Copyright 2018 The Associated |
«Η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών υπόκειται σε ορισμένες προκλήσεις και κινδύνους, όπως οι κίνδυνοι ενδεχόμενης αποσταθεροποιητικής δυναμικής του επερχόμενου εκλογικού κύκλου, καθώς και της έκβασης των συνταξιοδοτικών υποθέσεων που εκκρεμούν στα δικαστήρια», επισημαίνει χαρακτηριστικά το «Δημοσιονομικό Συμβούλιο», στις αρμοδιότητες του οποίου συγκαταλέγονται η αξιολόγηση των κρατικών προϋπολογισμών, η παρακολούθηση της δημοσιονομικής διαχείρισης κ.ά.
Ουσιαστικά, με φόντο τις όποιες δικαστικές αποφάσεις, έχει ανοίξει στα γεμάτα η «συζήτηση» γύρω από την «ανάγκη» συμπληρωματικών αντιλαϊκών παρεμβάσεων με στόχο την επίτευξη των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια.
Μεταξύ άλλων, το «Δημοσιονομικό Συμβούλιο» επισημαίνει:
-- Η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος ESM αποτελεί θετικό αποτέλεσμα, «αμφισβητείται όμως από την αβεβαιότητα στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές και τους κινδύνους πιθανής αποσταθεροποιητικής δυναμικής του επερχόμενου εκλογικού κύκλου», δηλαδή ακόμη και από το ενδεχόμενο κάλπικων εξαγγελιών για τις όποιες «παροχές» σε τμήματα του λαού.
-- Ο στόχος του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 είναι «εφικτός», ωστόσο προϋποθέτει περαιτέρω επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
-- Επίσης, η επιβεβαίωση των προβλέψεων για την τόνωση των νέων επενδύσεων προϋποθέτει την «πιστωτική επέκταση», δηλαδή τη χορήγηση νέων τραπεζικών δανείων, για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων.
Σε κάθε περίπτωση, η ιδιαίτερα αναιμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας (μετά την κατρακύλα κατά 26% την προηγούμενη περίοδο) έρχεται να πατήσει στο έδαφος των αντιλαϊκών μέτρων και των αναδιαρθρώσεων και βέβαια στην περαιτέρω ενίσχυσή τους τα επόμενα χρόνια.
Η Κομισιόν, από την πλευρά της, στην πρόσφατη έκθεση με τις «Φθινοπωρινές Προβλέψεις», ξεκαθαρίζει ότι οι ρυθμοί ανάκαμψης βασίζονται στη διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, στην αξιοπιστία και στη διαμόρφωση κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος, καθώς σε αντίθετη περίπτωση, ελλοχεύουν κίνδυνοι από τυχόν αποκλίσεις στους στόχους της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Μάλιστα, η Κομισιόν σήκωσε και το ζήτημα των «δικαστικών αποφάσεων», τονίζοντας ότι «ενδεχομένως να ανατρέψουν εν μέρει προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις».
Στο μεταξύ, αντισυνταγματικές έκρινε τις περικοπές σε Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων η 7μελής σύνθεση του ΣΤ' τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ωστόσο το ζήτημα θα κρίνει οριστικά η Ολομέλεια του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το σκεπτικό των ανώτατων δικαστών, οι επίμαχες περικοπές αντίκεινται στα σχετικά άρθρα του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους αναγνωρίζουν μεν ότι ο νομοθέτης «εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες» μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, επισημαίνουν δε ότι «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή των αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι επιδόματα, εορτών και αδείας, «συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον μισθό του καθενός».