Κατακλυσμό αντιδράσεων συνεχίζει να προκαλεί ο αυταρχικός κατήφορος της κυβέρνησης που συνεχίζει να καλύπτει και να στηρίζει τον δικομανή υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Γιαννόπουλο και τις αθλιότητές του. Τον πρώτο υπουργό Δικαιοσύνης στα μεταπολιτευτικά χρονικά που επιχειρεί να στήσει στον τοίχο, όχι απλά μια εφημερίδα επειδή έπραξε το καθήκον της ή επειδή είχε διαφορετική απ' αυτόν πολιτική θέση και άποψη, αλλά επί της ουσίας την ίδια την ελευθεροτυπία και στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα του λαού.
Η επιδίωξή του αυτή γίνεται όλο και περισσότερο ξεκάθαρη και σαφής - παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να την καλύψει πίσω από τις σαθρές κατηγορίες που «φορτώνει» στον «Ριζοσπάστη» - και αποδοκιμάζεται όλο και πιο έντονα, από όλο και περισσότερους. Παράγοντες της δημόσιας ζωής, προσωπικότητες του πνεύματος, της πολιτικής, της επιστήμης, μαζικοί φορείς και συνδικαλιστικές οργανώσεις καταδικάζουν με δριμύτητα τα «έργα» του Ε. Γιαννόπουλου, χαρακτηρίζουν κατάπτυστες τις ενέργειές του και συνένοχη την κυβέρνηση, ενώ ζητούν να σταματήσει τώρα η δίωξη εναντίον του «Ρ». Παράλληλα, εκφράζουν την αμέριστη συμπαράστασή τους στην εφημερίδα και δηλώνουν έτοιμοι να την εκφράσουν και εμπράκτως εάν και εφόσον χρειαστεί και προκειμένου να αποκρουστεί η επίθεση, οι διαστάσεις της οποίας απειλούν το σύνολο του Τύπου και των λαϊκών δικαιωμάτων.
Από την εβδομαδιαία πανθεσπρωτική εφημερίδα «Εγνατία» και το φύλλο της Τετάρτης, 26 Γενάρη 2000, αντιγράφουμε το πρωτοσέλιδο άρθρο, με τίτλο «Η Δικαιοσύνη και ο υπουργός της».
Με άλλα λόγια, ο υπουργός Δικαιοσύνης, προσφεύγων στη Δικαιοσύνη, οφείλει να παραιτηθεί και να συνεχίσει τον επικείμενο δικαστικό αγώνα, όχι ως υπουργός πλέον, αλλ' ως κοινός πολίτης. Ετσι επιβάλλουν οι κανόνες της δεοντολογίας και της αμερόληπτης κρίσης, στην οποία υποβάλλει εαυτόν ο κ. υπουργός. Υπό τις ανωτέρω γενικώς παραδεδεγμένες αρχές, η εμμονή του κ. Γιαννόπουλου στην υποβολή αθρόων μηνύσεων και αγωγών κατά παντός έχοντος διάφορη γνώμη και άποψη, καθ' ον χρόνον, μάλιστα, κατέχει τον υπουργικό θώκο, δεν είναι ό,τι καλύτερο θα περίμενε κανείς από έναν υπουργό Δικαιοσύνης.
Οφειλε, και για λόγους ευθιξίας και για λόγους δεοντολογίας, να παραιτηθεί και ύστερα να επιδιώξει την επί ίσοις όροις αντιπαράθεση με τον οποιονδήποτε αντίδικό του. Γιατί, έτσι όπως εκτυλίσσονται τα γεγονότα, τείνει να παγιωθεί μια αρρωστημένη νοοτροπία, που εμβάλλει σε δικαιολογημένες ανησυχίες τον μέσο Ελληνα πολίτη.
Δεν είναι δυνατόν να παραμένει υπουργός Δικαιοσύνης ο κ. Γιαννόπουλος και να είναι συγχρόνως μόνιμος θιασώτης και πρωταγωνιστής των αιθουσών της πρώην Σχολής Ευελπίδων, επιζητών από τους υφισταμένους του ικανοποίηση με μυθώδη ποσά, σαν αποζημίωση της τρωθείσης τιμής του. Θα πρέπει να καταλάβουν οι πολιτικοί μας πως η ιδιότητά τους αυτή δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις και απαιτεί ιδιαίτερες ευαισθησίες απέναντι στους πολίτες.
Εχει υποχρέωση, λοιπόν, η κυβέρνηση και ο κ. Σημίτης προσωπικά να επιληφθούν του θέματος. Δύο λύσεις έχει: `Η να περιορίσει τις δικαστηριακές δραστηριότητες του υπουργού του ή να τον απαλλάξει των καθηκόντων του, ώστε σαν πολίτης πλέον ο κ. Γιαννόπουλος να διεκδικήσει τα ...εκατομμύριά του απ' την κ. Παπαρήγα και την κ. Κανέλλη ή οποιονδήποτε άλλον που θα έχει σειρά».
Η Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα Αγροτών Ζακύνθου καταδικάζει την πολιτική δίωξη εναντίον του «Ρ» από τον υπουργό Δικαιοσύνης, τον «υπουργό υβριστή των αγροτών, που με δική του εντολή οι εισαγγελείς έχουν στείλει στα αγροτοδικεία χιλιάδες αγρότες». Η συντονιστική προειδοποιεί τον υπουργό ότι η φίμωση και η τρομοκρατία δε θα περάσουν και θα τους βρει αντιμέτωπους.
Τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις του υπουργού Δικαιοσύνης καταδικάζει και το Συνδικάτο Οικοδόμων Λάρισας, καταγγέλλοντας πως αυτές γίνονται «με τις πλάτες της κυβέρνησης και στοχεύουν στη φίμωση κάθε αντίθετης φωνής, κάθε αντίστασης στη βαρβαρότητα του σημερινού σάπιου συστήματος».
Η Πανηλειακή Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη εκφράζει την ανησυχία της και καταγγέλλει στο λαό της περιοχής τον κυβερνητικό αυταρχισμό, τις διώξεις και τα ιδιώνυμα σε βάρος εργατών, αγροτών, μαθητών και όσων αντιστέκονται στις κυβερνητικές πολιτικές.
«Η ποινικοποίηση κάθε αντίθετης άποψης - καταγγέλλεται - και πολιτικής κριτικής είναι παραδείγματα χαρακτηριστικά του αντιδημοκρατικού κατήφορου της κυβέρνησης. Αποκορύφωμα - το τελευταίο σύμπτωμα αυτής της πολιτικής - αποτελούν οι διώξεις σε βάρος εφημερίδων και περιοδικών, με πρωταγωνιστή και αυτή τη φορά τον υπουργό Δικαιοσύνης».
Η Επιτροπή καλεί το λαό να καταδικάσει τέτοιες πολιτικές και πρακτικές, καλεί όμως και την κυβέρνηση να αναλογιστεί τις ευθύνες της και να σεβαστεί επιτέλους τις δημοκρατικές ελευθερίες που ο ελληνικός λαός κέρδισε με μεγάλους αγώνες, προειδοποιώντας πως όσο κι αν το επιθυμούν, «η ιστορία δε γυρίζει προς τα πίσω και δεν ξαναγράφεται».
Η Μαρία Τσαγκατάκη, γραμματέας του Σωματείου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας, δήλωσε σχετικά με τη δίωξη: «Η κίνηση αυτή είναι μια κυβερνητική τρομοκρατική παρέμβαση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός αρνείται να συναντηθεί με την ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Παράλληλα, ο ίδιος ο υπουργός, με "ραβασάκια" απειλεί όλα τα σωματεία που δήλωσαν τη συμπαράστασή τους στο "Ριζοσπάστη" και τα καλεί να απολογηθούν για τη στάση τους.
Αυτό δε διαφέρει καθόλου από την πρακτική που ακολουθούσαν επί χούντας, όταν έστελναν τους εξόριστους στη Γιάρο και τους ζητούσαν να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας, ζητώντας τους στην ουσία να απαρνηθούν τα πιστεύω τους και την ιδεολογία τους. Αυτός που χρησιμοποιεί την ιδιότητά του, ως υπουργός Δικαιοσύνης, για να τρομοκρατεί, είναι επικίνδυνος. Είναι χειρότερος και από τον Γκαίμπελς. Ο χαρακτηρισμός που του ταιριάζει είναι άθυρμα. Με αυτά που κάνει η κυβέρνηση δείχνει ότι φοβάται, επειδή βλέπει πόσος κόσμος έχει συσπειρωθεί γύρω από αυτό το ζήτημα και επειδή βλέπει ότι οι δημοκρατικές ρίζες αυτού του λαού είναι βαθιές. Φοβάται το λαό, επειδή ο λαός αγωνίζεται για τα δίκια του και είναι συσπειρωμένος γύρω από το ΚΚΕ».
Η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων ΟΤΑ Καρδίτσας ομόφωνα αποφάσισε και καταδικάζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη δικαστική δίωξη που έχει εξαπολύσει ο υπουργός Δικαιοσύνης ενάντια στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Η επίθεση αυτή του κ. Γιαννόπουλου ενάντια στο «Ριζοσπάστη», μια εφημερίδα που με συνέπεια υποστηρίζει τους αγώνες των εργαζομένων, τα συνδικαλιστικά δημοκρατικά δικαιώματα του λαού, στην ουσία, στρέφεται ανοιχτά κατά της ελευθερίας, της πολιτικής έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου.
Θεωρούμε ότι η ευθύνη της δίωξης δεν είναι αποκλειστικά του υπουργού Δικαιοσύνης. Την κύρια ευθύνη έχει η κυβέρνηση, την πολιτική και τακτική της οποίας γνωρίζουν και γεύονται καθημερινά οι εργαζόμενοι στην ΤΑ και γενικότερα ο ελληνικός λαός. Είναι μια προσπάθεια φίμωσης και τρομοκρατίας εκ μέρους της κυβέρνησης προς κάθε φωνή που ασκεί κριτική στην πολιτική της.
Καλούμε όλους τους εργαζόμενους να καταδικάσουν τέτοιες ενέργειες και δηλώνουμε ότι τέτοιες προσπάθειες φίμωσης του Τύπου μάς βρίσκουν αντίθετους.
Σε ανακοίνωσή του το Παράρτημα Λάρισας της ΠΕΑΕΑ επισημαίνει:«Στο νικηφόρο αγώνα στην Κατοχή για το διώξιμο των ναζιστών απ' την πατρίδα μας, την εξασφάλιση της Εθνικής Ανεξαρτησίας, και την εδραίωση της Λαϊκής Κυριαρχίας - της "Λαοκρατίας" όπως την τραγούδησε ο λαός μας - ο "Ριζοσπάστης" στάθηκε, είτε νόμιμος, είτε παράνομος, θερμός συμπαραστάτης και οδηγητής μας. Από τότε και μέχρι σήμερα συνεχίζει με την ίδια φλόγα και αγωνίζεται για τη λύση των προβλημάτων μας και γενικά για τη λύση των προβλημάτων όλων των λαϊκών στρωμάτων, που βάναυσα καταπατούνται από την πολιτική της "Νέας Τάξης Πραγμάτων", που εφαρμόζει σήμερα η κυβέρνηση Σημίτη. Πολιτική που εξυπηρετεί τα ντόπια και ξένα μονοπώλια.
Η προσπάθεια φίμωσης της εφημερίδας, που γίνεται με τη μήνυση που επέβαλε ο υπουργός Δικαιοσύνης μάς βρίσκει αντίθετους. Οπως στην Κατοχή παλέψαμε και εφαρμόσαμε με την Κυβέρνηση του Βουνού ομαλή δημοκρατική πορεία για τον τόπο και την πατρίδα μας, έτσι και σήμερα μέσα από τις γραμμές της ΠΕΑΕΑ θ' αγωνιστούμε για τη διατήρησή της. Καλούμε τον πρωθυπουργό που υποθάλπει και καλύπτει τον υπουργό Δικαιοσύνης ν' ανακαλέσει τη μήνυση σε βάρος του "Ριζοσπάστη". Η μήνυση αυτή ανοίγει δρόμους επικίνδυνους στην ομαλή δημοκρατική πορεία του τόπου, που τόσο ανάγκη έχει σήμερα ο λαός μας».
Ο Δημήτρης Λασπίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Χειριστών του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, μας δήλωσε:
«Σχετικά με τη δίωξη του "Ριζοσπάστη" η άποψή μου, αλλά πιστεύω και όλου του ελεύθερου δημοκρατικού κόσμου, είναι ότι προσβάλλει το αίσθημα δικαίου του λαού, είναι έξω από το πνεύμα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, απόψεων και θέσεων και είναι πέρα για πέρα αντιδημοκρατική.
Παρά το γεγονός ότι ο κ. Γιαννόπουλος θέλει να φαίνεται ότι είναι δημοκράτης και να παρουσιάζεται σαν αντιστασιακός, πρέπει να πω ότι οι δημοκράτες, που έχουν δώσει μάχες και αγώνες δε συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο. Κατά την άποψή μου είναι άδικη η δίωξη και πέρα για πέρα αντίθετη με τους θεσμούς και τη δημοκρατία».
Τη «σκόπιμη πολιτική δίωξη κατά του "Ριζοσπάστη"» καταγγέλλει και το Παράρτημα της ΠΕΑΕΑ Πλάκας, ενώ εκφράζει τη συμπαράστασή του και την αλληλεγγύη του, δηλώνοντας πως θα σταθεί στο πλευρό «της εφημερίδας του λαού, που αγωνίζεται εδώ και 80 χρόνια για τα δίκαια των εργαζομένων και όλου του ελληνικού λαού».
Την έντονη αγανάκτησή της για την «απαράδεκτη επίθεση του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Γιαννόπουλου σε βάρος του "Ρ"», εκφράζει με ανακοίνωσή της η Πανελλήνια Ενωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου.
Η Ενωση προειδοποιεί ότι η επίθεση κατά του Τύπου ανοίγει επικίνδυνους δρόμους κατά της ελευθεροτυπίας, σημειώνοντας πως οι πολιτικές διαφορές λύνονται στον πολιτικό στίβο και όχι στα δικαστήρια. Τέλος, δηλώνει πως τάσσεται ανεπιφύλακτα στο πλευρό του «Ριζοσπάστη».
«Την αντιδημοκρατική συμπεριφορά του Ευάγγελου Γιαννόπουλου ενάντια στο "Ρ", που πλήττει άμεσα τη δημοκρατία και την ελεθεροτυπία», καταδικάζουν τα μέλη της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αδιόριστων Εκπαιδευτικών και δηλώνουν: «Είμαστε στο πλευρό της εφημερίδας καιτέτοιες ενέργειες θα μας βρίσκουν συνεχώς μπροστά τους.
Καλούμε την κυβέρνηση που έχει την πρώτη ευθύνη, να συμμαζέψει τον υπουργό τηςκαι να βάλει τέλος σ' αυτές τις αντιδημοκρατικές, φασιστικές ενέργειες».
Την προσπάθεια φίμωσης του «Ριζοσπάστη» και το επιχειρούμενο χτύπημα κατά της ελευθεροτυπίας καταδικάζει και η διοικούσα επιτροπή του Παραρτήματος Πατησίων - Ριζούπολης της ΠΕΑΕΑ. Σε ψήφισμά της σημειώνει πως «ο "Ρ" θα είναι πάντα φωνή διαμαρτυρίας όλων των καταπιεζόμενων και ο καθημερινός οργανωτής του λαϊκού κινήματος» και απαιτεί «κάτω τα χέρια από την εφημερίδα του λαού».
Το Παράρτημα Πετρούπολης της ΠΕΑΕΑ καταγγέλλει τον υπουργό Δικαιοσύνης για την «αντιδημοκρατική του ενέργεια φίμωσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης», ενώ σημειώνει πως «η δίωξη του "Ρ" καθώς και άλλων εντύπων θυμίζει μαύρες μέρες αλλά χαρακτηρίζει το ήθος και ύφος του ΠΑΣΟΚ».
Επιλογή συνολικά της κυβέρνησης χαρακτηρίζει τη δίωξη εναντίον του «Ρ» και το Σωματείο Οικοδόμων Λήμνου, που εκφράζει την αμέριστη συμπαράστασή του στην εφημερίδα, στο «θερμό και αμετακίνητο υποστηρικτή των εργατικών συμφερόντων, για να συνεχίσει να προβάλει και να στηρίζει τους αγώνες μας για την πραγματοποίηση ενός καλύτερου αύριο».
Την επιδιωκόμενη φίμωση του «Ριζοσπάστη» καταγγέλλει και το Παράρτημα Αγρινίου της ΠΕΑΕΑ που επιρρίπτει ακέραια την ευθύνη στην κυβέρνηση.
Το Παράρτημα καταγγέλλει «την κυβέρνηση του Κ. Σημίτη, διότι με την ενθάρρυνση - παρότρυνση που παρέχει στον υπουργό έχει αποθρασυνθεί και επιχειρεί με αυταρχικότητα και αλαζονεία να φιμώσει τον Τύπο και να τρομοκρατήσει τους δημοσιογράφους, πληγώνοντας το θεσμό της ελευθεροτυπίας».
Η κυβέρνηση καλείται να αναλογιστεί τις ευθύνες που επωμίζεται και προειδοποιείται πως σε ό,τι αφορά τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης θα σταθούν αποφασιστικά στο πλευρό του «Ρ» και κάθε άλλου εντύπου που θα διωχτεί κατά τρόπο που θυμίζει άλλες εφιαλτικά αντιδημοκρατικές εποχές.
Τη συμπαράστασή του στο «Ριζοσπάστη» εκφράζει και το Εργατικό Κέντρο Βορείου Συγκροτήματος Δωδεκανήσου, καταγγέλλοντας σε ανακοίνωσή του πως «είναι πρωτοφανές και απαράδεκτο για τα μεταπολεμικά χρόνια, υπουργός να σέρνει στα δικαστήρια, να απειλεί όποιον διαφωνεί μαζί του και να ποινικοποιεί την κάθε διαφορετική άποψη».
Το Εργατικό Κέντρο απαιτεί να σταματήσει τώρα η δίωξη και υπενθυμίζει στον υπουργό αλλά και στην κυβέρνηση ότι «η εφημερίδα στη μακρόχρονη πορεία της έχει δεχτεί πάμπολλα χτυπήματα και επιβίωσε και θα επιβιώσει γιατί είχε και θα έχει τη στήριξη του λαού και της εργατικής τάξης».
Ο Α. Αντύπας, μέλος της διοίκησης της ΓΣΕΕ και του Γενικού Συμβουλίου της ΟΤΟΕ, επισήμανε :«Σήμερα, έχει γίνει πλέον φανερό, ότι ενάντια στο "Ριζοσπάστη" και το ΚΚΕ, δε στρέφεται ένας ιδιόμορφος υπουργός, αλλά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και γι' αυτό έχει ιδιαίτερες πολιτικές ευθύνες ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης. Εχει γίνει φανερό ότι όσο προχωράει αυτή η αντιλαϊκή, αυταρχική πολιτική του κεφαλαίου, με στόχο την ανατροπή και αφαίρεση κατακτήσεων και δικαιωμάτων των εργαζόμενων, τόσο αυτή θα στρέφεται ενάντια σε πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονται. Η πολιτική δύναμη που αντιστέκεται και καλεί το λαό να μην σκύψει το κεφάλι είναι το ΚΚΕ και η φωνή του ο " Ριζοσπάστης". Για άλλη μια φορά, όμως, υποτίμησαν την αντίδραση των εργαζόμενων που υπερασπίζονται το κόμμα τους και την εφημερίδα του. Η ιστορία αυτή θα στραφεί εναντίον τους. Χρειάζεται να τιμωρηθούν πολιτικά και όλοι οι εκφραστές αυτού του αυταρχισμού».