σταδιακά, όπως για παράδειγμα με τα Πολυτεχνεία και τις Γεωπονικές ή τις Ιατρικές Σχολές που δε θα υπαχθούν άμεσα στη μείωση των προπτυχιακών σπουδών, η ουσία της συνολικής υποβάθμισης των σπουδών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ δεν αλλάζει, όπως και ο αναχρονιστικός διαχωρισμός επιστήμης και τεχνολογίας. Η εξίσωση τόσο με τα ιδρύματα σε άλλες χώρες της ΕΕ - που προβάλλεται ως η αιτία των αλλαγών - όσο και μεταξύ των πρώτων πτυχίων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά εξίσωση προς τα κάτω. Οι αντιδράσεις που υπάρχουν από σημαντική μερίδα των πανεπιστημιακών δασκάλων αναδεικνύουν ότι η προοπτική θα είναι αρνητική για όλους τους αποφοίτους, γιατί για να υπάρξει ουσιαστική αναβάθμιση των ΤΕΙ, χρειάζεται ενίσχυση στο πρόγραμμα σπουδών, στο διδακτικό προσωπικό, στις υποδομές και τις πιστώσεις. Πρώτα και κύρια σημαίνει, αξιολόγηση και αυστηρό καθορισμό του επιστημονικού αντικειμένου του κάθε τμήματος.

Ακόμα και αυτοί που συμφωνούν σήμερα με την υποτιθέμενη ανωτατοποίηση θεωρώντας ότι βελτιώνεται η θέση τους, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η υποβάθμιση αγγίζει τους πάντες, καθώς η μεγάλη μάζα των αποφοίτων θα οδηγείται σε ληξιπρόθεσμη, περιορισμένη μισοειδίκευση και θα αποτελεί τη στρατιά των απασχολίσιμων και εύκολα εκμεταλλεύσιμων. Η ουσιαστική γνώση επιστημονικού επιπέδου θα παρέχεται στους λίγους που θα καταφέρνουν να φτάσουν στα μεταπτυχιακά και το διδακτορικό έναντι υψηλών διδάκτρων.

Σε αυτή την προοπτική απαιτείται να ορθωθεί ένα δυναμικό και ενωτικό μέτωπο, όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας και να γίνει η Παιδεία υπόθεση όλου του λαϊκού κινήματος. Μέσα και από τις συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης στην ανώτατη εκπαίδευση, χρειάζεται να καταδεικνύεται ο άλλος δρόμος, για μια ενιαία ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια και δωρεάν που θα εξυπηρετεί τις πραγματικές λαϊκές κοινωνικές ανάγκες, σε ρήξη με τη σημερινή πολιτική που είναι «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα του κεφαλαίου και της αγοράς. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και οι συνεπείς δυνάμεις που λένε τα πράγματα με το όνομά τους, αποκάλυψαν και αποκαλύπτουν αυτούς τους σχεδιασμούς, θα είναι και πάλι στους δρόμους του αγώνα. Εκεί θα κριθεί και η προοπτική της Παιδείας.

Στους δρόμους!

Οι αφέντες

μόνοι τους, λαέ:

ποτέ δε δίνουν

κάτι,

αντίθετα

τον ίδρωτα

σου κλέβουν

με απάτη,

έτσι συμβαίνει,

δυστυχώς,

αιώνες

και αιώνες

κι αν πήρες

κάτι απ' αυτούς,

το κέρδισες

μ' αγώνες.

* * *

Οι αφέντες

νιώσε το, λαέ,

οίκτο δεν έχουν

δράμι

και δίνουν μόνο

αν σε δουν

μπροστά τους

σαν ποτάμι,

γι' αυτό

στους δρόμους,

αύριο, όλες

οι «κάτω» τάξεις,

οι αφέντες

δίνουν μοναχά

ό,τι

θα τους αρπάξεις!


Ο οίστρος



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ