ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 2 Αυγούστου 2000
Σελ. /24
Τι περιμένει;

Παπαγεωργίου Βασίλης

Αλλεπάλληλα σενάρια «αλλαγών και βελτιώσεων» της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. «Αλλαγές», τις οποίες - πάντα σύμφωνα με τα δημοσιεύματα αυτά - σκέφτεται και μελετά η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, κάτω από το βάρος των εξελίξεων και της γενικευμένης αγανάκτησης, που προκάλεσαν οι συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής.

Ολες οι «αλλαγές» αυτές, όμως, είναι δευτερεύουσες και ανούσιες. Η πλέον αξιοσημείωτη αφορά στη δυνατότητα να ξαναδώσουν εξετάσεις το Σεπτέμβρη, όσοι μαθητές της Β΄ Λυκείου απέτυχαν να προβιβαστούν. Και αυτό μόνο για φέτος. Θα έχουμε, δηλαδή, την προσωρινή και πάλι επαναφορά του θεσμού των μετεξεταστέων. Το μέτρο, βέβαια - αν τελικά ανακοινωθεί - θα ανακουφίσει τους φετινούς μαθητές, αλλά δε λύνει, ούτε καν επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα πραγματικά προβλήματα της αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, όπως ο καθένας καταλαβαίνει. Και, τέλος πάντων, έστω και τη δευτερεύουσα αυτή «αλλαγή», πότε περιμένει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να την ανακοινώσει; Μήπως δεν έχει καταλάβει, ότι έχουμε μπει στον Αύγουστο κι αν δώσουν εξετάσεις οι μαθητές, στις αρχές Σεπτέμβρη, πρέπει να έχουν τον απαραίτητο χρόνο προετοιμασίας;

Γιατί δεν το παραδέχεται;

Ισως, βέβαια, σκεφτείτε, ότι ζητάμε πολλά από τη νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και την κυβέρνηση συνολικά. Στο κάτω κάτω της γραφής συνέχεια της προηγούμενης είναι, η οποία επεξεργάστηκε, ψήφισε και προώθησε την αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με τις ευλογίες του Κ. Σημίτη, που ήταν και είναι πρωθυπουργός.

Δεν το ξεχνάμε και ούτε πιστεύουμε, ότι από μόνη της η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε κάποιες ουσιαστικές βελτιώσεις. Αρκετά, όμως, μπορεί να γίνουν, όταν δυναμώσει ακόμη περισσότερο η λαϊκή κατακραυγή και οι αγώνες ενάντια στη μεταρρύθμιση και την πολιτική της. Πέρα απ' αυτό, όμως, θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε και το εξής: Υποτίθεται, πως η κυβερνητική μεταρρύθμιση διαμόρφωνε ένα Λύκειο ως ανεξάρτητη βαθμίδα εκπαίδευσης και η πράξη απέδειξε, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως έγινε ακόμη περισσότερο - απ' ό,τι ήταν πριν - προθάλαμος ανταγωνισμού για την ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση. Γιατί δεν παραδέχεται το γεγονός αυτό η κυβέρνηση, όταν κανείς, ακόμη και οι οπαδοί της μεταρρύθμισης, δεν τολμά να το αρνηθεί; Νομίζει, άραγε, πως όσο δεν το παραδέχεται, δεν το καταλαβαίνουν και οι εργαζόμενοι; `Η τρομάζει μπροστά στις συνέπειες μιας τέτοιας παραδοχής; Ετσι ή αλλιώς, πάντως, η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Και αυτή τη βλέπουν πολύ καθαρά και - ακόμη χειρότερα - την υφίστανται καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι γονείς και μαθητές. Ας έχει κι αυτό υπόψη της η κυβέρνηση...

Καλλιεργούν το έδαφος

Αλλαγές στο υπάρχον, βαθιά αντιλαϊκό, φορολογικό σύστημα ετοιμάζει η κυβέρνηση και, όπως είναι φυσικό, αρκετά δημοσιεύματα, τον τελευταίο καιρό, ασχολούνται με το ένα ή το άλλο σενάριο. Σημειώνουμε το γεγονός, γιατί αρκετά από τα δημοσιεύματα αυτά εμφανίζουν μια φιλολαϊκή εικόνα, στον ένα ή άλλο βαθμό, για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές. Και δεν αμφιβάλλουμε, βέβαια, ότι μέσα στις διάφορες φιλομονοπωλιακές ρυθμίσεις και τα νέα αντιλαϊκά φορολογικά μέτρα, που θα αποτελούν την ουσία και το βασικό περιεχόμενο των αλλαγών, θα υπάρχουν και κάποια ψήγματα «ελάφρυνσης» των μόνιμων φορολογικών «υποζυγίων», των μισθωτών και των συνταξιούχων, δηλαδή. Εστω κι αν αυτά είναι, απλά και μόνο, η απαλλαγή τους από κάποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Ισως ακόμη και η απαλλαγή τους από την υποχρέωση να υποβάλλουν φορολογική δήλωση. Δε βρίσκεται σ' αυτά, όμως, η ουσία ενός φορολογικού συστήματος, αλλά στο πώς, πόσα και από ποιους τα παίρνει.

Ας μην προσπαθούν κάποιοι, επομένως, να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και έδαφος προς όφελος της κυβερνητικής επιχείρησης παραπλάνησης της κοινής γνώμης, που - σίγουρα - θα συνοδεύσει τα νέα φορολογικά μέτρα.

Εύλογα ερωτηματικά

Αναρωτιόμαστε, πόση έκταση και βάθος έχει αποκτήσει το οργανωμένο έγκλημα στη χώρα μας, όταν έχουμε φτάσει στο σημείο, να σημειώνονται αλλεπάλληλες δολοφονικές εκτελέσεις και αιματηρά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, όπως αυτά των τελευταίων ημερών. Αναρωτιόμαστε, πόσο τεράστια είναι τα ποσά και οι παράνομοι τζίροι, είτε από «πώληση προστασίας» είτε από άλλους εγκληματικούς τομείς, ώστε να μην έχουν τον παραμικρό δισταγμό και να αφαιρούν τη μια ζωή μετά την άλλη. Αναρωτιόμαστε, επίσης, αν αισθάνονται τον παραμικρό φόβο και ανασφάλεια, από την παρουσία και δράση των αστυνομικών αρχών, όταν οι αλλεπάλληλες εκτελέσεις γίνονται με διαφορά τόσων λίγων ημερών η μία από την άλλη, λες κι έχουν εξασφαλισμένο το ακαταδίωκτο.

Απλώς, αναρωτιόμαστε. Απαντήσεις δεν έχουμε. Βλέπουμε, όμως, τις αλλεπάλληλες εγκληματικές ενέργειες και η Αστυνομία μάς δίνει την εντύπωση, πως παρακολουθεί κι αυτή τα γεγονότα, όπως κι εμείς. Αλλοι πρέπει να δώσουν τις απαντήσεις. Αλλοι χρωστούν εξηγήσεις, πρώτα και κύρια οι πολιτικοί προϊστάμενοι των διωκτικών αρχών.

Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
ΟΙ ΜΠΟΝΑΜΑΔΕΣ

Ηδεκαετία του 1990, που αποτελεί πια παρελθόν, ήταν η δεκαετία που οι κυβερνώντες -ΝΔ και ΠΑΣΟΚ- με πρόσχημα τη «σύγκλιση» της Ελλάδας με τις άλλες πιο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, εξασφάλισαν τις κατάλληλες συνθήκες για τη θεαματική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων. Ετσι, με αυτόματο πιλότο τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και κεντρικό το επιχείρημα ότι η «σύγκλιση είναι μονόδρομος για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ», εφαρμόστηκαν δέσμες και δεσμίδες αντιλαϊκών μέτρων, που είχαν σαν αποτέλεσμα την ένταση της εκμετάλλευσης, με τη βίαιη απόσπαση ακόμη μεγαλύτερου μέρους του παραγόμενου από τους εργαζομένους πλούτου, από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Στην ίδια κατεύθυνση, της αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, αξιοποιήθηκαν και τα κοινοτικά κονδύλια, όπως το Β΄ πακέτο Ντελόρ ή Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

Τα «επιτεύγματα» των πολιτικών της περασμένης δεκαετίας, είναι γνωστά, με κυρίαρχο στοιχείο την προκλητική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων, σε ποσοστά που αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 3.000%! Στην ουσία δηλαδή, με τις πολιτικές της δεκαετίας του 1990, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι μεγαλοεπιχειρηματίες, να τρώνε με «χρυσά κουτάλια».

Αλλά και με το ξημέρωμα της δεκαετίας του 2000 οι «καλύτερες μέρες» για τους εργαζόμενους γίνονται χειρότερες. Μειώθηκαν βεβαίως ο πληθωρισμός, τα ελλείμματα, τα επιτόκια και εκπληρώθηκε ο «εθνικός στόχος» - που ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Η χώρα λένε ότι μπήκε με το ένα πόδι στη λέσχη των «πλουσίων της Ευρώπης», αλλά η Ελλάδα παραμένει η φτωχότερη χώρα, με το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων να αντιπροσωπεύει μόλις το 70% της ΕΕ. Οσοι πίστεψαν στις κάλπικες διακηρύξεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ - καθώς και όλων εκείνων που υπερψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας αργότερα - ότι με την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ τερματίζονται οι πολιτικές λιτότητας, ξέχασαν τη λαϊκή παροιμία που λέει «τρώγοντας ανοίγει η όρεξη».

Αν η ολιγαρχία του πλούτου στήριξε την κυβέρνηση Σημίτη έμπρακτα και έβαλε πλάτες για να ξανακερδίσει πέρσι το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές, δεν το έκανε τυχαία. Οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου στήριξαν το ΠΑΣΟΚ, γιατί εκτιμούσαν πως θα καταφέρει να περάσει πιο ανώδυνα και με λιγότερους τρανταγμούς την πολιτική που χαράσσεται από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, με γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ευρωπαϊκών πολυεθνικών μαζί και των Ελλήνων επιχειρηματιών. Και το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να εφαρμόζει την πολιτική που με κάθε τρόπο κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.

Με στόχο την ενίσχυση της καπιταλιστικής Ελλάδας, η κυβέρνηση Σημίτη αξιοποίησε το σύνολο των οικονομικών πολιτικών που εξάγγειλε και εφαρμόζει για το 2000 (δημοσιονομική, εισοδηματική, νομισματοπιστωτική, εργασιακά, ιδιωτικοποιήσεις κλπ). Στην ίδια κατεύθυνση, προτίθεται -και ανακοίνωσε ήδη την απόφασή της- να αξιοποιήσει και τα κοινοτικά κονδύλια από το Τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (το γνωστό Γ΄ ΚΠΣ). Ο ίδιος ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας αποκάλυψε, προχτές, ότι τη μερίδα του λέοντος από τον μποναμά των 17,5 τρισεκατομμυρίων δραχμών του Γ΄ ΚΠΣ, θα την καρπωθούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, σαν «ανταμοιβή τους» για να γίνουν πιο ισχυρές οι επιχειρήσεις τους (με συγχωνεύσεις και εξαγορές), για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους, να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας κλπ.

Στην ουσία δηλαδή, η κυβέρνηση Σημίτη, προτίθεται να αξιοποιήσει το Γ΄ ΚΠΣ ώστε οι μεγαλοεπιχειρηματίες να ξεζουμίζουν ακόμη πιο εντατικά τους εργαζόμενους και να τρώνε στο εξής όχι απλά με χρυσά κουτάλια, αλλά με χρυσές κουτάλες...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ