ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Απρίλη 2000
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κ. ΣΗΜΙΤΗΣ
Ενταση της αντιλαϊκής πολιτικής

Ο πρωθυπουργός παρουσίασε χτες στη Βουλή τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης

Ενταση της αντιλαϊκής πολιτικής προανήγγειλε χτες στη Βουλή ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, παρουσιάζοντας τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης.

«Πρώτη μας προτεραιότητα είναι να ολοκληρώσουμε την πορεία προς την ΟΝΕ», είπε χαρακτηριστικά, προδιαγράφοντας έτσι τον βασικό άξονα της πολιτικής του. Και για να μη μείνει σε κανέναν η αμφιβολία το τι σημαίνει πορεία ολοκλήρωσης προς την ΟΝΕ υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση θα ενισχύσει «την ανταγωνιστικότητα μέσω των διαρθρωτικών αλλαγών, ιδίως με την απελευθέρωση της αγοράς των τηλεποικωνιών και της ηλεκτρικής ενέργειας, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων».

Μάλιστα, ο Κ. Σημίτης ακόμα και την «κοινωνική δικαιοσύνη» τη θεωρεί «ως κίνητρο για την παραγωγικότητα». Προαναγγέλλοντας περαιτέρω χτυπήματα στις εργασιακές σχέσεις, έκανε λόγο για «θεσμικές αλλαγές που είναι αναγκαίες για να τονωθεί η παραγωγικότητα», για «ικανοποιητικές σχέσεις εργασίας» και για επιδίωξη «εργασιακής ειρήνης».

Στα πλαίσια της μείωσης των «ανισοτήτων» - όπως είπε - ο προϋπολογισμός θα καλύψει από το 2000 την εισφορά κύριας ασφάλισης στο ΙΚΑ όσων αμείβονται με κατώτατο ημερομίσθιο. Επίσης, είπε από τον Γενάρη του 2001 η κατώτατη σύνταξη γήρατος του ΙΚΑ μαζί με το ΕΚΑΣ θα ανέρχεται στις 152.000 δρχ. και από εκεί και πέρα «θα συνεχιστούν οι αυξήσεις μέχρι το τέλος της τετραετίας». Ανέφερε δε ότι το ΕΚΑΣ αυξάνεται κατά ένα ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη φτάνοντας στις 28.000 δρχ.

Οσον αφορά το ασφαλιστικό επανέλαβε τη γνωστή του φράση ότι δε θα «θιγούν ώριμα δικαιώματα» και είπε:

«Θα καταβληθεί προσπάθεια ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν επιλογή μεταξύ παλιών και νέων ρυθμίσεων. Να αναζητήσουν συστήματα όπου υπάρχει επιλογή της ηλικίας συνταξιοδότησης, χωρίς επιβάρυνση του κοινωνικού συνόλου. Να αναζητηθούν λύσεις που διευκολύνουν την κινητικότητα του εργαζομένου χωρίς την απώλεια δικαιωμάτων».

Ο Κ. Σημίτης έκανε αναφορά σε «μεταρρύθμιση του ΕΣΥ», με στόχο την απόκτηση αξιόπιστου και αξιοπρεπούς συστήματος περίθαλψης των πολιτών «με επάρκεια υπηρεσιών και ορθολογική διαχείριση των πόρων». Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και στο φως των τελευταίων εξελίξεων υπογράμμισε ότι οι αγώνες θα «αποτελούν πρώτη προτεραιότητά μας και είμαι βέβαιος ότι θα διοργανώσουμε μία άρτια Ολυμπιάδα».

Για την εξωτερική πολιτική ισχυρίστηκε ότι θα συνεχίσει «να είναι μια πολιτική διάδοσης και στήριξης των αρχών της δημοκρατίας και του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου», όπως προφανώς έγινε και με τη συμμετοχή της χώρας μας στους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Ο Κ. Σημίτης είπε επίσης ότι η στρατιωτική θητεία θα μειωθεί στους 12 μήνες «σταδιακά σε διάστημα τριών ετών».

Σήμερα στη Βουλή θα μιλήσουν οι αρχηγοί των υπόλοιπων πολιτικών κομμάτων και η συζήτηση θα ολοκληρωθεί αύριο τα μεσάνυχτα με ονομαστική ψηφοφορία.

«Εντός των τειχών» της ΟΝΕ

Σίγουρα στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχουν έτοιμα τα σχέδια της ταχτικής για να περάσουν στο λαό την πολιτική τους σ' αυτή την τετραετία. Το παλιό σοσιαλδημοκρατικό τερτίπι του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», βγήκε από τη ναφθαλίνη των αζήτητων του «κράτους στρατηγείου». Αλλωστε η κυβέρνηση, δεν έκρυψε από το λαό την αλήθεια. Θέλει θυσίες η ΟΝΕ. Και θυσιάσαμε κατακτήσεις και λαϊκά δικαιώματα για το συμφέρον σας. Τώρα όμως ήρθε η ώρα της δικαίωσης. Μπαίνουμε στην ΟΝΕ που δε γίνεται αυτόματα παράδεισος, αρχίζει όμως να σας βγάζει από την κόλαση που σας στείλαμε. Είναι σαν το «σας σφάξαμε ν' αγιάσετε».

Κάπως έτσι φαντάζει η λογική της κυβέρνησης, που συνεχίζει την προπαγάνδα για την υλοποίηση των υποσχέσεων για τις 300.000 θέσεις απασχόλησης, για τις 152.000 δρχ. σύνταξη, για το δεκαχίλιαρο της πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών στα κατώτερα μεροκάματα. Αυτό είναι το «κοινωνικό κράτος» μετά την πολλαπλάσια αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων. Αλλά το ζήτημα δε βρίσκεται στην πραγματοποίηση αυτών των υποσχέσεων, ούτε ακόμη και στη μέθοδο πραγματοποίησης, η οποία μπορεί και να σημαίνει αναδιανομή ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα. Γιατί έχει ήδη δει το φως της δημοσιότητας διατυπωμένη άποψη για χρέωση του δεκαχίλιαρου στα ασφαλιστικά ταμεία, πιο συγκεκριμένα στο ΙΚΑ. Βεβαίως για δισεκατομμύρια κρατικά χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία δε γίνεται κουβέντα. Επίσης ανάλογη για τις 300.000 θέσεις απασχόλησης διατυπωμένη άποψη, ανέφερε ότι η κυβέρνηση μελετά μέσω των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, να δημιουργήσει 130.000 θέσεις προσαρμογής στο εργασιακό περιβάλλον νέων ανέργων, δηλαδή περιορισμένου χρόνου απασχόλησης χωρίς ασφάλιση, με επιδοτήσεις που κυρίως καρπώνεται η εργοδοσία. Και μετά τι; Επίσης με άλλα προγράμματα, θα δημιουργηθούν 50.000 θέσεις αυτοαπασχόλησης, ενώ προσδοκούν και σε 20.000 θέσεις εργασίας. Και η επιδότηση των επιχειρηματιών για προσλήψεις, αντί για προστασία των ανέργων, να βασιλεύει.

Παρ' όλ' αυτά θα πει κάποιος, ότι κάτι κινείται. Μην τα θέλετε όλα να γίνονται αυτόματα. Ετσι όμως, αν τμήματα των εργαζομένων «βολευτούν» μ' αυτές τις παροχές - ψίχουλα δείχνοντας μειωμένες απαιτήσεις, τα «σοβαρά» μπορούν να περνάνε απαρατήρητα. Σ' αυτό προσδοκά η κυβέρνηση. Αλλά τα «σοβαρά», οι αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις, είναι και πολύ επώδυνα. Βεβαίως η κυβέρνηση άρχισε να δίνει δείγματα γραφής, ως προς την εφαρμογή της πολιτικής της έτσι που να γίνεται ανεκτή και εύληπτη από τα λαϊκά στρώματα, κάτω από το ομιχλώδες τοπίο συσκότισης της ουσίας της. Δεν πρέπει να κάνει εντύπωση ότι στις προγραμματικές δηλώσεις θα επιβεβαιωθούν οι προεκλογικές υποσχέσεις. Αλλωστε ήδη ο υπουργός Παιδείας, φρόντισε να δώσει τέτοια δείγματα, με τις εξαγγελίες για μείωση ύλης και μαθημάτων στις εξετάσεις, για διάλογο και αποδοχή προτάσεων των φορέων, αλλά η ουσία της εκπαιδευτικής πολιτικής μέσα από δοκιμαστικά μέτρα άμβλυνσης της αντίθεσης στην αντιμεταρρύθμιση, δεν αλλάζει.

Βεβαίως η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, «φωτογραφίζει» τα μελλούμενα. Και ποια είναι αυτά; «Συστήνει» στην ελληνική κυβέρνηση:

  • Να θεωρήσει τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 1,2% του ΑΕΠ ως «ανώτερο επίπεδο και όχι ως στόχο». Επισημαίνει δε ότι αν τα κρατικά έσοδα αυξηθούν, τότε θα πρέπει να μειωθεί ακόμα περισσότερο το δημοσιονομικό έλλειμμα, ούτως ώστε να μην υπάρξουν στο μέλλον κίνδυνοι πληθωριστικών πιέσεων. Ακόμη επισημαίνει την ανάγκη παραπέρα μείωσης των κρατικών δαπανών. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η επισήμανση; Πρακτικά τίποτε διαφορετικό, από τη μείωση των κρατικών δαπανών σε τομείς μέσω των οποίων ασκείται η λεγόμενη κοινωνική πολιτική, (υγεία, πρόνοια, παιδεία, πολιτισμός, αθλητισμός, περιβάλλον κλπ.).
  • Η Κομισιόν επισημαίνει την ανάγκη αναμόρφωσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, ώστε να εξασφαλιστεί η «βιωσιμότητά» του. Παράλληλα, να βελτιωθεί η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων. Και ως προς τη διαχείριση, το Χρηματιστήριο νά 'ναι καλά. Αλλά αυτή η «βιωσιμότητα», σίγουρα σημαίνει αναμόρφωση σε βάρος της εργατικής τάξης, των μικρομεσαίων και των συνταξιούχων. Τίποτα δεν αποκλείει την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και σίγουρα η αναμόρφωση οδηγεί στην «ανταποδοτικότητα», δηλαδή πλήρωσε για να πάρεις.
  • Το μέτρο του δεκαχίλιαρου, οι εργοδότες το θέλουν προκειμένου να απαλλαγούν από την πίεση διεκδίκησης αυξήσεων. Αν αυτό συνδυαστεί με την επισήμανση για αναμόρφωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων στην Ελλάδα και τη συνάρτησή τους με την παραγωγικότητα που υπάρχει, τόσο σε γεωγραφικό, όσο και σε τομεακό επίπεδο, μπορεί εύκολα να καταλάβει καθένας ότι ανοίγει ο δρόμος της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων. Ηδη αρκετές επιχειρήσεις κάνουν συμβάσεις ατομικές και περιορισμένου χρόνου, με επαχθείς όρους. Αν αυξάνεται η παραγωγικότητα, ίσως υπάρξουν και κάποιες αυξήσεις - ψίχουλα στα μεροκάματα. Μόνο που η παραγωγικότητα αυξάνει πολλαπλάσια την εκμετάλλευση, ενώ συνδυάζεται και με εντατικοποίηση της δουλιάς. Αυτός είναι και ο στρατηγικός στόχος.
  • Επίσης σε ό,τι αφορά την αγορά της εργασίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά τη λήψη μέτρων, όπως η εργασία περιορισμένου χρόνου, αλλά και η ελαστικότητα στην αγορά της εργασίας. Ετσι μπροστά στο φάσμα της ανεργίας, αναγκάζονται ήδη τμήματα εργαζομένων να δουλεύουν χωρίς σταθερή εργάσιμη μέρα, με σπαστά ακατάστατα ωράρια, ιδιαίτερα σε χώρους του εμπορίου, διαφόρων υπηρεσιών, αλλά και στις τράπεζες, ενώ στα τρόλεϊ, είναι πρόσφατες οι κινητοποιήσεις ενάντια σε τέτοιες μεθοδεύσεις.
  • Τέλος, η Κομισιόν επισημαίνει ότι πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, τόσο για το 2000, όσο και για τα επόμενα χρόνια και καλεί την κυβέρνηση να εναρμονίσει ταχύτερα την εθνική της νομοθεσία προς την κοινοτική, επιταχύνοντας την απελευθέρωση των αγορών στις τηλεπικοινωνίες, στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο και, τέλος, να ενισχύσει τις επιχειρήσεις, που θέλουν να αναπτύξουν ερευνητικές δραστηριότητες.

Αυτά είναι τα χειρότερα που έρχονται, μαζί με τις όποιες παροχές, και την όποια ταχτική «τόλμης και γοητείας», κατά τον αρθρογράφο πρωινής εφημερίδας, δηλαδή εφαρμογή των μέτρων αλλά με «κερασάκι στην τούρτα», για να χάνεται η ουσία. Πρέπει όμως, να βρουν το εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα σε ετοιμότητα αντίστασης και σκληρής πάλης.


Λ.

Ποια η «νέα» εξωτερική πολιτική;

Η επανατοποθέτηση του Γ. Παπανδρέου στη θέση του υπουργού Εξωτερικών περιγράφει την επιθυμία για μια αδιατάρακτη συνέχεια της πορείας, που ήδη έχει χαραχτεί, για την εξωτερική πολιτική της χώρας.

Ο Γ. Παπανδρέου, κατόρθωσε μέσα σε ένα χρόνο να οδηγήσει την εξωτερική πολιτική πολύ κοντά στους μύχιους στόχους που προϋπήρχαν μεν, δεν ήταν δυνατό να διακηρυχτούν δε. Στην τελευταία της περίοδο η προηγούμενη κυβέρνηση με υπουργό Εξωτερικών τον Γ. Παπανδρέου, κατάφερε να οδηγήσει, χωρίς πολιτικό κόστος, την εξωτερική πολιτική της χώρας, προς αποφασισμένες, αλλά ανομολόγητες κατευθύνσεις. Το γεγονός αυτό, προφανώς, επέτρεψε στον Γ. Παπανδρέου, σε άρθρο του σε ελληνοαμερικανικό επιστημονικό περιοδικό και μάλιστα κατά την προεκλογική περίοδο, να μιλήσει για «αναθεώρηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής».

Ωστόσο, για να ολοκληρωθεί και τυπικά αυτή η διαδικασία θα πρέπει να συζητηθούν, να διατυπωθούν και να διακηρυχτούν οι «νέες θέσεις» που θα ταυτίζονται με την πραγματικότητα που έχει ήδη διαμορφωθεί στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Αυτό, φαίνεται πως θα είναι το «έργο» της νέας τετραετίας και υπό την έννοια αυτή έχει κάποιο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την ομιλία του Γ. Παπανδρέου αύριο στη Βουλή, στη συζήτηση για τις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης αν και δε θα πρέπει να αναμένει «ανατρεπτικές» διακηρύξεις. Αλλωστε οι «στροφές» στην εξωτερική πολιτική απαιτούν πολύ χρόνο και είναι «ανοιχτές» απλώς, για να μην τις αντιλαμβάνεται ο κόσμος.

Ελληνοτουρκικά - Κυπριακό - Βαλκάνια

Η πορεία που διαγράφει η «ανοιχτή στροφή» που επιχειρούν οι ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στην Τουρκία χάνεται πίσω από το 1993, όταν ο Κ. Μητσοτάκης, δέχτηκε την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων με «αντάλλαγμα» φρούδες ελπίδες για «ικανοποιητική εξέλιξη» στην υπόθεση των Σκοπίων.

Από τότε οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έχουν, σχεδόν, ολοκληρώσει τη στροφή στα ελληνοτουρκικά. Ο Α. Παπανδρέου δέχτηκε την Τελωνειακή Ενωση της Τουρκίας με την ΕΕ και ο Κ. Σημίτης με το Γ. Παπανδρέου αποδέχτηκαν την «ενταξιμότητα» της Τουρκίας στην Κοινότητα.

Σε κάθε ένα από αυτά τα βήματα η εξωτερική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων πραγματοποιούσε βηματάκια προσαρμογής στις «νέες συνθήκες». Στην τελευταία περίπτωση, όπου η Τουρκία απέσπασε το καθεστώς της «υπό ένταξη χώρας», η ελληνική κυβέρνηση με βάση τα Συμπεράσματα του Συμβουλίου Κορυφής του Ελσίνκι, αναγνωρίζει την ανάγκη να συζητήσει με την Αγκυρα τις εκκρεμείς συνοριακές της διαφορές. Το «εφεύρημα» που χρησιμοποιεί η Αθήνα λέγοντας πως «εμείς δεν αναγνωρίζουμε άλλη διαφορά πέρα από τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας», είναι απλώς για εσωτερική κατανάλωση. Η πραγματικότητα είναι πως η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε κινήσεις για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με το διάλογο για θέματα «χαμηλής πολιτικής» την ίδια στιγμή που η Αγκυρα είχε «εγγράψει», με την υπόθεση των Ιμίων τις αμφισβητήσεις επί του ελληνικού εδάφους. Με άλλα λόγια, η Αθήνα προχωρά στη δημιουργία μιας «φιλικής ατμόσφαιρας» στα ελληνοτουρκικά, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν τη συζήτηση επί των αμφισβητήσεων που έχουν «εγγραφεί», ντε φάκτο, στη διπλωματική ατζέντα των δύο χωρών. Αλλωστε, είναι «κοινό μυστικό» πως οι υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών, τουλάχιστον τα γραφεία του υπουργού, προετοιμάζονται για μια «εμβάθυνση» των ελληνοτουρκικών συζητήσεων, αναγνωρίζοντας σε «εμπιστευτικές» εξομολογήσεις πως «με την Τουρκία έχουμε να συζητήσουμε πολλά, πέρα από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας». Αλλωστε, η συζήτηση για αυτό το θέμα, για το οποίο η Αθήνα δηλώνει «την ετοιμότητά της να το αντιμετωπίσει», προϋποθέτει απαντήσεις σε μια σειρά αιτιάσεων και αμφισβητήσεων της Αγκυρας. Για παράδειγμα, με πόσα μίλια ελληνικών χωρικών υδάτων θα γίνει η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας; Με 6 ή 12; Οι βράχοι και νησίδες του Αιγαίου, των οποίων το καθεστώς αμφισβητεί η Τουρκία από το '96 με την υπόθεση των Ιμίων, δεν πρέπει άραγε να διευκρινιστεί πριν την οριοθέτηση; Για όλα αυτά τα θέματα θα δεχτεί η ελληνική κυβέρνηση την ετυμηγορία ενός δικαστηρίου, το οποίο και οι πιο καλοπροαίρετοι δεν μπορούν να το αποσυνδέσουν από το πλέγμα και τους μηχανισμούς «επιβολής» της κυριαρχίας και εξυπηρέτησης των συμφερόντων των ισχυρών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο; Τα παραπάνω ερωτήματα, προφανώς είναι ρητορικά, καθώς η ελληνική κυβέρνηση έχει, στην πράξη, απαντήσει καταφατικά και με τις ενέργειές της μεθοδεύει να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις εκεί ακριβώς όπου θα «επιτευχθεί» μια συνολική διευθέτηση.

Το Κυπριακό, όπως είναι φανερό από την εξέλιξη που παρουσιάζουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχει προ πολλού τοποθετηθεί στο «ράφι», έστω κι αν αυτό το ράφι είναι ευρωπαϊκό. Αθήνα και Λευκωσία δημαγωγούν, υποστηρίζοντας πως «έχει διασφαλιστεί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ανεξάρτητα από την επίλυση του πολιτικού προβλήματος», πολύ απλώς, γιατί «ξεχνούν» τον προσδιορισμό Νότια. Η αλήθεια είναι άλλη; «Πιθανώς να έχει διασφαλιστεί η είσοδος της Νότιας Κύπρου στην ΕΕ». Αυτό όμως πολύ απέχει από την πάγια θέση περί «δίκαιης λύσης βασισμένης στη δημιουργία μιας Ομοσπονδίας με μία διεθνή παρουσία και εκπροσώπηση». Πρόκειται για ένα ακόμη δείγμα αναθεώρησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οσο για τα όσα πολλά ακούγονται περί έντονης διπλωματικής κινητικότητας και αμερικανικού ενδιαφέροντος, η απάντηση είναι πάλι, πολύ απλή: το Κυπριακό πάντα «λύνεται» λίγο πριν τις αμερικανικές εκλογές...

Ως προς τη «βαλκανική πολιτική» της κυβέρνησης αξίζει μία και μόνο επισήμανση: Η Ελλάδα, αν και η διακηρυγμένη της θέση είναι υπέρ του αμετάβλητου των συνόρων, συμμετέχει στη δύναμη κατοχής του Κοσσυφοπεδίου, η οποία έχει ντε φάκτο μεταβάλει το συνοριακό καθεστώς στην περιοχή. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση με την ψευδαίσθηση του μικρού, έστω, τοπικού ιμπεριαλιστή, «διεκδικεί» μερίδιο από την πίτα που δημιούργησε ο πόλεμος κατά της Σερβίας και συμμετέχει σε όλες τις προσπάθειες εκείνες που αποσκοπούν είτε στην ανατροπή της νόμιμα εκλεγμένης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης είτε στον πλήρη αποκλεισμό αυτής της χώρας.


Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ