Τρίτη 25 Σεπτέμβρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Παλεύουμε πάντα, με όλες μας τις δυνάμεις, με ό,τι όπλο έχουμε και είμαστε σε θέση να χειριστούμε»

«Εφυγε» χτες από τη ζωή, σε ηλικία 91 ετών, ο σύντροφος Γιώργης Μωραΐτης

Ο Γιώργης Μωραΐτης (πέμπτος από αριστερά) επικεφαλής της ομάδας των τελευταίων 8 μαχητών του ΔΣΕ από τα Αγραφα, που το Μάη του 1950 πέρασαν από τον Γράμμο στην Αλβανία
Ο Γιώργης Μωραΐτης (πέμπτος από αριστερά) επικεφαλής της ομάδας των τελευταίων 8 μαχητών του ΔΣΕ από τα Αγραφα, που το Μάη του 1950 πέρασαν από τον Γράμμο στην Αλβανία
Δύσκολες ώρες. Για τους συντρόφους εδώ μέσα στην εφημερίδα. Για τους συντρόφους εκεί έξω στο Κόμμα. Αποχαιρετούμε έναν σύντροφο (δεν θα γράψουμε «ξεχωριστός», ο ίδιος το απαγόρευε αυτό) που ένα μεγάλο μέρος της κομματικής του προσφοράς το έδωσε μέσα από τούτο εδώ το μετερίζι του «Ριζοσπάστη». Ο σύντροφός μας λοιπόν ο Γιώργης Μωραΐτης άφησε την τελευταία του πνοή χτες. Βαρύ το μαντάτο, όπως αποτυπώνεται στην ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ.

Κι όμως. Δεν θέλουμε να αφήσουμε δάκρυ να κυλήσει. Είναι εντολή: «Καλώς ήρθες, καλώς έφυγες. Ποιος είναι ο αντικαταστάτης σου κι ο αντικαταστάτης του αντικαταστάτη σου», είπε σε ανύποπτη στιγμή. Κι άφησε πάνω στο γραφείο το «Ρεπορτάζ κάτω απ' την κρεμάλα» του Γιούλιους Φούτσικ, με υπογραμμισμένο ένα σημείο:

«Ενα μονάχα σας ζητώ. Να μην ξεχάσετε όσοι ζήσετε. Μαζέψτε υπομονετικά τις μαρτυρίες εκείνων που έπεσαν γι' αυτούς και για σας. Κάποια μέρα, το σήμερα θα γίνει παρελθόν και θα μιλούν για μια μεγάλη εποχή και για ένα ανώνυμο πλήθος ηρώων που δημιούργησαν την Ιστορία. Θα ήθελα να μάθει όλος ο κόσμος πως δεν υπάρχουν ανώνυμοι ήρωες. Ολοι αυτοί ήταν άνθρωποι με όνομα, με μορφή, με επιθυμίες κι ελπίδες και ο πόνος του πιο ασήμαντου ανάμεσά τους δεν ήταν μικρότερος απ' του ηγέτη, που θα μείνει τ' όνομά του. Θα 'θελα όλοι τούτοι να γίνουν δικοί σας, σαν πρόσωπα που τα γνωρίσατε, σαν μέλη της οικογένειάς σας, σαν και σας τους ίδιους».

Ο σ. Γιώργης τον Οκτώβρη του 2016 στην πρώτη προβολή του Ντοκιμαντέρ του Κόμματος για τον ΔΣΕ
Ο σ. Γιώργης τον Οκτώβρη του 2016 στην πρώτη προβολή του Ντοκιμαντέρ του Κόμματος για τον ΔΣΕ
Κι έτσι μαθαίναμε:

«Αντε, λοιπόν, αν σου βαστάει, μη γράφεις. Οσο βαριά κι αν είναι η "καλογερική" (...) Καθένας θα είχε να πει πολλά για τη δική του ζωή. Μα πρέπει να πει πολλά και για τους άλλους, που τους συνάντησε στο διάβα της ζωής. Και ιδιαίτερα να μνημονεύσει εκείνους που δεν μπορούν να μιλήσουν πια... Θα μπορούσα να έγραφα ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Δεν το θέλω. Οταν τα πράγματα μιλούν από μόνα τους, τι χρειάζεται να τα τυλίγεις με φαντασίες. Για να μπερδεύονται οι άλλοι και να σπαζοκεφαλιάζουνε για να τα απομυθοποιούν; Πες τα, γράψ' τα καλύτερα όπως τα είδες, όπως τα έζησες, όπως έγιναν.

(...) Αρχίζω να γράφω. Πρέπει να βιαστώ. Σας είπα. Βρίσκομαι στο μεσαιωνικό κάτεργο Ιτζεδίν. Και είμαι μελλοθάνατος.

Είμαι κομμουνιστής. Μπορεί από ώρα σε ώρα να με πάρουνε για εκτέλεση. Είμαι έτοιμος.

(...) δε φοβάμαι το εκτελεστικό απόσπασμα. Φοβάμαι, όμως, πως δε θα προλάβω να τελειώσω αυτό που άρχισα να γράφω (...) Γράφω τη νύχτα (...) αυτές οι σελίδες είναι κρυφές και μπορεί να μη φτάσουν στα χέρια σας ποτέ... Εκεί που τις κρύβω μπορεί να τις βρούν. Κι ας είναι τόσο μικρές και ψιλογραμμένες (...) πού τις κρύβω; Είναι μυστικό. Σε διάφορες τρυπίτσες που δεν πάει ο νους του ανθρώπου (...) πίσω δεν κάνω (...) έχω χρέος (...) είναι κι αυτή μια μάχη (...) εμείς παλεύουμε πάντα. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και μεσ' απ' τα κάτεργα. Ακόμα και κάτω απ' την κρεμάλα. Παλεύουμε με όλες μας τις δυνάμεις, όπως μπορούμε και με ό,τι όπλο έχουμε και είμαστε σε θέση να χειριστούμε» (Γιώργης Μωραΐτης, Φυλακές Ιτζεδίν Κρήτης, Ακτίνα Δ, Θάλαμος 1, Ιούνης 1957).


Κι έμαθε να χειρίζεται κάθε όπλο που του χρεώθηκε. Από το πρώτο λιανοντούφεκο που έπιασε στα χέρια του ως ΕΛΑΣίτης, έως το οπλοπολυβόλο του ΔΣΕ. Απ' τον ασύρματο στο Αρχηγείο Ρούμελης έως την πένα του παιδαγωγού μετά στην πολιτική προσφυγιά. Κι ύστερα πάλι στον ασύρματο, τώρα πια όμως όχι στα λεύτερα βουνά, μα στις κρύπτες της παρανομίας. Με τους «κώδικες», απ' τη μια, να καταγράφουν στιγμές της σκληρής ταξικής αναμέτρησης και, απ' την άλλη, να μεταφέρουν οργανωτικά μέτρα για τη δουλειά του Κόμματος σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Κι όλα αυτά τα χρόνια, παράλληλα, να κρατά «σημειώσεις» στο μυαλό. Ωσπου άρχισαν να γίνονται και γραπτές. Οταν το στρατοδικείο αποφάσισε τελεσίδικα δις εις θάνατο.

Από την πρώτη του νουβέλα, με τίτλο «Με κομμένη την ανάσα», με πρωταγωνίστρια την Μαρίτσα του Κούρνοβου, πέρασαν 60 χρόνια κι ακόμα έγραφε. Εως τις τελευταίες ώρες. Δώδεκα βιβλία το όλον κι είχε ακόμα εκκρεμότητες, καταπώς έλεγε.

Στο βιβλίο του «Με τους ανθρώπους του μόχθου» σημειώνει:

«Οι απλοί άνθρωποι γράφουν την Ιστορία. Οι "άνθρωποι του μόχθου και της δουλειάς". Δηλαδή, οι εργάτες, οι αγρότες, οι εργαζόμενοι. Κι ούτε νοιάζονται αν θα τους γράψει ή θα τους ξεγράψει η Ιστορία... Η δημοσιογραφία, πάντως, η κομμουνιστική πρέπει να βρίσκεται κοντά τους, να παρακολουθεί τον αγώνα τους και να καταγράφει τη δράση τους. Και όχι μόνο. Ετσι από υποχρέωση, ως λειτούργημα. Αλλά από επαναστατικό καθήκον. Να γίνεται ένα μαζί τους, να μπαίνει στις σκέψεις τους, να εξηγεί τα προβλήματά τους, να επιδρά, να τους δίνει δύναμη και προοπτική. Ωστε η καρδιά τους να φτάσει και να χτυπά τον ίδιο χτύπο με το δικό τους σύμβολο. Με το "δρεπάνι και το σφυρί".

Γιατί τα λέω τώρα αυτά; Για να εξηγήσω σύντομα κι απλά: Οτι με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα τη "θητεία" μου (μακριά από μένα η λέξη "καριέρα") στη δημοσιογραφία. Και συγκεκριμένα στην "μετά τη Χούντα εποχή". Οταν ήρθαμε στη νομιμότητα - ύστερα από 27 συναπτά χρόνια παρανομίας του ΚΚΕ - κι αρχίσαμε να βγάζουμε νόμιμα τον "Ριζοσπάστη".

Σε εκδήλωση για την κοπή της πίτας στον «Ριζοσπάστη», το 1987
Σε εκδήλωση για την κοπή της πίτας στον «Ριζοσπάστη», το 1987
Μου έγινε και επάγγελμα από τότε η δημοσιογραφία. Μέχρι που βγήκα στη σύνταξη. (Και κατόπιν πολλών δεινών με γράψανε και μέλος της ΕΣΗΕΑ). Είχα βέβαια προϋπηρεσία. Δημοσιογραφούσα από τις φυλακές, από την παρανομία, επί Χούντας έβγαζα τον παράνομο "Ριζοσπάστη", την "Αδούλωτη Αθήνα", τον "Οδηγητή" και άλλα έντυπα. Μαζί με τον Γιάννη Γιάνναρη, τον Γιάννη Νικολόπουλο και άλλους συντρόφους. Ενα διάστημα βρέθηκα στο Ραδιοφωνικό Σταθμό μας "Φωνή της Αλήθειας" στο εξωτερικό. Είχα μεράκι».

Κι αυτό το μεράκι τον κράταγε διαρκώς ανήσυχο. Γράφει για την περίοδο πια της νομιμότητας που ήταν χρεωμένος στον «Ριζοσπάστη»:

«Η προτίμησή μου ήταν το Εργατικό, αν και πιο ζόρικο, από κάθε άποψη αυτό. Ζορίστηκα πολύ. Εμαθα πολλά. Απόκτησα εμπειρίες. Παρουσίαζα και αδυναμίες. Είχε παρ' όλα αυτά ένα πλεονέκτημα. Μου έδινε τη δυνατότητα να τρέχω σε τόπους δουλειάς. Ανταποκρινόταν στο χαρακτήρα μου, ικανοποιούσε την επιθυμία μου να βρίσκομαι κοντά στον κόσμο της βιοπάλης. Και στις κομματικές και μαζικές οργανώσεις μας, που είχαν ανάγκη βοήθειας. Δεν έκανα και τίποτε σπουδαίο. Αλλά δεν μπορούσα να κάτσω μόνιμα στα γραφεία. Αρκετές ώρες μέρα - νύχτα δουλεύαμε εκεί όλη τη βδομάδα. Αρκετά ξενύχτια είχαμε και στα τυπογραφεία. Το Σάββατο - Κυριακή συνήθως έφευγα στην επαρχία. Εσπευδα και όταν έβγαινε καμιά αποστολή. Κι ένιωθα να ξαναζώ το Αντάρτικο...».

Απ' το Ξεροβούνι της Θεσπρωτίας έως τον Πυξαριά της Εύβοιας δεν υπάρχει χωριό μήτε πλαγιά, που να μην είχε μια γιάφκα να σου δείξει ο Μωραΐτης. Επέμενε σ' αυτό. Οταν ξεκίναγε για ένα ρεπορτάζ κάπου έξω από το Καρπενήσι, ο δρόμος του ποτέ δεν ήτανε ευθύς. Θα σταματούσε κάπου στην Αγία Ευθυμία, θα κόβε μετά πάνω για το Μαυρολιθάρι, θα λοξοδρομούσε λίγο προς τ' Αργύρια. Κι όταν γυρνούσε άλλο δρομολόγιο...

Ο «Αγαθός Ρουμελιώτης», χαρακτηρισμός που του έδωσε ο βασιλικός επίτροπος στο στρατοδικείο της χούντας κι έγινε υπογραφή «Α.Ρ.» σε κείμενα που έστελνε έξω από τη φυλακή, αλλά κι αργότερα τον πρώτο καιρό στον «Ριζοσπάστη», «έφυγε» για το μεγάλο ταξίδι, αφήνοντάς μας όμως καλά ασφαλισμένη κάθε γιάφκα που πέρασε, κάθε φωλιά νερού...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ