Κυριακή 4 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Για τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη

Ενα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και καυτό θέμα συγκέντρωσε θεωρητικούς και καλλιτέχνες το πρωί του Σαββάτου, στις 20 Οκτωβρίου, στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. «Ο κοινωνικός ρόλος του καλλιτέχνη» ήταν το γενικό θέμα της ημερίδας, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης που διοργάνωσε το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας σε συνεργασία με την Τεχνόπολη. Στην πρωινή συνεδρία η Λέκτορας Ιστορίας της Τέχνης των Πανεπιστημίων Πατρών και Ιωαννίνων, Δώρα Μαρκάτου, μίλησε για τη θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνία. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή ανά τους αιώνες, στάθηκε στην αποξένωση του μοντέρνου καλλιτέχνη. «Τέχνη και εμπόριο τέχνης στις σύγχρονες κοινωνίες», ήταν το κεντρικό θέμα των ομιλιών του ζωγράφου, επίτιμου καθηγητή στην ΑΣΚΤ, Δημοσθένη Κοκκινίδη και του ζωγράφου, καθηγητή ΑΠΘ, Βαγγέλη Δημητρέα. Η πρωινή συνεδρία ολοκληρώθηκε με την ομιλία της ζωγράφου, χαράκτριας Εύας Μελά με θέμα: «Κράτος, κρατική πολιτική και εικαστικές τέχνες». Σήμερα δημοσιεύουμε αποσπάσματα από τις ομιλίες του Δ. Κοκκινίδη και του Β. Δημητρέα. Την επόμενη Κυριακή θα φιλοξενήσουμε αποσπάσματα από τις ομιλίες της Δ. Μαρκάτου και Εύας Μελά.

Εμπορευματοποίηση και τέχνη

Δίνοντας μια «εικόνα» της εποχής μας, ξεκίνησε την ομιλία του με θέμα «Επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης της τέχνης» ο Δ. Κοκκινίδης. «Η εποχή μας» είπε, «χαρακτηρίζεται από ένα αναμφισβήτητο γεγονός, την παγκόσμια κυριαρχία της αγοράς, της απόλυτα ελεύθερης αγοράς. Οι ανθρώπινες σχέσεις οποιασδήποτε μορφής, πολιτικής, ηθικής, θρησκευτικής, αισθητικής, καθορίζονται από τους καπιταλιστικούς νόμους της αγοράς. Τα πάντα προσβλέπουν, ρυθμίζονται και λειτουργούν με μοναδικό γνώμονα το λογιστήριο των αριθμών. Με αριθμούς μετριούνται και τα πολιτισμικά αγαθά, τα best-sellers των βιβλίων, των μουσικών δίσκων, η κυκλοφορία των κάθε μορφής εντύπων, οι αμοιβές των καλλιτεχνών του τραγουδιού, του κινηματογράφου, των αθλητών, των ποδοσφαιριστών...».

Β. Δημητρέας, Δ. Κοκκινίδης, Μ. Παπαδάκης, Δ. Μαρκάτου και Εύα Μελά
Β. Δημητρέας, Δ. Κοκκινίδης, Μ. Παπαδάκης, Δ. Μαρκάτου και Εύα Μελά
Οι εικαστικές τέχνες δεν εξαιρούνται από τις παραπάνω διαπιστώσεις του Δ. Κοκκινίδη, αντίθετα «μετέχουν, συχνά σκανδαλωδώς, στο παιγνίδι των αριθμών του χρηματιστηρίου των αξιών. Μάλιστα, με χρηματικό ύψος που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Ποτέ άλλοτε τα έργα τέχνης δεν άγγιξαν τους χρυσοφόρους ορίζοντες της εποχής μας. Και γνωρίζουμε, πως ποτέ άλλοτε δεν έμειναν τόσοι πολλοί καλλιτέχνες στο περιθώριο με τα έργα τους αζήτητα να κρέμονται στους τοίχους του εργαστηρίου (20.000 στο Παρίσι, 30.000 στη Νέα Υόρκη βρίσκονται έξω από επικοινωνιακό και οικονομικό αλισβερίσι)».

Αναφερόμενος στη διακίνηση των έργων τέχνης, ο Δ. Κοκκινίδης είπε χαρακτηριστικά: «Ξέρουμε ότι στα μητροπολιτικά κέντρα της τέχνης η διαχείριση της τέχνης γίνεται από τον ισχυρότατο διαμεσολαβητικό κόσμο.... Από τους ποικίλους μάνατζερς, ντίλερς, γκαλερί, μουσεία, συλλέκτες - μικρούς και μεγάλους - τους ειδικούς μελετητές που γράφουν σε έγκυρα έντυπα ή ακόμη στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο ευρείας κυκλοφορίας, τα ηλεκτρονικά μέσα, όπου τελευταία προστίθεται και το διαδίκτυο. Τούτος ο εσμός των αγγέλων συμμετέχει με τον ένα ή άλλον τρόπο στη διαχείριση ή καλύτερα στη διακίνηση και αξιολόγηση της τέχνης. Στους παραπάνω, τελευταία, προστέθηκαν κι άλλοι, φαινομενικά άσχετοι, στην πραγματικότητα, όμως, απόλυτα δικτυωμένοι με τους οικονομικούς και αξιακούς δείκτες της καλλιτεχνικής ζωής. Εννοώ τις διαφημιστικές εταιρίες, τις Τράπεζες, πολυεθνικές εταιρίες που παράγουν άσχετα με την τέχνη αντικείμενα...».

Ως παράδειγμα ο Δ. Κοκκινίδης ανέφερε την κολοσσιαία στο χώρο της διαφήμισης, Σάατσι, η οποία «εμφανίστηκε ως ένα είδος ιδιόμορφου συλλέκτη ("εραστή της τέχνης") με πολύ τολμηρές επιλογές έργων νέων καλλιτεχνών, τους οποίους προέβαλε και μάλλον επέβαλλε με ισχυρό μέσο τη δημοσιότητα, που είναι δουλιά της. Είναι προφανές ότι βασική επιδίωξη της Σάατσι ήταν να προωθήσει τις αισθητικο-καλλιτεχνικές της επιλογές και από την άλλη να πολλαπλασιάσει την αρχική οικονομική επένδυση».

«Η αγορά επιζητεί με πάθος τις αναπαραστατικές φαντασιώσεις των πραγμάτων, μέσω του λόγου», υπογράμμισε ο Δ. Κοκκινίδης. «Και ο λόγος αυτός για την τέχνη, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησε πιστά το γενικότερο πρόσταγμα της νεοτερικότητας για κάθε τι που αφορούσε στον άνθρωπο. Η δίψα της αγοράς για την ανανέωση, τη φρεσκάδα του καινούριου, εγγενές για πολλούς χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, αλλά και βασικό αίτημα της ανταγωνιστικότητας στον καπιταλισμό, παγίδεψε οριστικά τις τέχνες στο τέλος του 20ού αιώνα. Η νεοτερικότητα, το πιο γνήσιο και υγιές ξεκίνημα της τέχνης στις αρχές του 20ού αιώνα, με το τέλος της δεκαετίας του '60, αυτοπαγιδεύτηκε και αυτοαναιρέθηκε εν ονόματι της ανανέωσης και του επακόλουθού της, της τυποποίησης. Η στείρα αναπαραγωγή πετυχημένων στην αγορά πρότυπων τέχνης από τη μια πλευρά, και από την άλλη, το χειρότερο, η παθολογική τάση της ανανέωσης για την ανανέωση, οδήγησε προς το τίποτε, και κατέληξε στο πλήρες αδιέξοδο».

Σύμφωνα με τον Δ. Κοκκινίδη, ο αντίκτυπος από τα δυτικά κέντρα άρχισε να γίνεται αισθητός στη ζωή και την τέχνη της χώρας μας από τη δεκαετία του '90 και πέρα.

«Οι παλιότερες ρομαντικές περί την τέχνη ιδέες εγκαταλείφθηκαν. Η αφιέρωση του καλλιτέχνη σ' αυτήν, τα υψηλά ιδανικά και η ιερότητα της αποστολής του σταδιακά εκχωρούνται και προσγειώνονται σε υλικής τάξης αιτήματα, με εμφανή την τάση να εξομοιωθούν με τα δυτικά τους πρότυπα. Αυτό διαπιστώνεται από το πλήθος των εκδηλώσεων, τον αριθμό των αιθουσών τέχνης, τις δημοπρασίες ξένων οίκων και τη δημοσιοποίηση καταλόγων, στους οποίους αριθμούνται και ταξινομούνται οι αμοιβές των καλλιτεχνών».

«Απομένει, βέβαια, πάντοτε το ερώτημα, αν πράγματι, η επίδραση της αγοράς έχει αρνητικές επιπτώσεις στην τέχνη, όπως έχει από πολλούς εξακριβωθεί, τότε με ποιο τρόπο, αν υπάρχει, μπορεί η τέχνη να απαλλαγεί;

Φοβάμαι, πως η κατάσταση, στην παρούσα φάση της παγκοσμιοποίησης που διανύει η ανθρωπότητα στον πλανήτη, δεν είναι αντιστρέψιμη. Τουλάχιστον, προς το παρόν, δε φαίνεται να αλλάζει ο ολοκληρωτικός - όπως τον αποκάλεσε ένας φίλος- καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και διάθεσης αγαθών, στα οποία περιλαμβάνονται και τα υψηλά αγαθά του πνεύματος και της τέχνης».

Και για του λόγου το αληθές, ο Δ. Κοκκινίδης τελείωσε την ομιλία του, με ένα εντυπωσιακό και πρωτότυπο δείγμα διείσδυσης της διαφήμισης στην αγορά του λογοτεχνικού βιβλίου.

«Προ ημερών», είπε, «σχολιάστηκε από τον ημερήσιο Τύπο η περίπτωση πολύ γνωστής Αγγλίδας μυθιστοριογράφου, η οποία δημοσίευσε ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο BULGARY CONNECTION. Πρόκειται για μια παραγγελία της μεγάλης ιταλικής φίρμας κοσμημάτων που ονομάζεται BULGARY. H BULGARY, λοιπόν, συμφώνησε με τη συγγραφέα και, προφανώς έναντι αδράς αμοιβής, να μπει στον τίτλο του μυθιστορήματος το όνομά της αφενός και αφετέρου η συγγραφέας ανέλαβε την υποχρέωση να αναφέρει το όνομα BULGARY τρεις έως πέντε φορές κατά τη διαδρομή της αφήγησης. Το αναμφισβήτητο οικονομικό όφελος από την αγοραστική επιτυχία του βιβλίου έχει τρεις αποδέκτες. Τη συγγραφέα, τη φίρμα BULGARY και τον εκδότη. Απομένει, να δούμε, και στον τόπο μας παρόμοιες συμφωνίες (εδώ κι εκεί άρχισαν ήδη να εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις) με λογοτέχνες, ποιητές, μουσικούς και φυσικά καλλιτέχνες των εικαστικών τεχνών. Και το λέω αυτό, επειδή στον τομέα της τέχνης, οι δυτικές σχολές της τέχνης πρωταγωνιστούν με το μάθημα του marketing. Διδάσκουν στους φοιτητές τους τρόπους διείσδυσης στον κόσμο της τέχνης και στην αγορά. Ας ελπίσουμε πως δε θα συμβεί το ίδιο και μ' εμάς εδώ στην Ελλάδα».

Κοινό τέχνης και αγοραστικό κοινό

Ορισμένες παρατηρήσεις πάνω στο φλέγον θέμα «Το κοινό της τέχνης και το αγοραστικό της κοινό» διατύπωσε στην ομιλία του ο Β. Δημητρέας.

«Ακούγεται ακόμα η άποψη», είπε, «για ένα ενιαίο κοινό τέχνης. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από μεγάλες διαφορές και ανυπέρβλητες αντιθέσεις να μιλάμε για ενιαίο κοινό τέχνης.... Αγνοείται συχνά, ή αποκρύπτεται η σύνδεση και οι παρεπόμενες εξαρτήσεις του κοινού από τη δομή της κοινωνίας και τις μεγάλες αντιθέσεις της».

Χωρίς να προχωρήσει στην εικαστική διατύπωση θέσεων, ο Β. Δημητρέας έκανε, στην ομιλία του, μερικές διευκρινιστικές παρατηρήσεις με τη βοήθεια παραθεμάτων. Στάθηκε σε αποσπάσματα βιβλίων που, έμμεσα ή άμεσα, οι συγγραφείς τους αμφισβητούν την ύπαρξη ενιαίου κοινού τέχνης. Ακόμη, στηρίζουν, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, την αναγκαστική σχέση που έχει το κοινό της τέχνης, με τη δομή της κοινωνίας, τις καθοριστικές οικονομικές και πολιτιστικές ανισότητές της. «Οι συχνά κραυγαλέες αυτές ανισότητες», υπογράμμισε χαρακτηριστικά, «ούτε αναχαιτίζονται, ούτε υπερκαλύπτονται, σε μεγάλο βαθμό από την προσωπική ευαισθησία. Γράφει η Raymonde Moulin: "Εντούτοις, κοινό και πελατεία δε συμπίπτουν: από τη στιγμή που ο πίνακας αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως έργο τέχνης, αλλά ως εμπορικό αντικείμενο, έχει εισαχθεί η έννοια της οικονομικής αξίας που εκφράζεται για τον αγοραστή με όρους αγοραστικής δύναμης"».

«Σε κείμενό του ο γνωστός οικονομολόγος Α. Smith γράφει: "Ο κόσμος των πλουσίων είναι ένα θέαμα και για αυτούς, η κύρια ευχαρίστηση του πλούτου, συνίσταται, στο να τον επιδεικνύουν με ευχαρίστηση. Στα μάτια τους δεν είναι ποτέ τόσο πλήρης παρά μόνο όταν κατέχει τα σημάδια της αφθονίας, που εκτός απ' αυτούς κανένας δεν μπορεί να κατέχει"».

Επανερχόμενος στη R. Moylin, ο Β. Δημητρέας ανέφερε ένα απόσπασμα στο οποίο μιλά για τους συλλέκτες στη Γαλλία: «"Το δείγμα μας δε μας δείχνει κανένα συλλέκτη που να ανήκει στις λαϊκές τάξεις, εργατική και αγροτική. Κανένας έμπορος δε μας ανέφερε συλλέκτες που ανήκουν σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες. Ο συλλέκτης ο πιο ταπεινός εκπροσωπείται γι' αυτούς από τον καθηγητή του λυκείου ο οποίος έχει γούστο και πληρώνει με το μήνα και για τον οποίο κάνει κανείς και θυσίες"».

«Χωρίς να έχει κανείς κανενός είδους ιδεολογική προκατάληψη», συνέχισε ο Β. Δημητρέας, «μπορεί να συμφωνήσει με τον οικονομολόγο Golbraith όταν γράφει: "Το ψωμί, τα ρούχα, η κατοικία και άλλα υλικά αγαθά είναι πρωταρχική χρησιμοποίηση του εισοδήματος. Οταν αυτά είναι εξασφαλισμένα, οι άνθρωποι στρέφονται προς το ωραίο"».

«Ο γνωστός Αμερικανός κριτικός τέχνης Cl. Grenberg γράφει με ευθύτητα αλλά και σχηματικά τα ακόλουθα: "Πάντοτε υπήρχε από τη μια μεριά η μειοψηφία των ισχυρών - και συνεπώς των καλλιεργημένων - και από την άλλη μεριά η μεγάλη μάζα των εκμεταλλευόμενων και φτωχών και συνεπώς των αδαών. Η επίσημη κουλτούρα ανήκε πάντοτε στους πρώτους, ενώ οι δεύτεροι έπρεπε να μένουν ευχαριστημένοι με την παραδοσιακή ή στοιχειώδη κουλτούρα ή το κιτς"».

Οπως κατέληξε ο Β. Δημητρέας «υπογραμμίζονται με έμφαση όχι μόνο τα οικονομικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι φτωχοί όταν θέλουν να προσεγγίσουν την τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα, αλλά και η ταυτόχρονη ατροφία των προσληπτικών ικανοτήτων τους και η παρεμπόδιση της ευαισθητοποίησής τους. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα και στο πεδίο της τέχνης μερικοί αντιμετωπίζουν, άλλοτε από άγνοια άλλοτε από υστεροβουλία, κοινωνικο-ιστορικές καταστάσεις σαν να ήταν φυσικά φαινόμενα».


Ηλιάνα ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ