«Ραχοκοκαλιά» της έκθεσης της Επιτροπής αποτελούν τα νέα αντεργατικά μέτρα, με αιχμή του δόρατος τις προτάσεις για κατεδάφιση όσων ασφαλιστικών δικαιωμάτων είχαν απομείνει, με την προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης και του αμιγώς κεφαλαιοποιητικού συστήματος, που μετατρέπει την επικουρική σύνταξη σε «ατομικό επενδυτικό προϊόν».
Οι «προτάσεις» της Επιτροπής σε ό,τι αφορά το Ασφαλιστικό κάθε άλλο παρά νέες είναι. Είναι αναπαραγωγή των βασικών αντιασφαλιστικών κατευθύνσεων που έχουν χαραχθεί σε όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες και οι οποίες υλοποιούνται σταδιακά, τα τελευταία 30 χρόνια, αλλού πιο γρήγορα, αλλού πιο αργά, με βασικούς στόχους: Το τελειωτικό χτύπημα της Κοινωνικής Ασφάλισης. Την απαλλαγή κράτους και μεγαλοεργοδοσίας από τις όποιες εισφορές κατέβαλλαν στα ασφαλιστικά ταμεία, κάνοντας ακόμα πιο φθηνή την ήδη τσακισμένη εργατική δύναμη. Τη διαμόρφωση όρων που θα μετατρέψουν, ακόμα μια φορά, τα τεράστια αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων που δημιουργούνται από τις εισφορές των εργαζομένων σε πάμφθηνη πηγή χρηματοδότησης των καπιταλιστικών επενδύσεων, από την απόδοση των οποίων θα εξαρτάται αν, πότε και σε τι ύψος θα καταβάλλονται συντάξεις και κοινωνικές παροχές.
Για το Ασφαλιστικό η Επιτροπή προτείνει την ενίσχυση και ολοκλήρωση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, και για να γίνει αυτό, προτείνει πως «ο βέλτιστος τρόπος συμπλήρωσης του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα είναι ο μετασχηματισμός της επικουρικής σύνταξης (σήμερα νοητής κεφαλαιοποίησης) σε νέα επικουρική που θα λειτουργεί πλήρως κεφαλαιοποιητικά. Δεδομένης της καθυστέρησης της ανάπτυξης του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στη χώρα, η μεταρρύθμιση της επικουρικής πρέπει να προχωρήσει τάχιστα και με ευρύ πεδίο εφαρμογής (ενδεικτικά, για όλους τους νέους εργαζόμενους και εθελοντικά για όσους παλαιότερους ασφαλισμένους το επιλέξουν)».
Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι θα υποχρεώνονται να καταβάλλουν τις εισφορές τους σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, που θα τις μετατρέπει σε αντικείμενο τζόγου στις χρηματιστηριακές αγορές, και ανάλογα με την απόδοση της επένδυσης θα διαμορφώνεται και το ποσό που θα πιστώνεται στο τέλος στον περιβόητο «ατομικό κουμπαρά» του κάθε ασφαλισμένου. Δηλαδή, αν η επένδυση δεν πάει καλά, μέσα σε ένα διάστημα δεκαετιών, με αυξημένο τον κίνδυνο γενικευμένων οικονομικών κρίσεων, με εντεινόμενους επιχειρηματικούς ανταγωνισμούς, «κανόνια» εταιρειών κ.ο.κ., μπορεί και να χαθούν εντελώς τα χρήματα των εισφορών, όπως έχει ήδη συμβεί πολλές φορές.
Για τους ίδιους όμως τους κεφαλαιοκράτες, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι ο τρόπος να βάλουν στο χέρι σχεδόν τεράστια ποσά, που σύμφωνα με την Επιτροπή υπολογίζεται πως θα «δημιουργεί νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και 99 δισ. ευρώ σε 40 χρόνια».
Ενα ακόμα μέτρο της Επιτροπής για την ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι η μετατροπή μέρους των ασφαλιστικών εισφορών «για κύρια και επικουρική σύνταξη στον δημόσιο διανεμητικό πυλώνα» σε «εισφορές κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα». Ηδη η κυβέρνηση της ΝΔ έχει ανακοινώσει τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για κύρια σύνταξη κατά 25%.
Παράλληλα, η Επιτροπή προτείνει μια σειρά αντεργατικά μέτρα που έρχονται να προστεθούν σε όλο το αντιλαϊκό οπλοστάσιο που έχει στα χέρια της η εργοδοσία:
Η «αναδιάρθρωση» του ΟΑΕΔ και η πιο αποφασιστική «στροφή» του στις «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης», δηλαδή σε προγράμματα κατάρτισης και πρακτικής άσκησης, βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα των μέτρων «αναπτυξιακής πολιτικής» που προτείνει η Επιτροπή. Τα ...πορίσματα της Επιτροπής σηματοδοτούν τη συνέχιση της επίθεσης στα δικαιώματα και την προστασία των ανέργων, στο έδαφος που έχουν ήδη διαμορφώσει η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
«Σε γενικές γραμμές, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) θα πρέπει για έξι μήνες να βοηθά ενεργά τους ανέργους στην αναζήτηση εργασίας. Τα άτομα που δεν έχουν βρει δουλειά μετά από 6 μήνες θα πρέπει να καλούνται να συμμετέχουν σε κατάλληλα στοχευμένα προγράμματα κατάρτισης»: Τα παραπάνω αποφαίνεται το «Σχέδιο Ανάπτυξης», θέτοντας στο στόχαστρο την υποτυπώδη και λειψή προστασία των ανέργων που εξαντλείται σε ένα μηνιαίο επίδομα 400 ευρώ μόλις στο 15% του συνόλου των ανέργων, ως «μη ενεργητική πολιτική» που αποτελεί «αντικίνητρο» για την επιστροφή στην αγορά εργασίας.
Ο «αναβαθμισμένος ρόλος» του ΟΑΕΔ ως «διαμεσολαβητή» μεταξύ ανέργων και εργοδοτών συνίσταται στη λειτουργία του ως μηχανισμού εφοδιασμού των επιχειρήσεων με επιδοτούμενο εργατικό δυναμικό από τη δεξαμενή των ανέργων, που θα κάνει «πρακτική άσκηση» μετά από εξάμηνη θεωρητική εκπαίδευση στα θρανία ιδιωτικών κέντρων κατάρτισης. Κι ενώ οι προτάσεις της Επιτροπής φέρνουν κέρδη με ουρά στα ιδιωτικά κέντρα και τζάμπα εργαζόμενους στις επιχειρήσεις, για τους ανέργους προβλέπουν τη χορήγηση ενός ποσού «που καλύπτει τα βασικά έξοδα διαβίωσης» κατά τη διάρκεια της θεωρητικής κατάρτισης και αμοιβή με τον κατώτατο μισθό από το κράτος για το διάστημα της πρακτικής άσκησης.
Η κυβέρνηση ήδη υλοποιεί ένα ολόκληρο ψηφιδωτό προγραμμάτων κομμένων και ραμμένων στις προδιαγραφές της Επιτροπής και των επιχειρήσεων. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται και το ...νεκραναστημένο πρόγραμμα της λεγόμενης «επιταγής επανένταξης στην αγορά εργασίας», που είχε ξεκινήσει το 2017 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μέσω του οποίου οι άνεργοι καλούνταν να χρηματοδοτήσουν με το επίδομα ανεργίας την επιχείρηση που θα εκδήλωνε ενδιαφέρον να τους προσλάβει.
Οσο για τις συστάσεις της Επιτροπής ώστε τα επιδόματα «να μη λειτουργούν ως αντικίνητρο για εργασία», αυτές έχουν ληφθεί προκαταβολικά υπόψη. Χαρακτηριστικά είναι όσα ήδη προβλέπονται για τους άνεργους δικαιούχους του «Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης» (ΚΕΑ): Η ένταξη στο ΚΕΑ περιλαμβάνει «υπηρεσίες ενεργοποίησης» για την «ένταξη ή επανένταξή τους στην αγορά εργασίας», και οι άνεργοι υποχρεούνται να αποδέχονται «τη συμμετοχή σε κάθε δράση προώθησης στην εργασία», ενώ η άρνησή τους «επιφέρει τη διακοπή της καταβολής της εισοδηματικής τους ενίσχυσης».
Ο στόχος της αύξησης των ποσοστών «απασχόλησης» των γυναικών, όπως επίσης των νέων και των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων που επίσης «υποεκπροσωπούνται» στην αγορά εργασίας, έχει τη δική του θέση στις συστάσεις που καταθέτει η Επιτροπή. Η «αναπτυξιακή τροχιά» της οικονομίας, στην περίπτωση των εργαζόμενων γυναικών, μεταφράζεται σε επίθεση στις άδειες μητρότητας, σε μεγαλύτερη «ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις και αυξημένα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης στο όνομα της «ισότητας».
«Η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας μειώνει σημαντικά το παραγωγικό δυναμικό της χώρας», διαπιστώνει η Επιτροπή και υπογραμμίζει πως πέρα από την «κοινωνική αδικία» το δυναμικό που παραμένει αναξιοποίητο συνεπάγεται και «οικονομικό κόστος».
Οι άδειες μητρότητας αποτελούν ...«αντικίνητρο» για την πρόσληψη γυναικών από τις επιχειρήσεις, είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή. Στο πλαίσιο «αναθεώρησης» των σχετικών ρυθμίσεων προτείνει τη μεταφορά του «μισθολογικού κόστους» των αδειών από τις επιχειρήσεις στο κράτος, κάτι που ήδη ισχύει για μεγάλο μέρος τους, προκειμένου «να μειωθούν τα αντικίνητρα στην πρόσληψη των γυναικών», αλλά και την πρόβλεψη «ευελιξίας» στη χρήση της άδειας τοκετού «χωρίς συγκεκριμένους περιορισμούς από το κράτος». Δίπλα στα παραπάνω, ο στόχος για «εξίσωση» των παροχών ώστε να εκλείψουν οι διαφορές ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, θέτει ευθέως στο στόχαστρο τις άδειες, το μειωμένο ωράριο και άλλες παροχές.
Τέλος, ως παράγοντας που συμβάλλει στα χαμηλότερα ποσοστά γυναικείας «απασχόλησης», καταγράφονται τα μειωμένα όρια συνταξιοδότησης που ίσχυαν για εργαζόμενες μητέρες πριν «ξηλωθούν» από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των κυβερνήσεων στην Κοινωνική Ασφάλιση. «Με βάση τις αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αναμένεται ότι έως το 2022, οι επιλογές πρόωρης συνταξιοδότησης θα έχουν καταργηθεί και θα ισχύει μια γενική ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών (ή των 62 ετών με εισφορές 40 ετών)», σημειώνει η Επιτροπή και ξεκαθαρίζει ότι «δεν θα πρέπει να επανεισαχθούν εξαιρέσεις από αυτούς τους καθολικούς κανόνες».
Σε «λειτουργικές βελτιώσεις» στο κυβερνητικό σχήμα προχώρησε ο Κυρ. Μητσοτάκης με στόχο την επιτάχυνση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, μέσα και από την ταχύτερη εφαρμογή των αντιλαϊκών αποφάσεων της ΕΕ για το «Ταμείο Ανάκαμψης» και του σχεδίου της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Οι σχετικές ανακοινώσεις έγιναν χτες το μεσημέρι από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Στ. Πέτσα, ο οποίος τόνισε ότι αυτές οι βελτιώσεις εστιάζουν στους τομείς της οικονομίας, εργασίας, Υγείας, ανάπτυξης και περιβάλλοντος και ότι με τις αλλαγές επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, «η αποτελεσματική διαχείριση των αυξημένων κοινοτικών πόρων», των προερχόμενων από το περιλάλητο «Ταμείο Ανάκαμψης».
Με βάση αυτά, οι αλλαγές που ανακοινώθηκαν αφορούν: Την αναβάθμιση του υφυπουργού Οικονομικών Θεόδωρου Σκυλακάκη σε αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, αρμόδιο για τη Δημοσιονομική Πολιτική, με βασικό ρόλο τον συντονισμό για το «Ταμείο Ανάκαμψης», την αναβάθμιση του υφυπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Νίκου Παπαθανάση σε αναπληρωτή υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, αρμόδιο για τις Ιδιωτικές Επενδύσεις και τις ΣΔΙΤ, την τοποθέτηση του Παναγιώτη Τσακλόγλου στη θέση του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδιου για τα θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης, την τοποθέτηση της Ζωής Ράπτη, βουλευτή Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών, σε θέση υφυπουργού Υγείας, αρμόδιας για θέματα Ψυχικής Υγείας, την τοποθέτηση του Ν. Ταγαρά, βουλευτή Κορινθίας, στη θέση του υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αρμόδιου για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Η ορκωμοσία τους θα γίνει στο Προεδρικό Μέγαρο σήμερα, Τετάρτη, στις 13.00.