Κυριακή 4 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η Συνέντευξη

(τελευταίο)

Δεν πρόλαβα, όμως, να τελειώσω τους απαισιόδοξους συλλογισμούς μου, όταν άκουσα τον κοντό Ταλιμπάν, πάντα με το καλάζνικοφ σφηνωμένο στο σβέρκο μου, να λέει στο διπλανό του στα αγγλικά

- I am thinking that we must stop (Σκέφτομαι ότι πρέπει να σταματήσουμε)

Ο άλλος Ταλιμπάν έσκυψε στο παράθυρο του τζιπ και κοίταξε έξω, όπου η σειρά των ασπροντυμένων μονοπόδαρων ακόμα αργοσέρνονταν στο σκοτάδι μέσα στις λάσπες που σ' εκείνο το μέρος του δρόμου ήταν αρκετά παχιές, γιατί καταλάβαινα πως και το αυτοκίνητό μας προχωρούσε αγκομαχώντας. Δεν απάντησε αμέσως. Χασμουρήθηκε τρίζοντας σα σκουριασμένη πόρτα. Τράβηξε και μια βαθιά ρουφηξιά από το «king size» Marlboro που είχε ανάψει στο μεταξύ και απάντησε με τη βραχνή του φωνή, που την ακούγαμε για πρώτη φορά σ' εκείνο το απελπισμένο ταξίδι μας.

-It 's up to You (Οπως θέλεις).

Ο κοντός δε μίλησε. Εσκυψε κι αυτός στο παράθυρο και έμεινε εκεί σιωπηλός. Κατάλαβα πως και οι δυο συνοδοί μας έψαχναν κάτι να βρουν στο λασπωμένο δρόμο. Και επειδή δεν το έβρισκαν, μια και ο δρόμος ήτανε πια κατασκότεινος, προβληματίζονταν, αν θα έπρεπε να σταματήσουμε εκεί ή όχι. Ο δικός μου προβληματισμός, βέβαια, ήτανε πιο έντονος, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ πως υπήρχε περίπτωση κάπου εκεί να βρίσκεται το καταφύγιο του Οσάμα. Σε ένα μέρος, δηλαδή, όπου θα μπορούσε κανείς να φτάσει και με ένα σαράβαλο τζιπ, και όχι μόνο έτσι, αλλά σιγοπερπατώντας μέσα στις λάσπες με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού. Ημουνα βέβαιος πια ότι εγώ και ο σύντροφός μου μαζί με τους δυο συνοδούς μας παίζαμε μια περίεργη κωμωδία, την υπόθεση της οποίας είχα αρχίσει να την ψυλλιάζομαι! Κάποια στιγμή μού ήρθε η ιδέα να σταματήσω μόνος μου να πιάσω από το γιακά τον κοντό και να του εξηγηθώ στα ίσια.

-Τι θα γίνει, ρε κερατά, μας δουλεύεις. Εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να παλεύουμε με τις κωλολάσπες σου και να κόβουμε χαλβά με τα γυμνά σου μπαλέτα. Τον Οσάμα ήρθαμε να δούμε και να του πάρουμε συνέντευξη.

Βέβαια ούτε που το σκέφτηκα αυτό στα σοβαρά. Ετσι το κλωθογύριζα μέσα στο μυαλό μου για να περνάει η ώρα και να ξεχνιέμαι, μόνο που δεν το κατάφερνα αυτό. Οσο κι αν έφτιαχνα με τη φαντασία μου διάφορα τρελά σενάρια, το μυαλό μου δεν ξεκολλούσε από την αποστολή μας. Δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω με άδεια χέρια. Επρεπε να βρούμε με κάθε θυσία τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Και όχι μόνο να τον βρούμε και να βεβαιωθούμε επιτέλους πως υπάρχει αυτός ο άνθρωπος και δεν είναι ένα «αδειανό πουκάμισο», που θα έλεγε και ο ποιητής, και που το βάλανε στο σημάδι οι Αμερικανοί, έτσι για να μας μπερδεύουν και να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλιά τους. Να γεμίζουν τους δρόμους με μονοπόδαρους, τις λασπωμένες λακκούβες με πεινασμένα παιδιά και τα βρώμικα μπαρ με μισόγυμνες μπογιατισμένες πουτάνες, κάτι ανάμεσα από τα ισλαμικά ουρί και τις χορεύτριες του Μπροντγουέι. Και όχι, φυσικά, μόνο να τον βρούμε, αλλά και να ρωτήσουμε.

-Τι χαμπάρια, ρε πατριώτη; Οι Αμερικάνοι φάγανε τον κόσμο για να σε βρούνε. Γεμίζουν τη χώρα σου με αίμα και καπνό. Πεθαίνουν παιδιά, γκρεμίζουνε σπίτια και συ κρύβεσαι;

Πάνω στη σκέψη μου αυτή άκουσα τον κοντό

-Stop!

-What 's happens? (τι συμβαίνει;)

-Nothing (τίποτε)

-He is here? (Εδώ είναι;)

-Who? (ποιος;)

-Osama Bin Landen

-Nobody knows where he is (κανένας δεν ξέρει πού είναι αυτός).

Εστριψα το τιμόνι βλαστημώντας και πήραμε το δρόμο του γυρισμού!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ