«Η αυλή» στο «Αγγέλων Βήμα» Ενας τόπος ερημίας. Ενας ηλικιωμένος άνθρωπος (Πέπε), σχεδόν κατάκοιτος, ντυμένος με κουρελόρουχο, μισοξαπλωμένος σε μια σαραβαλιασμένη πολυθρόνα, στον αύλειο χώρο ενός ερειπίου, περιμένει τον ερχομό ενός νεαρότερου «ομοίου» του. Του Θάνου, του μόνου πλάσματος, που μπορεί να του έχει βρει, από κάδο σκουπιδιών όπου πετούν οι χορτάτοι υπόλοιπα τροφών, κάτι που να μασιέται ή κάτι άλλο χρήσιμο, που τον καταλαβαίνει και τον νοιάζεται. Είναι κι ο Θάνος ένα άφταιγο, μα «άμοιρο» πλάσμα. Ενας φτωχούλης κι αυτός. Ενας «έκπτωτος άγγελος», που δίνει και το λιγοστό μουχλιασμένο κομμάτι ψωμί που βρήκε, το μόνο που έχει για να βάλει στο στομάχι του, σε έναν πιο πεινασμένο...