Τα έργα του απεικονίζουν μεγάλο μέρος της ρωσικής προεπαναστατικής ζωής. To 1898 έρχεται σε επαφή με τον μεγάλο επικό συγγραφέα Λέοντα Τολστόι και τον κατά πολύ νεότερό του ρεαλιστή Μαξίμ Γκόρκι. Επηρεάστηκε από το σκάνδαλο Ντρέιφους που συγκλόνισε την Ευρώπη και η αμέριστη συμπαράσταση που έδειχνε προς τις φοιτητικές κινητοποιήσεις αντανακλά την ιδεολογική ανάπτυξη του συγγραφέα και το μεγάλο του ενδιαφέρον για την κοινωνική ζωή. Ο Τσέχοφ γίνεται εκείνος ο ερευνητής της ανθρώπινης ζωής, όπου μέσα από τα έργα του φαίνεται η βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής. Ο Τσέχοφ κατανοεί το τραγικό όχι σαν κάτι το φοβερό και ανοίκειο, αλλά σαν κάτι το καθημερινό, πραγματικό και συνηθισμένο. Με αυτό έχει σχέση και η εξέλιξη του τσεχωφικού χιούμορ, αυτού του χιούμορ που φτάνει το τραγικό στα όρια του γελοίου. Του γελοίου ως κωμικοτραγικού στοιχείου που συνδυάζει το χαμόγελο, την ειρωνεία και τη βαθιά θλίψη. Το τραγικό νόημα των έργων του Τσέχοφ έγκειται ακριβώς στο ότι τίποτα δεν συμβαίνει και όλα παραμένουν όπως ήταν.
«Μόνο όταν διαβάσεις και ξαναδιαβάσεις τα έργα του Τσέχοφ», γράφει ο Στανισλάφσκι, «μπορείς να ανακαλύψεις τα βάθη που ήτανε κρυμμένα κάτω από την φαινομενικά ασήμαντη επιφάνεια». Ο μεγάλος δάσκαλος, σκηνοθέτης και ηθοποιός Στανισλάφσκι ήταν αυτός που ανέδειξε τα έργα του Τσέχοφ.
Από τα πρώτα νεανικά του διηγήματα διαφαίνονται το ιδιαίτερο προσωπικό στιλ, το ανάλαφρο χιούμορ, η σάτιρα, μα πάνω από όλα η αγάπη του για τον άνθρωπο, η βαθιά του επιθυμία και έγνοια να βοηθήσει και τέλος να αφήσει κάτι χρήσιμο, «με λόγο και έργο».
Το 1861 η δουλοπαροικία καταργείται, οι δούλοι ελευθερώνονται, ο λαός έχει αρχίσει να ξεσηκώνεται. Οι επαναστατικές ιδέες, ο μαρξισμός διαδίδονται στις λαϊκές μάζες και σε κάποιους προοδευτικούς αστούς. Η ανάπτυξη της επιστήμης, της βιομηχανίας, της οικονομίας, η επίδραση των νέων ιδεών και της ρεαλιστικής λογοτεχνίας επιφέρουν την οριστική κατάρρευση της φεουδαρχίας.
Οπαδός των νέων ιδεών ο Τσέχοφ, γνωρίζει ότι η πατρίδα του θα περάσει μέσα από δύσκολα και επίπονα μονοπάτια αλλά ο δρόμος για μια δίκαιη, άρα ανθρώπινη κοινωνία είναι εκεί, μπροστά τους και αναπόφευκτος.
Η υπόθεση του έργου: Η άφιξη του καθηγητή Σερεμπριάκοφ με την κατά πολύ νεότερη γυναίκα του, Ελενα, στο υποστατικό τους στη ρωσική επαρχία, το οποίο συντηρούν ο Βάνιας και η ανιψιά του Σόνια, κόρη από τον πρώτο γάμο του καθηγητή με την αδερφή του Βάνια, γίνεται αιτία να αποκαλυφθούν καταπιεσμένα από χρόνια αισθήματα, όπως κρυμμένοι πόθοι, ανεκπλήρωτοι έρωτες, ζωές που πέρασαν και ψυχές που μαράζωσαν μέσα στην πλήξη και την αδράνεια της ρωσικής επαρχίας...
ΟΜαξίμ Γκόρκι είπε: «Για μένα ο "Θείος Βάνιας" είναι κάτι φοβερό, θεατρική τέχνη εντελώς καινούργια, ένα σφυρί με το οποίο χτυπάει τα άδεια κεφάλια του κοινού... Τρέμω από θαυμασμό για το ταλέντο σας και από φόβο για τους ανθρώπους, για την άχρωμη, μίζερη ζωή μας».
Την παράσταση που είδα στο «Bios», σε σκηνοθεσία της Μαρίας Μαγκανάρη, σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και την ευαίσθητη μουσική του Πάνου Καλατζόπουλου, θα μπορούσα να την εκλάβω μόνο σαν εγχείρημα πειραματικής έρευνας πάνω στο έργο του Τσέχοφ. Και όχι τόσο γιατί προσπάθησε να φέρει το έργο στο σήμερα... με τις ενδυματολογικές παρεμβάσεις όπως τα κόκκινα all star του καθηγητή, βερμούδα του Βάνια, το tablet και το κινητό του Αστρόφ, το leopard της Νένας και το μετωπικό παίξιμο των ηθοποιών, κρατώντας μόνο κάποια στοιχεία από το παρελθόν, αλλά γιατί αυτά συνηγορούν σε «προφανείς συμβολισμούς», αποφεύγοντας τον ποιητικό ρεαλισμό με τον οποίο είναι «ποτισμένα» τα έργα του Τσέχοφ και εμποδίζοντας έτσι το κοινό να κάνει τις αναγωγές στο σήμερα μόνο του.
Οι υστερικές εκρήξεις των ηθοποιών, καθώς ο καθημερινός τρόπος τους, κυρίως του Βάνια (Κώστας Κουτσουλέλος), το υπαινικτικό σούρσιμο των πασουμιών της Μαρίνας, παραμάνας (Μαρία Μαγκανάρη), η αδιάφορη ηλικιωμένη χήρα (Ασπασία Κράλλη), μητέρα της πρώτης γυναίκας του καθηγητή Σερεμπριάκοφ, η «απουσία» του Τελιέγκιν (Δημήτρης Ντάσκας) καθώς και η «μόνο» μονότονη γκρίνια του καθηγητή (Βασίλης Καραμπούλας) μπορεί να είναι μια πρώτη καλή επαφή με το έργο «από τη ματιά», όπως κατάλαβα, της σκηνοθέτιδας αλλά αυτό δεν σημαίνει και τελική. Η μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη ερχόταν σε σύγκρουση με το μετωπικό παίξιμο των ηθοποιών κυρίως του Βάνια και χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια να παρακολουθήσεις το έργο, να συγκινηθείς. Τέτοιου είδους, όμως, εύκολες παρεμβάσεις αλλοιώνουν την πολυσύνθετη και πολύπλευρη ποιότητα των αισθημάτων, των ηρώων του τσεχοφικού έργου και εμποδίζουν τον θεατή να επικοινωνήσει με το βάθος και την ποίηση του μεγάλου δραματουργού.
Παρεμβάσεις οι οποίες σε έβγαζαν τελείως από την ατμόσφαιρα και το κλίμα του τσεχωφικού έργου. Από την άλλη, διέκρινα στιγμές από την Σόνια (Σύρμω Κεκέ), την Ελενα (Ανθή Ευστρατιάδου) και τον Αστρόφ (Γιωργή Τσαμπουράκη) με αισθαντικότητα, πειθώ, αγωνία.
Το κυρίαρχο όμως στοιχείο σε μία παράσταση, πέρα από την οποιαδήποτε, σύγχρονη ή μη, σκηνοθετική - εικαστική ματιά, είναι να μας πείσει όχι με τα προφανή, αλλά με αυτά τα οποία «αχνοφαίνονται» και που αδιόρατα κατακλύζουν τις ψυχές μας και έτσι αναγνωρίζουμε τον τρόπο που διαμορφώνονται οι άνθρωποι σε ανάλογες συνθήκες.
Δανείζομαι ένα απόσπασμα που έγραψε ο Κάρολος Κουν για τον Τσέχοφ το 1960 και το οποίο με εκφράζει απόλυτα.
«Υπάρχουν τόσες λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις στα πρόσωπα, τόσα ημιτόνια, τόσες απότομες εσωτερικές μεταπτώσεις, τόση λεπτομέρεια στην καθημερινή αλήθεια και πάνω απ' όλα τόση συμπυκνωμένη ποίηση, που αναδύεται όχι με ποιητικό λόγο αλλά θεατρικά, μέσα από τις καταστάσεις, μέσα απ' αυτά που συχνά δε λέγονται αλλά διαφαίνονται μονάχα, ώστε μόνο μια ευαισθησία τέλεια εξοικειωμένη με το πνεύμα και το κλίμα του συγγραφέα και μια ζωική σχεδόν συνταύτιση με τα πρόσωπα μπορεί να κάνει δυνατή τη μεταφορά αυτής της μαγείας, που υπάρχει στο θέατρο του Αντον Τσέχοφ στη γλώσσα μας και στη σκηνή μας».