Μια μικρή αναφορά στον Ρίτσο του Μεσοπολέμου, με αφορμή τα 111 χρόνια από τη γέννησή του
Τιμώντας τα «γενέθλια» του ποιητή, ο «Ριζοσπάστης» στέκεται στον Ρίτσο του Μεσοπολέμου, αναδεικνύοντας πλευρές γύρω από το προπολεμικό έργο του.
Οι δύο πρώτες του συλλογές, «Τρακτέρ» (1934) και «Πυραμίδες» (1935), φέρνουν τον νεαρό ποιητή στο προσκήνιο. Φαίνεται να εμφανίζεται ο πρώτος σημαντικός στρατευμένος ποιητής της δεκαετίας του '30. Ο Γ. Ρίτσος είχε γνωρίσει τις ιδέες του μαρξισμού στο τέλος της δεκαετίας του '20 στο σανατόριο της «Σωτηρίας». Τη συλλογή «Τρακτέρ» την εκδίδει το 1934, χρονιά που γίνεται και μέλος του ΚΚΕ.
και που βρωμάει το λεπρό της κορμί σαν ψοφίμι
θα με ιδεί εχθρό...
Στη συλλογή «Πυραμίδες» περιέχονται ποιήματά του που είχαν δημοσιευτεί πρότερα στον «Ριζοσπάστη», τα «Γράμματα απ' το μέτωπο» και «Γράμματα για το μέτωπο», σε μορφή γράμματος από τον γιο που είναι φαντάρος προς την μητέρα του ή από την μητέρα προς τον γιο.
...Δεν ξέρω, κάτι μέσα μου κυλά
σα χείμαρρος και τη γροθιά μου σφίγγει.
Μας ρίχνουν στη φωτιά κ' υπολογίζουν
παράσημα τη ζωή μας και γιομίζουν
με το αίμα την κοιλιά τους τη χοντρή·
και σκέφτουμαι - πώς να στο πω, μητέρα; -
μην είναι τούτοι, αλήθεια, οι μόνοι οχτροί
κ' η σκέψη αυτή με τρώει νύχτα - μέρα...
Ο «Επιτάφιος» (1936) είναι το τελευταίο ομοιοκατάληκτο ποίημα του Ρίτσου. Ο ποιητής, συγκλονισμένος από την εικόνα της μάνας που θρηνεί τον νεκρό απεργό γιο της, σε τρία μερόνυχτα γράφει τη σύνθεση με το αίμα του. Στο τέλος, αποκαμωμένος κάνει αιμόπτυση... Η σύνθεση αυτή «πατά» πάνω στην προηγούμενη δουλειά του, «Γράμματα για το μέτωπο». Το έργο αποτυπώνει την ακατανίκητη δύναμη της εργατικής τάξης όταν συνειδητοποιεί τη δύναμη και την κοινωνική αποστολή της.
Κι αντίς τ' άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυά μου τον ήλιο αντικρύζω.
Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.
Ο «Ριζοσπάστης» εξέδωσε τη συλλογή σε 10.000 αντίτυπα, που πωλήθηκαν σε ελάχιστο διάστημα. Η ελληνική ποίηση φεύγει από τους κλειστούς κύκλους των λογοτεχνικών σαλονιών και φτάνει σε πλατύτερες μάζες - οι υπόλοιπες ποιητικές συλλογές της περιόδου κυκλοφορούσαν σε κάποιες δεκάδες αντίτυπα. Τα τελευταία 250 αντίτυπα κατάσχονται μετά τη μεταξική δικτατορία και καίγονται μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Στις τρεις επόμενες συνθέσεις ο Ρίτσος υιοθέτησε τη μοντερνιστική γραφή, που πλευρές της ανιχνεύονται και σε προηγούμενα έργα του. Ο Ρίτσος, όπως και άλλοι κομμουνιστές δημιουργοί, εφάρμοσε στο έργο του μια από τις βασικές αξιώσεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, πως ο δημιουργός μπορεί να εκμεταλλευτεί οποιοδήποτε ύφος και στιλ υπηρετεί καλύτερα το περιεχόμενο.
Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας.
Νιώθω στους ώμους
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.
Γράφει στην «Εαρινή Συμφωνία» το 1938.
Οι συνθέσεις αυτές γραμμένες την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, σε καθεστώς διώξεων και σκληρής λογοκρισίας, αν και στρέφονται στον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, περιέχουν σαφείς νύξεις ενάντια στον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και τον φασισμό. Επομένως, οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος αναγνώστης της ποίησης του Ρίτσου θα διαφωνήσει με την άστοχη άποψη που διατυπώνει ο Βίττι, ότι ο Ρίτσος απεκδύθηκε το κοινωνικό περιεχόμενο της ποίησής του υμνώντας αποκλειστικά τη χαρά της ζωής, αφήνοντας ουσιαστικά να εννοηθεί ότι υπηρέτησε τα μεταξικά «ιδεώδη».
... Πόρτες χάσκουν την νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ενα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
με ανθρώπινα κόκκαλα
για ν' ανέβουν.
Κύριε, Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ' ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα που δεν επαιτούν...
Γράφει στο «Εμβατήριο του Ωκεανού» το 1940.
Το 1937 ο Ρίτσος γράφει το «Τραγούδι της Αδελφής μου», για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς γράφει, «παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».
Το ξέρω,
οι ποιητές
δε ρυπαίνουν με δάκρυα
τις κρυστάλλινες πολιτείες.
Αγρυπνούν
με το βλέμμα τους ίσο κι αθόλωτο
για να μετρούν
τις φρικιάσεις του φωτός
και τους παλμούς του σύμπαντος...