ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 21 Γενάρη 1999
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Είναι εφικτή η σύγκλιση;

Μπορεί να υπάρξει πραγματική σύγκλιση μιας οικονομίας όπως είναι η ελληνική με την οικονομία μιας χώρας όπως είναι η Γερμανία; Η απάντηση που δίνουν ακόμη και πολλοί από τους αστούς οικονομολόγους είναι κατηγορηματική: "Οχι"! Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τους αρχιτέκτονες της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης να υποστηρίξουν το αντίθετο. Μέσα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ προσδιόρισαν μάλιστα και τους δείκτες αυτής της "σύγκλισης", τον πληθωρισμό, το έλλειμμα, το χρέος και τα επιτόκια. Αν, λοιπόν, ισχυρίζονται, οι συγκεκριμένοι δείκτες των εθνικών οικονομιών φτάσουν στο ίδιο επίπεδο, τότε η "σύγκλιση" έχει επιτευχθεί. Οι θιασώτες μάλιστα των Συνθηκών του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι ακόμα και αν δεν είχαν επιβληθεί οι δείκτες της "σύγκλισης", θα έπρεπε να τους θεσπίσει η ίδια η Ελλάδα. Σ' αυτή τη γραμμή υπεράσπισης της "σύγκλισης" κινήθηκαν κατά καιρούς εκπρόσωποι όλων των κομμάτων που υποστήριξαν και υποστηρίζουν τις Συνθήκες. Σημειώνουμε ενδεικτικά τον σημερινό υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου, τον πρώην υπουργό της ΝΔ Στέφανο Μάνο, τον ευρωβουλευτή του ΣΥΝ Μ. Παπαγιαννάκη. Απολογητές μιας πολιτικής διαρκούς λιτότητας, αύξησης της ανεργίας, έντασης της εκμετάλλευσης, καταστρατήγησης δικαιωμάτων, υπονόμευσης της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η "σύγκλιση", που προσδιορίστηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι ονομαστική και όχι πραγματική. Αφορά στην πορεία τεσσάρων επιλεγμένων δεικτών και όχι στην "πραγματική οικονομία", όπως η πραγματική παραγωγή, το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, οι παραγωγικές σχέσεις, το επίπεδο της ανεργίας, οι μηχανισμοί και οι όροι της αναδιανομής του εισοδήματος, κλπ.

Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την εφαρμογή των περιβόητων προγραμμάτων "σύγκλισης", φαίνεται πιο καθαρά το ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής αυτής των ενιαίων κριτηρίων και ο ουτοπικός χαρακτήρας των ισχυρισμών για τη μείωση του χάσματος κλπ. Αποδεικνύεται ότι πρόκειται για προσπάθεια προσαρμογής του καπιταλιστικού συστήματος στις νέες αντικειμενικές συνθήκες, η οποία ζημιώνει τα λαϊκά συμφέροντα. Εξάλλου, οι στόχοι της ονομαστικής σύγκλισης των οικονομιών (επιτόκια, πληθωρισμός, ελλείμματα, δημόσιο χρέος) δεν είναι τυχαίοι. Είναι όροι για ένα σχετικά σταθερό νόμισμα, που μπορούν να προσεγγιστούν μόνο με την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Στα πλαίσια της καπιταλιστικής ενοποίησης δρα ο απόλυτος νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις πολλών αναλυτών, η προσπάθεια να τηρηθούν οι όροι "σύγκλισης" θα οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών - μελών και κυρίως τις ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό των χωρών. Τα κράτη - μέλη δε θα μπορούν να εφαρμόσουν εναλλακτικά μέσα που χρησιμοποιούνται για μια κάποια παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης (π.χ. ισοτιμίες, επιτόκια κ.ά.). Ο κύκλος της κρίσης δεν είναι συγχρονισμένος στα κράτη - μέλη. Φυσικά η νομισματική πολιτική, που θα χαράσσεται πλέον με ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα παίρνει υπόψη τις ανάγκες των ισχυρών οικονομιών της Ενωσης, με πιθανό αποτέλεσμα να οξύνονται τα προβλήματα στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, στο βαθμό που αποκλίνουν οι ανάγκες των οικονομιών τους, στη συγκεκριμένη συγκυρία.

Ο λαός, οι εργαζόμενοι, τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της κοινωνίας πρέπει να αναπτύξουν τα δικά τους κριτήρια για την ανεργία και την υποαπασχόληση, για τη φτώχεια, τα εισοδήματα και τις κοινωνικές παροχές, για την ανάπτυξη και την ευημερία και να δίνουν τη δική τους ερμηνεία σε όρους και στατιστικά στοιχεία, που τα εμφανίζουν για να δείξουν ότι υπάρχει πρόοδος, ανάπτυξη κλπ.

Δ. Π.


Απαισιοδοξία στις Βρυξέλλες για την οικονομία

Δόθηκε χτες στη δημοσιότητα το κείμενο "Προβληματισμών Οικονομικής Πολιτικής το '99"

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ). -

Η Κομισιόν προειδοποίησε χτες από τις Βρυξέλλες ότι το 1999 θα είναι ένα οικονομικό έτος "χειρότερο" από ό,τι προβλεπόταν για την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), ότι τα "νέα στοιχεία" θα δημοσιοποιηθούν "τέλη Μάρτη", όπως έγινε και πέρσι, ότι το ΕΥΡΩ "μέχρι στιγμής παρουσιάζει σταθερότητα" και, ότι, η επανένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ του Μάαστριχτ "είναι σαφής δέσμευση της κυβέρνησης" και όχι των Βρυξελλών. Ο αρμόδιος επίτροπος, Γάλλος Ιβ ντε Σιλγκί, παρουσιάζοντας, όπως και πέρσι, την"ανακοίνωση" με τους "προβληματισμούς οικονομικής πολιτικής ενόψει των γενικών προσανατολισμών του 1999", τόνισε ότι "δεν πρόκειται για νέες προβλέψεις, αλλά για μια επισκόπηση,εστιαζόμενη στις μακροοικονομικές πολιτικές στη βάση των οικονομικών στοιχείων και προβλέψεων του περασμένου Οκτώβρη, ενόψει των σχετικών αποφάσεων που θα ληφθούν τον Ιούνη, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας". Η Κομισιόν συνηθίζει αρχές του χρόνου να κάνει αυτή την "επισκόπηση" με τον παραπλανητικό τίτλο "ετήσια οικονομική έκθεση", χωρίς νέες προβλέψεις, αλλά με έντονο ταξικό χαρακτήρα,κάτι σανιδεολογικός μπούσουλας για τη νέα χρονιά.

Οι καθαυτό "οικονομικές εκθέσεις" της Κομισιόν που περιέχουν τα νέα, ενημερωμένα στοιχεία, δημοσιοποιούνται δύο φόρες το χρόνο, τον Οκτώβρη και τον Μάρτη,και αυτές - και μόνο αυτές - αναγνωρίζονται ως "δεσμευτικές πλατφόρμες" των Βρυξελλών.

Μέσα σ' όλες τις "απαισιόδοξες" προβλέψεις, ο ντε Σιλγκί υπερηφανεύτηκε μόνο για (... ) τους μισθούς, τονίζοντας ότι "μια από τις βασικές αιτίες επιτυχίας εξυγίανσης των δημοσιονομικών από τα μέσα της δεκαετίας του '90 είναι η μισθολογική αναπροσαρμογή".

"Μετέωρο" 1999

Η Κομισιόν παρουσιάζεται έντονα δύσπιστη για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας το 1999, φοβούμενη παράταση και ένταση της παγκόσμιας κρίσης. Τα πρώτα νέα οικονομικά στοιχεία θα δημοσιοποιηθούν επίσημα την 30ή Μάρτη 1999, αλλά ήδη από χτες ο αρμόδιος επίτροπος και η ανακοίνωση της Κομισιόν κάνουν λόγο για "αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων οικονομικής ανάπτυξης για το 1999". Το σημαντικό στοιχείο, με ιδιαίτερη βαρύτητα, είναι το γεγονός ότι η Κομισιόν αναθεωρεί "προς τα κάτω" για δεύτερη φορά μέσα σε τρεις μήνες την πρόβλεψη για το 1999. Το Μάρτη 1998, για προφανή ενίσχυση της ευρω-ευφορίας, η Κομισιόν προέβλεπε αύξηση του κοινοτικού ΑΕΠ κατά3%.

Με την οικονομική έκθεση του Οκτώβρη 1998 η Κομισιόν εξαναγκάζεται να αναθεωρήσει "προς τα κάτω" κατά έξι ολόκληρες υποδιαιρέσεις τις προβλέψεις της, ανακοινώνοντας "πρόβλεψη" για αύξηση του κοινοτικού ΑΕΠ το 1999 μόλις κατά 2,4%. Και χτες η Κομισιόν προανήγγειλε ότι με τη νέα οικονομική έκθεση του Μάρτη 1999, οι προβλέψεις θα περιοριστούν "προς τα κάτω" ακόμη περισσότερο. Οπως τονίζει η ανακοίνωση της Κομισιόν "το βασικό μήνυμα είναι ότι το 1998 η οικονομία της ΕΕ ευνοήθηκε από μια ισχυρή ανάπτυξη (+2,9%) αλλά το 1999 το πλαίσιο προβλέπεται λιγότερο ευνοϊκό, εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία. Κατά συνέπεια η πρόβλεψη για ανάπτυξη κατά +2,4% του ΑΕΠ το 1999 είναι πιθανό να αναθεωρηθεί προς τα κάτω στις προσεχείς προβλέψεις του Μάρτη". Ο επίτροπος ανέφερε "τυχαία" κάποιες εκτιμήσεις "οικονομικών παραγόντων" που κάνουν λόγο για δραματική υστέρηση και ανάπτυξη "μόλις +2% του κοινοτικού ΑΕΠ" (... ) Αλλά δεν είναι η αναμενόμενη υστέρηση που ανησυχεί όσο το γεγονός ότι κανένας δε διαβεβαιώνει ότι η παγκόσμια κρίση έχει ξεπεραστεί. Οπως τόνισε χτες ο επίτροπος ντε Σιλγκί "έχουμε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ΕΕ υπέστη επιπτώσεις από την παγκόσμια κρίση και ελπίζω σε ανάκαμψη εντός του 1999, ώστε να μην έχουμε παράταση των αρνητικών επιπτώσεων". Αλλά θεωρείται πλέον βέβαιο ότι η κρίση θα πλήξει ολόκληρο το 1999,ενώ ο ντε Σιλγκί δεν απέφυγε τις αναφορές στην "κρίση εμπιστοσύνης των επενδυτών". Σχετικά με το νέο Ευρω-νόμισμα ο επίτροπος δήλωσε ότι "παρουσιάζει αξιοσημείωτη σταθερότητα παρά την κρίση στη Βραζιλία", αρνήθηκε να κάνει περαιτέρω προβλέψεις και τόνισε τη σχέση με το αμερικανικό νόμισμα προειδοποιώντας ότι "αν υπάρξει υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το ΕΥΡΩ θα έχουμε, βέβαια, προβλήματα".

Η Κομισιόν εκφράζει αισιοδοξία όσον αφορά τον πληθωρισμό, που αναμένεται σχεδόν να μηδενιστεί σε Γαλλία και Γερμανία, αλλά χαρακτηρίζει "ψευδή" την παρατηρούμενη κοινοτική μείωση των ετήσιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Σύμφωνα με τον επίτροπο η μείωση οφείλεται σε "συγκυριακά στοιχεία" και "δεν υπάρχει βελτίωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων".

Ελλάδα

Η χώρα μας ενδιαφέρει όλο και λιγότερο τις Βρυξέλλες και δε συμπεριλαμβάνεται σε κανέναν από τους συνοπτικούς πίνακες που συνοδεύουν τους πολυσέλιδους "προβληματισμούς" της Κομισιόν. Κάποια ξεχωριστά στοιχεία που κυκλοφόρησαν θορυβωδώς από το φιλοκυβερνητικό Τύπο είναι από την οικονομική έκθεση του περασμένου Οκτώβρη. Εκτός από τη συνήθη παραπληροφόρηση, το όλο ζήτημα αποδεικνύει και τον πανικό που υπάρχει για το "κρίσιμο" έτος 1999 και την επανένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, αφού τα οικονομικά στοιχεία του Οκτώβρη που δημοσιεύτηκαν είναι (... ) χειρότερα από τα πραγματικά και έρχονται σε φανερή αντίθεση με τους τεράστιους τίτλους "η Ελλάδα μπαίνει στην ΟΝΕ" κλπ. Επανένταξη δε γίνεται με μπαγιάτικα νούμερα και το 1999 ο ελληνικός λαός θα ταλαιπωρηθεί ακόμη πολύ για να πληρώσει το επιπλέον κόστος.Από Βρυξέλλες περί αυτού ...σφυρίζουν αδιάφορα. Ο επίτροπος ντε Σιλγκί ερωτηθείς χτες περί αυτού επανέλαβε τα στερεότυπα, δηλαδή: 1) "Σήμερα υπάρχει σαφής δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης πως είναι σε θέση να περάσει το 2001 στην ΟΝΕ". 2) "Πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες για μείωση πληθωρισμού, ελλειμμάτων και χρέους". 3) "Αν γίνουν αυτά, αυτό θα είναι σημαντικό για την εγκαθίδρυση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και για την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων". Μ' άλλα λόγια "σήμερα" υπάρχει μόνο η κυβερνητική δέσμευση, η ελληνική οικονομία δεν πληροί ακόμη κανένα από τα "κριτήρια" του Μάαστριχτ.

Μισθοί

Δεν μπορεί να υπάρχει ΟΝΕ χωρίς αύξηση της εκμετάλλευσης και εργατική καταστολή. Οπως τόνισε περιχαρής και ο ντε Σιλγκί "η μισθολογική αναπροσαρμογή ήταν βασική αιτία επιτυχίας της οικονομικής εξυγίανσης". Η έκθεση της Κομισιόν είναι ακόμη πιο σαφής: "Οι κοινοτικοί μισθοί που αυξάνονταν ετησίως κατά 14% μεταξύ 1971-'80 και περίπου 8% μεταξύ 1980- '90, επιβράδυναν την αύξησή τους περίπου στο 3% από τις αρχές της δεκαετίας του '90".Σύμφωνα με την Κομισιόν "οι ετήσιες απολαβές της περιόδου 1999 - 2000 πρέπει να κυμαίνονται γύρω στο 2,5% με 3%" ενώ η πραγματική αύξηση "δεν πρέπει να ξεπερνά το 1%". Ο ντε Σιλγκί αναγνώρισε πως "δεν υπάρχει πλέον πληθωριστική πίεση από τους μισθούς", εξήγησε τη "συνετή στάση των κοινωνικών εταίρων" και τόνισε περήφανα "τη συνεχή αποδοτικότητα των επιχειρήσεων που επανήλθε στα υψηλά επίπεδα της δεκαετίας του '60".



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ