ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Μάη 2005
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΟΔΗΓΙΑ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Δουλιά όπως και όποτε θέλει ο εργοδότης

Motion Team

Μια νέα μαύρη σελίδα στη βάρβαρη εκμετάλλευση των εργαζομένων από το ευρωενωσιακό κεφάλαιο ανοίγει η Εκθεση Σέρκας, που ψήφισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 11 Μάη, ανήμερα του γιορτασμού της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.

Ο πυρήνας της οδηγίας συμπυκνώνεται σε εφτά μόνο λέξεις: Δουλιά όπως και όποτε θέλει ο εργοδότης. Με τη νέα οδηγία, οι Συλλογικές Συμβάσεις τινάζονται στον αέρα. Ο εργοδότης αποκτά το δικαίωμα να απασχολεί τον εργαζόμενο μέχρι και 13 ώρες ημερησίως ή και παραπάνω. Ετσι, η εκμετάλλευση αυξάνεται με ένα συνδυασμό αύξησης του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε ετήσια βάση που προβλέπει η νέα οδηγία.

Οι συνέπειες για τους εργαζόμενους θα είναι δραματικές. Ο ημερήσιος χρόνος εργασίας αυξάνεται και μαζί του η απλήρωτη δουλιά. Η ανάγκη για ξεκούραση, ψυχαγωγία και διασκέδαση, για συνδικαλιστική και πολιτική δράση περιορίζεται δραστικά. Η αναπλήρωση της εργατικής δύναμης μπαίνει στη μέγκενη των εξαντλητικών καθημερινών ωραρίων. Αντιστρόφως ανάλογα είναι τα αποτελέσματα για το κεφάλαιο. Περισσότερη υπερεργασία, περισσότερη απλήρωτη δουλιά σημαίνει και περισσότερα κέρδη.

Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με την οδηγία αναθερμαίνεται στη χώρα μας ο «διάλογος» για το Εργασιακό, με κεντρικά θέματα την αξίωση του κεφαλαίου για μείωση του κόστους των υπερωριών και διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε ετήσια βάση.

Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, τα κόμματα του κεφαλαίου και οι συνδικαλιστικοί εκφραστές τους είναι υπόλογοι απέναντι στους εργαζόμενους για τη στάση που κράτησαν στη συγκεκριμένη οδηγία, αλλά και συνολικά στη στρατηγική της Λισαβόνας. Οπως υπόλογος είναι και ο ΣΥΝ που μπήκε στη διαδικασία να παζαρέψει πλευρές της οδηγίας και νομιμοποίησε με την ψήφο του το σπάσιμο του χρόνου εργασίας σε «ενεργό» και «ανενεργό».

Η προϊστορία

Βάση για τη λεγόμενη οργάνωση του χρόνου εργασίας στα πλαίσια της ΕΕ αποτελεί η οδηγία 93/104/ΕΚ που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ στις 23 Νοέμβρη του 1993. Δέκα χρόνια μετά, το 2003, το ευρωενωσιακό κεφάλαιο απαίτησε τη νέα προσαρμογή της νομοθεσίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας στις σύγχρονες ανάγκες της κερδοφορίας του. Ετσι, στις 4 Νοέμβρη του 2003 προέκυψε η οδηγία 2003/88/ΕΚ, η οποία αναμόρφωσε σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση την οδηγία του 1993. Το κεφάλαιο δεν έμεινε ικανοποιημένο. Με πρόσχημα ορισμένες «δυσλειτουργίες» που παρουσίασε η 2003/88/ΕΚ στην πρακτική εφαρμογή της, απαίτησε την αναμόρφωση της οδηγίας, ζητώντας ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων. Ηδη, οι πολιτικοί των εργοδοτών είχαν προβλέψει στο κείμενο της οδηγίας 2003/88/ΕΚ τη δυνατότητα επανεξέτασης ορισμένων σημείων της σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την έγκρισή της.

Τι καινούριο ζητούσε το κεφάλαιο και τι απέμενε ακόμα να ρυθμιστεί;

Το πρώτο ήταν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο εργοδότης θα έχει το δικαίωμα να διευθετεί το χρόνο εργασίας του εργαζόμενου, με μοναδική προϋπόθεση ο μέσος όρος να μην υπερβαίνει τις 48 ώρες τη βδομάδα μαζί με τις υπερωρίες. Οι οδηγίες του 1993 και του 2003 καθόριζαν σαν χρόνο αναφοράς (χρόνο διευθέτησης) τους τέσσερις μήνες. Εδιναν όμως τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις και μέσα από συλλογικές συμβάσεις, η περίοδος διευθέτησης να επεκταθεί στους 6 μήνες ή ακόμα και στους 12. Το κεφάλαιο ζητούσε, η περίοδος διευθέτησης να επεκταθεί στους 12 μήνες, χωρίς να είναι απαραίτητη η υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης. Απαιτούσε να διαπραγματεύεται απευθείας με τον εργαζόμενο -δηλαδή να επιβάλλει στον εργαζόμενο - την ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας.

Με την οδηγία του 2003 εισάγεται, για πρώτη φορά, η ρήτρα «opt- out». Σύμφωνα με αυτήν, ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει από τον εργαζόμενο να εργαστεί πάνω από 48 - κατά μέσον όρο - ώρες τη βδομάδα. Το μέτρο εφαρμόστηκε άμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τονώνοντας δραστικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων με τις χιλιάδες απλήρωτες υπερωρίες, με αποτέλεσμα το βρετανικό κεφάλαιο να βελτιώσει τη θέση του στον ευρωενωσιακό ανταγωνισμό.

Στον πυρήνα των εργοδοτικών απαιτήσεων βρισκόταν και το «σπάσιμο» της εφημερίας και συνολικά του χρόνου εργασίας σε δυο μέρη: Την ενεργό και την ανενεργό περίοδο και το χαρακτηρισμό της δεύτερης σαν «μη εργάσιμος χρόνος» και άρα απλήρωτος χρόνος εργασίας. Το κεφάλαιο απαιτούσε διακαώς να επαναπροσδιοριστεί ο ορισμός του «χρόνου εργασίας». Στην οδηγία του 2003 δε συμπεριλήφθηκε η παραπάνω ρύθμιση και σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της ΕΕ δεσμεύτηκε να διευθετήσει το ζήτημα με τη νέα οδηγία που ήδη είχε στα σκαριά.

Σημειώνεται ότι ήδη από το 1993 υπάρχει στην ευρωενωσιακή οδηγία η πρόβλεψη ότι «τα κράτη - μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει ανά 24ωρο περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας 11 συναπτών ωρών» (οδηγία 93/104/ΕΚ, άρθρο 3). Το ίδιο επαναλαμβάνει και η οδηγία του 2003 (2003/88/ΕΚ, άρθρο 3). Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι πέρα από τις 11 ώρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, όλος ο υπόλοιπος χρόνος είναι εν δυνάμει «χρόνος εργασίας» και εναπόκειται στους εργοδότες να τον αξιοποιούν κατά βούληση! Ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος μπορεί έτσι να ξεκινάει από τις 8 και να φτάνει μέχρι τις 13 ώρες! Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι, άφηναν ανοιχτό το δρόμο για να επιμηκύνουν τον ημερήσιο χρόνο εργασίας στις 13 και πλέον ώρες.

Και η ταξική συνεργασία

Η εργοδοτική Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), στην οποία ανήκει και η ΓΣΕΕ, και η Ενωση των Ευρωπαϊκών Βιομηχανικών και Εργοδοτικών Συνδέσμων (UNICE), ανέθεσαν από κοινού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη σύνταξη μιας νέας οδηγίας που θα τροποποιούσε τις δύο προηγούμενες, με έμφαση στα επίμαχα σημεία που προαναφέρθηκαν:

  • Τον υπολογισμό του χρόνου των εφημεριών.
  • Τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς του χρόνου εργασίας και,
  • Της ρήτρας «opt- out» που προβλέπει την παράταση της 48ωρης βδομάδας με τη «συγκατάθεση» του εργαζόμενου.

Ετσι, στα τέλη του 2004 προέκυψε το σχέδιο οδηγίας [COM (2004) 0607], το οποίο συζητήθηκε στο Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης στις 6 και 7 Δεκέμβρη του 2004. Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου, οι υπουργοί της ΕΕ - ανάμεσά τους και ο Π. Παναγιωτόπουλος - αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα να προσαρμοστεί ο χρόνος εργασίας των εργαζομένων πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των εργοδοτών και προκρίνουν το βασικό πυρήνα της προωθούμενης οδηγίας.

Το Συμβούλιο των υπουργών - κατά την προβλεπόμενη στα ευρωπαϊκά όργανα διαδικασία - ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει πάνω στην οδηγία. Ετσι προέκυψε η περίφημη Εκθεση Σέρκας, του Ισπανού σοσιαλδημοκράτη, μέλους της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ευρωβουλής. Κατά τη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι ευρωομάδες κατέθεσαν τροπολογίες που μπήκαν σε ψηφοφορία. Την Τετάρτη, 11 Μάη, ολοκληρώθηκε η συζήτηση της Εκθεσης Σέρκας και το τελικό κείμενο - με τις τροπολογίες που ψηφίστηκαν - αποτελεί πλέον το κείμενο της νέας οδηγίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Το κείμενο του Ευρωκοινοβουλίου θα κατατεθεί στο Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης προς έγκριση και αμέσως μετά θα πάρει το χαρακτήρα οδηγίας, την οποία τα κράτη - μέλη είναι υποχρεωμένα να ενσωματώσουν στο εθνικό τους Δίκαιο.

Η «διευθέτηση» στην Ελλάδα

Η λεγόμενη διευθέτηση του χρόνου εργασίας έχει και στη χώρα μας ήδη «προϊστορία» 15 ετών. H προσπάθεια δηλαδή, ο χρόνος εργασίας να μη μετράται σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση, αλλά να υπολογίζεται στη διάρκεια ορισμένων μηνών ή και χρόνου. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις μπορούν να υποχρεώνουν τους εργάτες να δουλεύουν χωρίς τους περιορισμούς που θέτει το οχτάωρο ή το εφτάωρο και χωρίς να ισχύουν οι πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες.

Η πρώτη απόπειρα διευθέτησης έγινε το 1990 με το νόμο 1892 (άρθρο 40) που έδινε τη δυνατότητα 6μηνης διευθέτησης και ανώτατα όρια εργασίας τις 9 ώρες τη μέρα και τις 48 τη βδομάδα, κατόπιν επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων. Οκτώ χρόνια αργότερα, με τον νόμο 2639 (άρθρο 3) προβλεπόταν ότι με περίοδο αναφοράς το εξάμηνο, για 3 μήνες δινόταν η δυνατότητα υπέρβασης του συμβατικού ωραρίου με μία ώρα επιπλέον καθώς και ετήσια διευθέτηση με δυνατότητα για 6 μήνες υπέρβασης του συμβατικού ωραρίου μέχρι 2 ώρες (ημερήσια απασχόληση 10 ώρες).

Ομως αν και υπήρχε ο περιορισμός που προϋπέθετε συλλογική συμφωνία, στην περίπτωση της «Ολυμπιακής Αεροπορίας», (Ν.2602/98, αρθ. 46) μονομερώς και με διευθυντικό δικαίωμα, δόθηκε η δυνατότητα επέκτασης του ημερήσιου χρόνου μέχρι 10 ώρες και του εβδομαδιαίου σε 48 ώρες, στα πλαίσια της ετήσιας διευθέτησης του χρόνου εργασίας.

Η τελευταία νομοθετική παρέμβαση καταγράφεται με τον νόμο 2874 το 2000, άρθρο 5 ο οποίος προβλέπει: Τη διευθέτηση (διαχείριση δηλαδή βάσει διευθυντικού δικαιώματος) συνολικά 138 ωρών το χρόνο. Ως δέλεαρ προσφερόταν στους εργαζόμενους η 38ωρη εβδομαδιαία απασχόληση κατά μέσον όρο το χρόνο. Η διευθέτηση θα γινόταν κατόπιν συλλογικής σύμβασης ή συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Σε περίπτωση που δεν υπήρχε εκπροσώπηση των εργαζομένων στην επιχείρηση, η συμφωνία θα υπογράφεται από την αντίστοιχη κλαδική ομοσπονδία ή πρωτοβάθμιο κλαδικό σωματείο.


Η παράταση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και η απλήρωτη δουλιά

Παρακάτω ακολουθούν οι βασικές ρυθμίσεις της οδηγίας για την «οργάνωση του χρόνου εργασίας», όπως διαμορφώθηκε με τη συζήτηση και την τελική έγκριση της Εκθεσης Σέρκας. Η οδηγία προβλέπει ανάμεσα στα άλλα:

1. Την ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας.

Η νέα οδηγία ορίζει ότι: «Η δυνατότητα παρέκκλισης από τις διατάξεις του άρθρου 16 (σ.σ. καθορίζει το χρόνο διευθέτησης τους τέσσερις μήνες) μπορεί να χρησιμοποιείται για την επέκταση της περιόδου αναφοράς σε 12 μήνες κατ' ανώτατο όριο, για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους, ή για λόγους που σχετίζονται με την οργάνωση της εργασίας (...)». Την ίδια στιγμή, το ανώτατο όριο της μέσης εβδομαδιαίας εργασίας παραμένει υποκριτικά στις 48 ώρες.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να διευθετεί το χρόνο του εργαζόμενου σε ετήσια βάση. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός εργαζόμενου στα ξενοδοχεία, κατά την περίοδο της εξάμηνης τουριστικής αιχμής. Οι ανάγκες κερδοφορίας της επιχείρησης επιβάλλουν 13 ώρες δουλιάς την ημέρα, 5 ημέρες την εβδομάδα επί 6 μήνες. Αρα, στο τέλος της τουριστικής περιόδου ο ξενοδοχοϋπάλληλος θα έχει δουλέψει 13 ώρες Χ 5 ημέρες = 65 ώρες την εβδομάδα, συνολικά δηλαδή 24 βδομάδες Χ 65 ώρες = 1.560 ώρες, χωρίς μάλιστα οι 5 επιπλέον ώρες δουλιάς την ημέρα να θεωρούνται υπερωριακή απασχόληση, επομένως δε θα πληρώνονται ως υπερωρίες, αλλά ως κανονικές ώρες εργασίας. Αν η διευθέτηση γινόταν σε διάστημα μιας εβδομάδας, τότε ο εργοδότης θα ήταν «παράνομος», εφόσον έχει απασχολήσει τον εργαζόμενο 65 αντί 48 ώρες την εβδομάδα που είναι το μέγιστο επιτρεπτό όριο.

Μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου, ο ξενοδοχοϋπάλληλος παίρνει αντισταθμιστική άδεια η οποία ισούται με 75 ημέρες (5 ώρες επιπλέον εργασία την ημέρα κατά το εξάμηνο της περιόδου αιχμής Χ 5 ημέρες την εβδομάδα Χ 24 εβδομάδες = 600 ώρες ή 75 ημέρες οκτάωρης εργασίας). Για δυόμισι δηλαδή μήνες θα βρίσκεται σε υποχρεωτική άδεια, χωρίς αποδοχές και χωρίς να δικαιούται ένσημο. Αν υποθέσουμε ότι τους υπόλοιπους 3,5 μήνες το ξενοδοχείο υπολειτουργεί και ο ξενοδοχοϋπάλληλος εργάζεται μόλις 4 ώρες την ημέρα. Στους 3,5 μήνες ο εργαζόμενος θα καταγράψει στο ενεργητικό του άλλες 280 ώρες δουλιάς (4 ώρες Χ 5 ημέρες Χ 14 εβδομάδες = 280 ώρες). Στο τέλος του χρόνου θα εμφανίζεται από τον εργοδότη του να έχει δουλέψει συνολικά 1.840 ώρες ή κατά μέσο όρο 38,3 ώρες την εβδομάδα (1.840 ώρες / 48 εβδομάδες), 10 σχεδόν ώρες κάτω από το προβλεπόμενο όριο των 48 ωρών!!!

Κι όμως, ο ίδιος εργάτης, για 120 ημέρες το χρόνο δούλευε 13 ώρες καθημερινά, εξαντλούνταν στη δουλιά, φθείροντας ανεπανόρθωτα την υγεία του, απείχε από κάθε άλλη δραστηριότητα και μετά βίας έβρισκε 11 ώρες την ημέρα για να ξεκουραστεί, να δει την οικογένειά του, τους φίλους του, να αθληθεί, να διασκεδάσει. Την ίδια περίοδο ο εργοδότης του του έκλεβε την υπερωρία βγάζοντας μεγαλύτερα κέρδη από τον εργάτη.

2. Τη διάκριση του χρόνου εργασίας σε «ενεργό» και «ανενεργό» περίοδο.

Η έννοια της «εφημερίας», που χρησιμοποιείται στην οδηγία, δεν αφορά μόνο τους γιατρούς, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Στην οδηγία ορίζεται ρητά ότι «χρόνος εφημερίας είναι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος δε δύναται να διαθέσει ελεύθερα το χρόνο του και υποχρεούται να είναι διαθέσιμος στο χώρο εργασίας του ή σε άλλο τόπο που καθορίζει ο εργοδότης του προκειμένου να αναλάβει τη συνήθη εργασία του (...)». Παρακάτω, η ανενεργός περίοδος της εφημερίας ορίζεται σαν την περίοδο «κατά την οποία ο εργαζόμενος βρίσκεται σε εφημερία, αλλά δεν εκτελεί τη συνήθη εργασία του (...)».

Και ενώ η ίδια οδηγία σημειώνει υποκριτικά ότι «ολόκληρη η περίοδος της εφημερίας, συμπεριλαμβανομένης της ανενεργού περιόδου, θεωρείται ως χρόνος εργασίας», στο ίδιο άρθρο ακολουθεί η εξής πρόβλεψη: «Ωστόσο, μέσω συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ή μέσω νομοθεσίας ή κανονισμών, οι ανενεργοί περίοδοι εφημερίας μπορούν να υπολογίζονται με ειδικό τρόπο για να συμφωνούν με τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 6 (σ.σ. 48 ώρες) (...)». Με άλλα λόγια, ο εργοδότης θα μπορεί να χαρακτηρίζει την «ανενεργό» περίοδο σαν μη εργάσιμο χρόνο - και άρα απλήρωτο - προκειμένου να μην ξεπερνάει το όριο των 48 ωρών που προβλέπει η οδηγία σαν ανώτατο όριο του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας.

Αν, για παράδειγμα, ένας πυροσβέστης δουλεύει 5ήμερο - 8ωρο και το Σαββατοκύριακο είναι για 48 ώρες «βάρδια επιφυλακής», θα έχει δουλέψει συνολικά την εβδομάδα 88 ώρες! Αν όμως κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου δεν κληθεί από την υπηρεσία του, ο εργοδότης του θα μπορεί να υπολογίσει την επιφυλακή του σαν «μη εργάσιμο χρόνο» και να μην τον πληρώσει, παρά το γεγονός ότι για 48 ώρες ο πυροσβέστης δεν είχε το δικαίωμα να κουνήσει ρούπι από το γραφείο ή το σπίτι του! ΄Η μπορεί να του αναγνωρίσει μόλις 8 ώρες δουλιάς το Σαββατοκύριακο, ίσα για να μην ξεπεράσει το όριο του 48ωρου που προβλέπει το άρθρο 6 της οδηγίας. ΄Η, ακόμα, ένα μέρος του 48ωρου που δούλεψε ο εργαζόμενος το Σαββατοκύριακο, να το θεωρήσει χρόνο εργασίας, αλλά να μην το πληρώσει και να το δώσει στον πυροσβέστη σε αντισταθμιστική άδεια.

Στο να περάσει η διάκριση του χρόνου εργασίας σε «ενεργό» και «ανενεργό», έβαλαν ανοιχτά πλάτη οι ευρωβουλευτές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ, συντασσόμενοι πλήρως με τις εργοδοτικές απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, όταν στο Ευρωκοινοβούλιο ήρθε προς ψήφιση η τροπολογία 10 επί της Εκθεσης Σέρκας, υπήρξε προσυνεννόηση να συζητηθεί σε δυο μέρη: Στο πρώτο - όπου εισάγονται οι όροι «ενεργός» και «ανενεργός» περίοδος, έστω κι αν θεωρούνται υποκριτικά σαν «χρόνος εργασίας» - ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ ψήφισαν υπέρ, και μόνο το ΚΚΕ απείχε από την ψηφοφορία, προκειμένου να μη νομιμοποιήσει καμιά έμμεση ή άμεση διάκριση του χρόνου εργασίας. Στο δεύτερο μέρος της τροπολογίας - με το οποίο δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη να χαρακτηρίζει κατά βούληση την «ανενεργό περίοδο» σαν μη εργάσιμο χρόνο - κι ενώ πλέον είχαν πράξει το καθήκον τους απέναντι στο ευρωενωσιακό κεφάλαιο, ΠΑΣΟΚ (πλην του ευρωβουλευτή Σ. Μπεγλίτη) και ΣΥΝ καταψήφισαν την πρόταση.

3. Τη διατήρηση της ρήτρας «opt-out» («εθελούσια» παράταση του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας πάνω από τις 48 ώρες).

Εδώ το κεφάλαιο και οι πολιτικοί εκφραστές του δεν κρύβουν λόγια. Η οδηγία σημειώνει σχετικά: «Ο εργοδότης δε ζητεί από τον εργαζόμενο να εργαστεί περισσότερες από 48 ώρες ανά εφταήμερο (...) εκτός αν ο εργαζόμενος έχει προηγουμένως συναινέσει εγγράφως για την παροχή της εργασίας αυτής, λόγω αλλαγής στο καθεστώς των παραγγελιών. Η ισχύς της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, με δυνατότητα ανανέωσης».

Τι σημαίνει αυτό; Οτι με εκβιαστικές μεθόδους, ο εργοδότης θα μπορεί να απασχολεί σε περιόδους αιχμής τον εργαζόμενο για όσες ώρες θέλει κάθε μέρα, χωρίς κανέναν περιοριστικό όριο! Συνθήκες δουλείας και μάλιστα με τη «συγκατάβαση» του εργαζόμενου, όπως διατείνεται το κεφάλαιο! Αν για παράδειγμα σ' ένα εμπορικό κατάστημα παρουσιάζεται αύξηση της κίνησης κάποιους συγκεκριμένους μήνες του χρόνου, ο εργοδότης δεν έχει παρά να βάλει το εκβιαστικό δίλημμα «ή υπογράφεις τη ρήτρα "opt-out" και ξημεροβραδιάζεσαι στο μαγαζί μέχρι τελικής πτώσης ή απολύεσαι». Αυτή τη «συναίνεση» του εργαζόμενου περιγράφει η οδηγία.

Οι Ευρωπαίοι βουλευτές - ανάμεσά τους και οι Ελληνες της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ - έφτασαν στο σημείο να κομπάζουν πως σε ότι αφορά τη ρήτρα «opt-out» έβαλαν φρένο στην ασύδοτη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Κι αυτό γιατί στο ίδιο άρθρο ψήφισαν την παράγραφο που ορίζει ότι «το παρόν άρθρο ακυρώνεται μετά από 36 μήνες από την έναρξη ισχύος της οδηγίας». Κι αυτό, όταν δυο αράδες πιο κάτω, καταγράφεται ρητά η πρόβλεψη μέσα στο 2006 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να «υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις για τροποποίηση (...)». Με άλλα λόγια, το ευκολότερο πράγμα για το κεφάλαιο είναι να διεκδικήσει και να πάρει το πολύ σε ένα χρόνο εσαεί παράταση για την εφαρμογή της ρήτρας «opt-out»!


Κείμενα:
Περικλής ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ - Γιάννης ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ