ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 6 Σεπτέμβρη 2002
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Τα κέρδη πάνε καλά, οι μισθοί όχι

Η σύγκλιση προχωρά, οι εργάτες γίνονται όλο και πιο «λιανοί»
Η σύγκλιση προχωρά, οι εργάτες γίνονται όλο και πιο «λιανοί»
«Η εγχείρηση πέτυχε αλλά ο ασθενής ψυχορραγεί..!». Με αυτή τη φράση που χρησιμοποιεί ο λαός μας - όπου βεβαίως «ασθενής» είναι οι εργαζόμενοι - με την οποία θέλει να αποδώσει την παραδοξότητα μιας κατάστασης, μπορεί να χαρακτηριστεί και η ουσία της ετήσιας έκθεσης του 2002 «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», που συνέταξε το ΙΝΕ για λογαριασμό της ΓΣΕΕ και θα παρουσιαστεί σήμερα στη Θεσσαλονίκη.

Σε μια έκθεση που φτάνει τις 238 σελίδες, οι συντάκτες της - προφανώς με την πολιτική κάλυψη της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ - υπογραμμίζουν τις «θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, με εξαίρεση την ανεργία και το εμπορικό ισοζύγιο». Για να προσθέσουν ότι «οι θετικές επιδόσεις της οικονομίας (ταχεία μεγέθυνση του ΑΕΠ και των επενδύσεων, άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας) έρχονται σε αντίθεση με τις παρατηρούμενες εισοδηματικές ανισότητες». Ομως, εδώ καμία «αντίθεση» δεν προκύπτει καθώς είναι δυνατόν «η ελληνική οικονομία» να πηγαίνει καλά αλλά η θέση των εργαζομένων να χειροτερεύει. Το αντίθετο, η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι θετική, γιατί στο βωμό της θυσιάζονται εκατομμύρια εργαζόμενοι, καταληστεύονται τα εισοδήματα και καρατομούνται τα δικαιώματά τους. Αν βέβαια με τον όρο «ελληνική οικονομία» εννοούμε την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων, την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους, τότε πράγματι η πορεία είναι θετική. Και τότε: «Η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας έχει ξεκινήσει από το 1995 και βρίσκεται σε εξέλιξη»(!), όπως δηλώνουν και οι συντάκτες της έκθεσης.

Αν όμως «ελληνική οικονομία» εννοούμε πρωτίστως το βιοτικό επίπεδο, όχι του 1% ή του 10%, αλλά του υπόλοιπου 90%, αν θέλουμε να δούμε ποια είναι τα εισοδήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, τους μισθούς και τα μεροκάματα, την πραγματική αγοραστική δύναμη αυτών των μισθών. Αν θέλουμε να εξετάσουμε την πορεία της ανεργίας και της πραγματικής απασχόλησης, τότε - όπως άλλωστε προκύπτει από τα στοιχεία που παρατίθενται στην ίδια την έκθεση - μόνο για «θετικές επιδόσεις» δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Τότε θα καταφεύγουμε στα γνωστά «ευρωενωσιακά» κατασκευάσματα περί «σύγκλισης» με την ΕΕ αντί να μιλήσουμε για τις πραγματικές ανάγκες του Ελληνα εργαζόμενου και της οικογένειάς του. Θα κρυβόμαστε πίσω από συγκρίσεις και μέσους όρους, αντί να αναδεικνύουμε το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων και τα συνεχώς αυξανόμενα κέρδη σε βάρος των μισθών. Τότε αντί να βοηθήσουμε τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα να βάλουν στόχους πάλης, που μέσα στο εργοστάσιο και έξω απ' αυτό θα εμπόδιζαν τους κεφαλαιοκράτες να τους ρίξουν «στη μοίρα των φτωχοδιάβολων», θα αναδεικνύαμε σε στόχο- φετίχ τη «σύγκλιση». Αντί για στόχους πάλης θα βάζαμε στόχους υποταγής, όπως κάνει και η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ.

Ποιοι χάνουν, ποιοι κερδίζουν

Πάντως, βάζοντας στην άκρη τη γενικότερη κατεύθυνση και φιλοσοφία της έκθεσης, ορισμένα από τα «ευρήματά της», και μάλιστα στο φόντο της πάλης που διεξάγουν οι εργαζόμενοι ενάντια στις ανατιμήσεις και για αύξηση μισθών, αποκτούν ενδιαφέρον. Ετσι, όσον αφορά στο κόστος εργασίας, που επικαλούνται πολλές φορές οι βιομήχανοι, τα στοιχεία δείχνουν ότι: Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην 20ετία 1981-2001 μειώθηκε κατά 27%. Η μείωση του κόστους εργασίας βεβαίως μετατράπηκε σε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη για το κεφάλαιο. Μάλιστα, το 2001 η ελληνική οικονομία ήταν η μοναδική της ΕΕ στην οποία υπήρξε ουσιαστική μείωση του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο μείον 1,2% έναντι αύξησης 0,4% στο σύνολο της ευρωζώνης.

Στον αντίποδα η απόδοση κεφαλαίου στην Ελλάδα αυξάνεται συνεχώς από το 1999, και κατά το 2001 βρισκόταν στα επίπεδα κερδοφορίας της περιόδου 1960-1973 (χρυσή εποχή)! Μάλιστα, το 2003 αναμένεται ότι η κερδοφορία θα υπερβαίνει το μέσο επίπεδο απόδοσης κεφαλαίου της περιόδου 1960-1973 κατά 6% περίπου. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, που επικαλούνται οι συντάκτες της έκθεσης, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι ο χαμηλότερος στην ΕΕ και ανέρχεται μόλις σε 13,7%, όταν ο αντίστοιχος σε άλλες χώρες κυμαίνεται από 17% έως 40%.

Οσον αφορά στους μισθούς και στα μεροκάματα, οι κατώτατες αποδοχές των εργαζομένων την περίοδο 1990-2001 μειώθηκαν κατά 6,76%, έχοντας μέση ετήσια απώλεια 0,58%. Μείωση - παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της κυβέρνησης - παρουσιάζει την τελευταία τετραετία και η απασχόληση. Από 3.967.000 απασχολούμενους το 1998, το 2001 η απασχόληση έπεσε στα 3.918.00 άτομα, δηλαδή οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 50.000. Ετσι και το ποσοστό συμμετοχής διαμορφώνεται στο 63,6%. Η ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού ανεργίας εξηγείται από την ταυτόχρονη μείωση του εργατικού δυναμικού. Μάλιστα, οι συντάκτες το αποδίδουν στο φαινόμενο αποθάρρυνσης για αναζήτηση εργασίας και όχι σε κάποια «αρχή διαδικασίας μακροχρόνιας μείωσης της ανεργίας». Αντίθετα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η υψηλή ανεργία θα συνεχιστεί «από τις αναδιαρθρώσεις της ελληνικής οικονομίας που περιλαμβάνουν την απαξίωση ζημιογόνων κεφαλαίων και τον τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό των βιώσιμων επιχειρήσεων».


Μόνη έγνοια τους τα κέρδη του κεφαλαίου

Πιστοί στη λογική της εξυπηρέτησης του τρίπτυχου «ανταγωνιστικότητα - παραγωγικότητα - επιχειρηματικότητα», όπως το προσδιόρισε ο πρωθυπουργός, εμφανίζονται οι εκλεκτοί του κυβερνητικού συνδικαλισμού. Ετσι, την ώρα που ο εργαζόμενος λαός ετοιμάζεται να διαδηλώσει την αντίθεσή του στην κυβερνητική πολιτική, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζογόπουλος, δίνει εύσημα στις νέες αντιλαϊκές ρυθμίσεις. Η φορολογική μεταρρύθμιση «αποτελεί βήμα προς τα εμπρός» και είναι «στην κατεύθυνση των διεκδικήσεων της ΓΣΕΕ», είπε χτες από τη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο ημερίδας με θέμα τη φορολογική μεταρρύθμιση. Μια ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και με συνδιοργανωτές τη ΓΣΣΕ και την ΑΔΕΔΥ.

Ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ Σπ. Παπασπύρου κράτησε κάποιες αποστάσεις και υποστήριξε ότι τα μέτρα δε συνιστούν μεταρρύθμιση.

Ο υφυπουργός Οικονομικών Απ. Φωτιάδης χαρακτήρισε μακρόπνοη τη φορολογική «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης, ενώ οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΝ προσυπέγραψαν τις προτάσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.

Διαχείριση της φτώχειας

«Τα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης αποτελούν βασικό στοιχείο της αντιλαϊκής της πολιτικής, κινούνται στη λογική της διαχείρισης της φτώχειας για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, εξυπηρετούν την κυβέρνηση στο να απομυζά τα λαϊκά εισοδήματα με ευκολότερο τρόπο και λιγότερα κρατικά έξοδα στις νέες συνθήκες του ΕΥΡΩ, των ιδιωτικοποιήσεων, των ανατιμήσεων, της συρρίκνωσης των λαϊκών εισοδημάτων». Τα παραπάνω τόνισε ο Θ. Κυριακίδης, μιλώντας εκ μέρους του ΚΚΕ. Σχετικά με αυτές τις προτάσεις ο Θ. Κυριακίδης σημείωσε ότι «τα όποια θετικά στοιχεία της πρότασης αναιρούνται από το γεγονός ότι συνολικά η πρόταση είναι ενταγμένη στη λογική της ενσωμάτωσης της Ελληνικής Οικονομίας στην ευρωενωσιακή πολιτική της απελευθέρωσης της αγοράς, των ιδιωτικοποιήσεων και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων».

Και κατέληξε: «Στη λογική της εξυπηρέτησης του τρίπτυχου "ανταγωνιστικότητα - παραγωγικότητα - επιχειρηματικότητα", η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εντάσσει όπως είναι φυσικό και τη φορολογική της πολιτική, δηλαδή τη φορολογική επιβάρυνση των εργαζόμενων - συνταξιούχων που είναι και τα μόνιμα υποζύγια του φορολογικού συστήματος και ενισχύει τη μόνιμη φορολογική απαλλαγή - ασυλία του μεγάλου κεφαλαίου. Στην ίδια κατεύθυνση της πολιτικής είναι δρομολογημένη και η ΝΔ, η οποία μαζί με το ΠΑΣΟΚ στηρίζει πολιτικά την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου, αποτελεί μαζί του τους βασικούς πυλώνες του συστήματος».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ