Το υποκριτικό και ψηφοθηρικό χαρακτήρα που έχει η διαφωνία της ΝΔ με το μνημόνιο επιβεβαιώνουν οι θέσεις που παίρνει, όταν αναγκάζεται να τοποθετηθεί επί της ουσίας της αντιλαϊκής στρατηγικής του μνημονίου. Τότε πέφτουν οι αντιμνημονιακές μάσκες και αποκαλύπτεται το πραγματικό πρόσωπο και η πλήρης σύμπλευση με την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης και της τρόικας. Πάρτε για παράδειγμα τα νέα μέτρα που θα εφαρμόζει η κυβέρνηση μετά τις εκλογές. Ο Α. Σαμαράς ζητά να σταλεί μήνυμα στην κυβέρνηση, εννοείται με την ψήφο στη ΝΔ, ώστε «να αλλάξει πολιτική». Ομως ποια ταχυδακτυλουργικά κόλπα κάνει ο πρόεδρος της ΝΔ; Πρώτον, δε λέει ότι στην πραγματικότητα συμφωνεί - και - με τα νέα αντιλαϊκά μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση και περιλαμβάνονται στο μνημόνιο, εκτός από τις φορολογικές επιβαρύνσεις των επιχειρηματικών κερδών. Δεύτερον, αν και επισημαίνει ότι «τα νέα μέτρα αποτελούν δέσμευση του μνημονίου», αποσιωπά έντεχνα τη δική του δέσμευση για πλήρη σεβασμό στο μνημόνιο και άρα για εφαρμογή μέχρι τέλους των βάρβαρων αντιλαϊκών μέτρων που περιλαμβάνει. Είναι ολοφάνερο, λοιπόν, ότι εμπαίζει απροκάλυπτα το λαό όταν επισείει τη σημαία κατά του μνημονίου και υπόσχεται «αλλαγή πολιτικής»...
«Θέσεις μάχης» λαμβάνουν οι μεγάλοι τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας ενόψει του επερχόμενου «περάσματος» στα λεγόμενα «δίκτυα επόμενης γενιάς», δηλαδή στις διαδικτυακές συνδέσεις πολύ υψηλών ταχυτήτων.
Ο ΟΤΕ, όντας ο μεγαλύτερος μέχρι στιγμής πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, έχει ήδη ξεκινήσει να υλοποιεί το παραπάνω έργο κυρίως σε πόλεις της Βόρειας Ελλάδας και στο Δήμο Ζωγράφου στην Αθήνα, εκμεταλλευόμενος φυσικά τις δικές του υποδομές, με τους ανταγωνιστές του να πιέζουν την κυβέρνηση για τη διαμόρφωση περιβάλλοντος «ισότιμου ανταγωνισμού».
Φυσικά και τα πάντα γίνονται για τη βελτίωση της τρέχουσας πρόσβασης του πολίτη στο διαδίκτυο, μόνο που οι όποιες αναφορές στα «δικαιώματα» του χρήστη είναι κάτι περισσότερο από υποκριτικές. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι όχι μόνον οι διαδικτυακές, αλλά το σύνολο των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και οι πολύπλευρες εφαρμογές τους, θα μπορούσαν να είναι κατά πολύ φθηνότερες και πιο εύκολα προσβάσιμες για τα λαϊκά στρώματα.
Μόνο, που, για μία ακόμη περίπτωση, προκύπτει ότι η εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών και στην επικοινωνία, δεν μπορεί να επιτευχθεί από μία κυβέρνηση - υπηρέτη των μονοπωλιακών συμφερόντων, εντός του σημερινού, καταστροφικού για τον εργαζόμενο λαό, δρόμου ανάπτυξης. Οι πάροχοι που δραστηριοποιούνται σήμερα στη χώρα μας αντιμετωπίζουν τον εργαζόμενο λαό ως «πελάτη» που του ακριβοπουλάνε υπηρεσίες από μέτριες έως κακές.
Καθολική και πραγματικά ελεύθερη πρόσβαση στην επικοινωνία για τα λαϊκά στρώματα προϋποθέτει ότι αυτά θα απορρίψουν οριστικά και αμετάκλητα τα μονοπώλια.