ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 16 Απρίλη 1997
Σελ. /36
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στα χνάρια της "Λευκής Βίβλου" ο δήθεν διάλογος

Εκτενή αποσπάσματα από την ανάλυση του δημοσιογράφου Β. Νέτα στη χτεσινή "Ελευθεροτυπία"

Με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα υποδέχτηκε ο Τύπος - ακόμα και οι εφημερίδες που δεν μπορούν να κατηγορηθούν εύκολα ότι πολεμάνε την κυβέρνηση - τις κυβερνητικές προθέσεις αλλά και τις επιδιώξεις της με τη μεθόδευση του "κοινωνικού διαλόγου".

Χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη είναι η ανάλυση του δημοσιογράφου Β. Νέτα στη χτεσινή "Ελευθεροτυπία" με τίτλο: "Ανύπαρκτος είναι ο "τρίτος δρόμος" στο δήθεν διάλογο". Παρακάτω δημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα αυτής της ενδιαφέρουσας ανάλυσης:

"Το κρίσιμο ερώτημα των ημερών είναι: Γιατί η σοσιαλιστική κυβέρνηση του "εκσυγχρονισμού" δεν έχει το πολιτικό θάρρος να πει ανοιχτά ποιες αλλαγές προτείνει στο ισχύον εργασιακό καθεστώς και στο ασφαλιστικό σύστημα, αλλά μεθοδεύει ένα δήθεν διάλογο, που το χαρακτηρίζει σοσιαλιστικό "τρίτο δρόμο" για να παραπλανήσει τους εργαζόμενους, προφανώς θεωρώντας τους αφελείς και πρόθυμους να θυσιάσουν "κεκτημένα", δηλαδή κοινωνικές κατακτήσεις; Γνωρίζουν πολύ καλά η σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ο εκσυγχρονιστής πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ότι δεν υπάρχει "τρίτος δρόμος" και ούτε πρόκειται να προτείνουν σοσιαλιστικές λύσεις, δηλαδή λύσεις αντίθετες με τις υπαγορεύσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που είναι καθαρά καπιταλιστικές και έχουν διατυπωθεί στην περίφημη "Λευκή Βίβλο" που συντάχθηκε δύο χρόνια μετά το σχιζοφρενικό Μάαστριχτ.

Με τη "Λευκή Βίβλο" έχει χαραχθεί μονόδρομος για όλα τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο όνομα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Αρα δεν υπάρχει "τρίτος δρόμος", ούτε και σοσιαλιστικές λύσεις μπορούν να εφαρμοστούν. Οικονομία της αγοράς και σοσιαλισμός δεν είναι δυνατό να συμβιώσουν, όταν παγκοσμίως κυριαρχούν οι σκληρές αρχές του ανταγωνισμού.

Η γραμμή που θα ακολουθούσε η κυβέρνηση Σημίτη δεν ήταν γνωστή μόνο από τις υπαγορεύσεις της "Λευκής Βίβλου" της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που πιστεύω ελάχιστοι έκαναν τον κόπο να τη διαβάσουν έστω, αλλά και από τις θέσεις που από καιρό αναπτύσσουν κυβερνητικοί τεχνοκράτες και πρωθυπουργικοί σύμβουλοι. Πριν από ένα χρόνο, στις 4 Μαρτίου 1996, ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης, σε ομιλία του για την κοινωνική ασφάλιση, ουσιαστικά προανήγγειλε την κυβερνητική γραμμή για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό. Ηταν ένα "άνοιγμα" θέσεων για να μετρηθούν οι αντιδράσεις των εργαζομένων. Και πράγματι, μόλις εκδηλώθηκαν αντιδράσεις η κυβέρνηση έσπευσε να καθησυχάσει, δηλώνοντας ότι οι θέσεις Γιαννίτση είναι προσωπικές και δεν την εκφράζουν. Ενα χρόνο μετά όμως στις 26 Μαρτίου 1997 ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης στην ομιλία του στην πολιτική εκδήλωση του τομέα Συνδικαλιστικού και Μαζικών Χώρων του ΠΑΣΟΚ επανέλαβε ως δικές του τις θέσεις Γιαννίτση, προκαλώντας σοκ στους συνδικαλιστές του Κινήματος. Τα κυβερνητικά χαρτιά άνοιξαν. Διαβάζοντας κανείς τον πρωθυπουργικό λόγο και τη "Λευκή Βίβλο", έχει πλήρη εικόνα για τη θύελλα των αλλαγών που έρχονται για να σαρώσουν τα "κεκτημένα" των εργαζομένων, δηλαδή να καταργήσουν κοινωνικές κατακτήσεις.

Τι κάνουν όμως για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη θύελλα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις; Γνώριζαν τις κυβερνητικές θέσεις από την ομιλία Γιαννίτση πριν από ένα χρόνο, γνώριζαν τις θέσεις των εργοδοτών από τις τοποθετήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, που ζητούσε "ευελιξία" στην αγορά εργασίας και αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, για να μειωθούν έως και να καταργηθούν οι εργοδοτικές εισφορές, και επίσης έπρεπε να γνωρίζουν τις κατευθύνσεις της "Λευκής Βίβλου". Ολα αυτά ήταν μία πρόκληση για το συνδικαλιστικό κίνημα.

Η κυβέρνηση για τη συνολική της πολιτική θα κριθεί στις εκλογές. Το συνδικαλιστικό κίνημα όμως θα κριθεί τώρα στον κοινωνικό διάλογο, όπου καλείται να προσέλθει και να αποδεχτεί την κατάργηση κοινωνικών κατακτήσεων, των κατά τον πρωθυπουργό κεκτημένων διότι "δεν μπορούν να διατηρηθούν εσαεί"...

...Το συνδικαλιστικό κίνημα εμφανίζεται να βρίσκεται σε θέση άμυνας για να περισώσει όσα μπορεί. Και αυτό είναι το λάθος του. Θα έπρεπε να βγει επιθετικά, με διεκδικήσεις...".

Διαχωριστικές γραμμές και "κοινωνικός διάλογος"

Η συζήτηση που με αγωνία επιδιώκεται να έρθει στο προσκήνιο, τόσο από τους "κεντροαριστερούς", όσο και από τους "κεντροδεξιούς", σχετίζεται με την περίφημη οριοθέτηση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των πολιτικών φορέων που δραστηριοποιούνται σήμερα στον τόπο. Στην προσπάθεια αυτή, είναι ευδιάκριτη η επιδίωξη να αποϊδεολογικοποιηθεί πλήρως αυτή η αναζήτηση των "ορίων".

Μια αποϊδεολογικοποίηση η οποία περνάει μέσα από διάφορους δρόμους. Αλλοτε διά μέσου της ιδεολογικής ισοπέδωσης των πάντων, που οι υποστηρικτές της ανεμίζουν τη σημαία του "όλοι ίδιοι είναι" και, άρα, το ζητούμενο βρίσκεται στην αναζήτηση "καλών διαχειριστών". Αλλοτε διά μέσου της σύστασης τεχνητών διαχωριστικών γραμμών που επιδιώκεται να κατοχυρωθούν μέσα από αυθαίρετες θεωρητικές κατασκευές.

***

Αυτή η δεύτερη προσπάθεια, για να είναι αληθοφανής, δεν αρνείται, όπως το κάνει η πρώτη, ότι η πολιτική και η ιδεολογία είναι αντανάκλαση των κοινωνικών δεδομένων. Δεν αρνείται ότι οι θέσεις των πολιτικών φορέων καθορίζονται στη βάση τους από το ποια κοινωνικά συμφέροντα καλείται να υπηρετήσει ο κάθε πολιτικός χώρος. Ο όρος, όμως, για την επιτυχία της, έγκειται αλλού: Στο αν θα γίνει κατορθωτό να συσκοτιστούν οι πραγματικές αντίρροπες κοινωνικές δυνάμεις και οι πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις τους, που αντανακλώνται στο πολιτικό επίπεδο.

Η συσκότιση των κοινωνικών αντιθέσεων, έχει ως επιφανές θεωρητικό έμβλημα την "οικουμενική" και, άρα, "αταξική" προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, η συζήτηση περί των διαχωριστικών γραμμών, και στη μια και στην άλλη της αφετηριακή εκδοχή, θέλει την πλήρη απαλλαγή της από το καθήκον να αντιπαραβάλει τους εγκεφαλικούς ισχυρισμούς των "κεντρο - αριστερο - δεξιών" με την κοινωνική αλήθεια. Και αυτό επιδιώκεται είτε διά της κατάργησης, είτε διά του κάλπικου προσδιορισμού των κοινωνικών αντιθέσεων.

***

Ομως, η κοινωνία, δυστυχώς, για όσους θέλουν να κυβερνούν στο όνομά της, διατηρεί την αυτοτέλειά της. Διατηρεί, πολύ περισσότερο, τη δυνατότητα να κρίνει - για την ακρίβεια να κρίνει η κάθε κοινωνική τάξη - και να κατατάσσει τον καθένα, με βάση αυτό που κάνει, και όχι με βάση αυτό που λέει. Οταν, δε, οι διάφορες κοινωνικές τάξεις έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με πολιτικές οι οποίες ακουμπούν τη βασική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας, την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, τότε είναι πολύ ευκολότερο να αντιληφθούν το "ποιος είναι με ποιον", παρά τις προσπάθειες των πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου να θωρακίσουν το οικοδόμημα των κάλπικων διαχωριστικών γραμμών.

Τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου η πολιτική των κομμάτων της ολιγαρχίας δεν μπορεί να ξεφύγει από το να φαίνεται ότι ανήκει στη δεξιά και ελεγχόμενη από τους κεφαλαιοκράτες πλευρά του "διαχωρισμένου" πολιτικού τοπίου, είναι η περίπτωση του "κοινωνικού διαλόγου". Σήμερα στην Ελλάδα, συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις έχουν πάρει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θέση υπέρ του "κοινωνικού διαλόγου". Δηλαδή:

  • Εχουν αποδειχτεί πολιτικοί εκπρόσωποι της επιδίωξης της πλουτοκρατίας να αιχμαλωτίσει την εργατική τάξη και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα σε μια στημένη συζήτηση που θα σημάνει τον "επίλογο" για τα εργασιακά, κοινωνικά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα.
  • Εχουν αποδειχτεί φορείς της επιχείρησης του κεφαλαίου να επιτύχει την άνευ όρων παράδοση της εργατικής τάξης στα κερδοσκοπικά παιχνίδια των πολυεθνικών.
  • Εχουν αποδειχτεί πολιτικοί δίαυλοι της επιβολής της "συναίνεσης" και της "ταξικής ειρήνης" που συνεπάγεται την εγκαθίδρυση του ραγιαδισμού σαν "πιστεύω" των εκμεταλλευόμενων από τους πλουτοκράτες.
  • Εχουν αποδειχτεί πιστοί υπηρέτες μιας "παγκοσμιοποίησης" της οικονομίας, που τα κηρύγματα υποταγής στα αφεντικά της, τις πολυεθνικές, εγγυώνται την αιώνια καταδίκη της Ελλάδας και του λαού της στη σφαίρα της εξάρτησης και της παραγωγικής αποσάθρωσης.

***

Με άλλα λόγια, αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, έχουν πάρει σαφή θέση - τούτη τη φορά με αφορμή τον "κοινωνικό διάλογο" - και στο ερώτημα "με το κεφάλαιο ή με την εργασία; ", απάντησαν: Με το κεφάλαιο. Με τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών. Με το πλευρό των μονοπωλίων ενάντια στα συμφέροντα του λαού, που καλείται να καταθέσει το δίκιο του, τα συμφέροντά του και το μέλλον του, σε ένα "διάλογο" που θυμίζει τον "διάλογο" της αράχνης με το αγκιστρωμένο στον ιστό, υποψήφιο θύμα της.

Οταν σε κοινωνικό επίπεδο οι διαχωριστικές γραμμές είναι τόσο ευδιάκριτες, καμία λεκτική ακροβασία και αλχημεία δεν μπορεί να κρύψει την αντανάκλασή τους στο πολιτικό επίπεδο. Και αυτοί που στο κοινωνικό επίπεδο ανήκουν στην αντίθετη πλευρά από εκείνη που βρίσκονται τα λαϊκά συμφέροντα, είναι πασίδηλο ότι, στο πολιτικό επίπεδο, ανήκουν στην πλευρά της διαχωριστικής γραμμής που γράφει "αναχρονισμός" και "συντήρηση".

Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Με "εποικοδομητικές θέσεις" προσέρχεται στο "διάλογο"

Πρόθυμος συνομιλητής της κυβέρνησης η ΝΔ σπεύδει να αποδεχτεί τον "κοινωνικό διάλογο" προτείνοντας μάλιστα περαιτέρω εμβάθυνση της αντιλαϊκής πολιτικής. Ξεπούλημα του δημόσιου τομέα προτείνει ο Κ. Μητσοτάκης

Εναν πρόθυμο συνομιλητή, στην προσπάθειά της να περάσει μέσω του "κοινωνικού διαλόγου" τον αντιλαϊκό της οδοστρωτήρα, βρήκε η κυβέρνηση στο κόμμα της ΝΔ.

Ετσι χτες, μία μέρα μετά την ανακοίνωση των "κατευθύνσεων του κοινωνικού διαλόγου" που έδωσε στη δημοσιότητα η κυβέρνηση, η ΝΔ σε ανακοίνωσή της, που εκδόθηκε μετά από σύσκεψη στελεχών υπό την προεδρία του Κ. Καραμανλή, υποσχέθηκε να καταθέσει "κατά την πορεία εξέλιξης του κοινωνικού διαλόγου, τις δικές της εποικοδομητικές θέσεις και προτάσεις".

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι ο διάλογος πρέπει να συνδυαστεί με "τη διασφάλιση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας". Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία για το τι εννοεί "πορεία ανάπτυξης", διευκρινίζει ότι μία τέτοια πορεία προϋποθέτει μεταξύ άλλων "γενναίες αποκρατικοποιήσεις, άμεση και πλήρη απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, δημιουργία κλίματος παραγωγικών επενδύσεων και εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης". Η ΝΔ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι δεν ακολουθεί μια τέτοια πολιτική και την καλεί να προχωρήσει σε ακόμα μεγαλύτερη "περιστολή των δημοσίων δαπανών και της φορολογίας", ενώ εκτιμά ότι αποδυναμώνεται ο διάλογος λόγω της "ατολμίας της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το θέμα της κοινωνικής ασφάλισης".

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκτιμά ότι εάν δε συνδυαστεί ο "κοινωνικός διάλογος" με τις ιδιωτικοποιήσεις και την περικοπή των δημόσιων δαπανών, τότε "θα αποτύχει" και στο σκέλος της "υιοθέτησης ενός ευέλικτου σχήματος αγοράς εργασίας", όπως "επιστημονικά" ονομάζεται η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, όπως τις ξέρουμε μέχρι σήμερα.

Περισσότερο σαφής ο Κ. Μητσοτάκης σε δήλωσή του με αφορμή τις εξελίξεις στην οικονομία ζητάει "βαθιές διαρθρωτικές τομές στον τομέα της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης, στη δημόσια διοίκηση και προπαντός αποφασιστική μείωση του τεράστιου κράτους". Μάλιστα ο πρώην πρωθυπουργός ζητάει "την ταχύτατη προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα" και αναφέρει ως παραδείγματα ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας τον ΟΤΕ, την προώθηση της παραγωγής ρεύματος και από ιδιώτες και την αποκρατικοποίηση των συγκοινωνιών. Κατά τον Κ. Μητσοτάκη εάν δε γίνουν αυτά, τότε "η ελληνική οικονομία δεν έχει καμιά ελπίδα", καθώς, όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του, υπάρχει ήδη ένα "αφανές χρέος" ύψους 3 τρισ. δρχ που οφείλεται στα χρέη του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ"
Αμεσος στόχος η παγίδευση των εργαζομένων

Στην υποστήριξη της ΝΔ και του ΣΥΝ, καθώς και των ηγεσιών των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, προσδοκά η κυβέρνηση, προκειμένου να επιβάλει την αντιλαϊκή λαίλαπα

Η εξασφάλιση της συμμετοχής των συνδικάτων στον "κοινωνικό διάλογο" - απάτη αποτελεί, σε αυτή τη φάση, τον κεντρικό στόχο της κυβέρνησης Σημίτη, ώστε να συγκαλύψει πίσω από το μανδύα του "διαλόγου" την επιχειρούμενη κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων.

Στην κατεύθυνση αυτή, η κυβερνητική προπαγάνδα εστιάζεται στο διάλογο ως "αξία", στο ότι δήθεν "δεν υπάρχουν προειλημμένες αποφάσεις", ενώ περισσεύουν οι διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα ή άλλοθι για αντιλαϊκές λύσεις!

Ταυτόχρονα όμως, ξεκαθάρισε ότι στόχος του "κοινωνικού διαλόγου" είναι να υπάρξει συναίνεση και συμφωνία των εργαζομένων στην αντιλαϊκή λαίλαπα, η οποία "σκιαγραφείται" ξεκάθαρα από το ίδιο το "πλαίσιο του κοινωνικού διαλόγου". Η κυβέρνηση, σε όλους τους τόνους, καθιστά σαφές ότι τα όσα περιλαμβάνονται στο πλαίσιο του διαλόγου είναι το ελάχιστο των "αλλαγών" στις εργασιακές σχέσεις που θα προωθήσει. Παράλληλα, σε μια επίδειξη ...γενναιοψυχίας, καλεί τους κοινωνικούς φορείς να "εμπλουτίσουν" τους άξονες του διαλόγου, απευθυνόμενη προφανώς προς τις εργοδοτικές οργανώσεις, οι οποίες δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα ενθουσιασμένες με το διάλογο και απαιτούν άμεσα μέτρα και αποτελέσματα.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση δεν κρύβει ότι προσδοκά πολλά από τη στήριξη των υπόλοιπων κομμάτων της αντιπολίτευσης, κυρίως ΝΔ και ΣΥΝ, στην επιχείρηση του "κοινωνικού διαλόγου", καθώς και στις πλειοψηφίες των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στο πλαίσιο αυτό ο Κ. Σημίτης,στις δηλώσεις που έκανε χτες, μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο της ΟΚΕ της ΕΕ Τ. Τζέκινς, εμφανίστηκε αισιόδοξος για την πορεία του "κοινωνικού διαλόγου" και εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι "όλα τα προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν με συζήτηση". Δε δίστασε να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν αντιδράσεις και διαφορετικές απόψεις, πράγμα που θεωρεί φυσικό, αλλά, όπως είπε, θα υπάρξει σύνθεση μέσα από το διάλογο. Αναφερόμενος στις κυβερνητικές επιδιώξεις όσον αφορά τον "κοινωνικό διάλογο", είπε το εξής καταπληκτικό: "Η κυβέρνηση δεν έχει στόχους, με την έννοια ότι θέλει να επιτύχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα" (!). Η κυβέρνηση εκείνο το οποίο επιδιώκει, συμπλήρωσε, είναι να υπάρξει μια ομοφωνία για να προσπαθήσουμε όλοι από κοινού την ισότιμη ένταξη στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Παράλληλα, επικαλέστηκε την "κοινή πεποίθηση που υπάρχει αυτή τη στιγμή" στο ότι "η χώρα πρέπει να προβεί σε αλλαγές, σε νέες ρυθμίσεις, πρέπει να έχει κάποιο όραμα (!), σχετικά με τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και της κοινωνικής ασφάλισης".

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Ρέππας, προσπαθώντας να αποδείξει τις "αγαθές" προθέσεις της κυβέρνησης, ισχυρίστηκε ότι, "αν ήθελε η κυβέρνηση να επιβάλει απόψεις, θα μπορούσε να αποφασίσει και να νομοθετήσει και να επιβάλει απόψεις". Ο ίδιος, όμως, έδωσε την απάντηση: "Η κυβέρνηση μπαίνει στο διάλογο, γιατί επιδιώκει τη συνεργασία και τη συμπόρευση όλων".

Εμμονή στις αυταπάτες

Τι άλλο πρέπει να πει πια αυτή η κυβέρνηση, για να γίνουν κατανοητά τα κίνητρα που οδηγούν στη διαδικασία που έχει ονομάσει "κοινωνικό διάλογο"; Τι άλλο πρέπει να κάνει για να φανούν ξεκάθαρα οι προθέσεις της για το πώς αντιλαμβάνεται τις αναδιαρθρώσεις που "πρέπει" να γίνουν στους όρους προσφοράς της μισθωτής εργασίας; Πόσες υπογραφές πρέπει να "πέσουν" κάτω από κείμενα, όπως αυτό των "19 σημείων για τον κοινωνικό διάλογο", που αποσαφήνισε ακόμη περισσότερο τις... εκσυγχρονιστικές βλέψεις για ένα νέο "εργασιακό μεσαίωνα", ώστε να γίνει κατανοητό πως η κυβέρνηση, ενιαία, αταλάντευτα θα προωθήσει αυτήν την πολιτική; Πόσες "υπουργικές σκέψεις" πρέπει ακόμα να... "διαρρεύσουν" για το ασφαλιστικό, προκειμένου να γίνει κατανοητό το πού οδηγούν τα ασφαλιστικά ταμεία, στηριγμένοι στο αντιασφαλιστικό νομοθετικό πλαίσιο που ψήφισε πριν λίγα χρόνια η ΝΔ; Πόσα χρονοδιαγράμματα πρέπει να δημοσιοποιηθούν, προκειμένου να διαφανεί πως μόνη λύση είναι η άμεση οργάνωση της πάλης του συνδικαλιστικού κινήματος, το ξεκίνημα δυναμικών ενωτικών εργατικών αγώνων, στη βάση της υπεράσπισης των κατακτήσεων όλων των εργαζομένων και συνταξιούχων, που θα βάλουν φραγμό στην επερχόμενη λαίλαπα;

***

Τα παραπάνω είναι ξεκάθαρα για τις δυνάμεις που σήμερα εργάζονται στην κατεύθυνση της οργάνωσης της λαϊκής αντίστασης, ενώ οι εργαζόμενοι - ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση - έχουν σήμερα καταλάβει, μετά από σχεδόν 7 μήνες διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη, πως τίποτε καλό για τα εισοδήματα και τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα δεν κυοφορείται σε αυτές τις διαδικασίες "συζήτησης των κοινωνικών εταίρων". Σε δύσκολη, πολύ δύσκολη θέση βρίσκονται ακόμα και τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που καλούνται να απολογηθούν γι' αυτή την πολιτική.

***

Κι όμως, αυτό το κλίμα δε φαίνεται να αγγίζει την ηγεσία του Συνασπισμού, παρά το γεγονός ότι η συνδικαλιστική τους παράταξη - όπως όλες - είναι δέκτης της λαϊκής αγανάκτησης. Στην πλ. Κουμουνδούρου - στα πλαίσια προφανώς άσκησης της προγραμματικής αντιπολίτευσης - επιμένουν να προβάλλουν θέσεις υπέρ του εξωραϊσμού του "κοινωνικού διαλόγου" και να κινούνται στην κατεύθυνση της απαίτησης διαφορετικών όρων ανταλλαγής απόψεων των "κοινωνικών εταιρών". Στο επίκεντρο, το αίτημα για διάλογο δεσμευτικού χαρακτήρα. Να "δεσμευτεί", δηλαδή, η κυβέρνηση ότι θα υπολογίσει τις θέσεις και τις "θετικές προτάσεις" των συνδικάτων. Μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει πως οι μόνες δεσμεύσεις που κατανοεί είναι αυτές που προέρχονται από τα κέντρα λήψης αποφάσεων της ΕΕ ή από τους γνωστούς, εγχώριους οικονομικούς παράγοντες. Παράλληλα, δε λείπει η προβολή αυταπατών σχετικά με το ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί σήμερα να πειστεί να ελαττώσει το εύρος της επίθεσης στα εργασιακά ασφαλιστικά δικαιώματα. Χαρακτηριστικό το χτεσινό πρωτοσέλιδο της "Αυγής", που έκανε λόγο για "διακριτικές αποστάσεις" του υπουργού Εργασίας (!) από το κυβερνητικό πλαίσιο... Ισως οι θέσεις ενός κόμματος να μην απασχολούσαν σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο. Ομως σήμερα, που η ανάγκη έκφρασης κοινωνικών αντιστάσεων είναι επιτακτική, παίζουν ανασταλτικό ρόλο. Είναι δε σαφές ότι οι εργαζόμενοι που θέλουν αποτελεσματικά να υπερασπιστούν τις κατακτήσεις τους, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τις "βάλουν στην άκρη".

Γ. Λ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ