(Γιάννης Ρίτσος, 1909 - 1990)
Τη βδομάδα που μας πέρασε (11/11) συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από το χαμό του δικού μας ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, όμως είναι πάντα παρών. Με τούτο το μικρό μας αφιέρωμα στεκόμαστε στον μελοποιημένο Γ. Ρίτσο. Από τον «Επιτάφιο» που μελοποίησε ο Μίκης το 1960 στο ηλεκτρονικό ταξίδι του Κωνσταντίνου Βήτα, που παρουσιάστηκε φέτος... Με έργα του ποιητή έχουν καταπιαστεί πολλοί συνθέτες, ανάμεσά τους οι Θάνος Μικρούτσικος, Χρήστος Λεοντής, Δήμος Μούτσης, Σπήλιος Μεντής, Μάριος Τόκας, Γιάννης Μαρκόπουλος, Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, Μάνος Λοΐζος, Σπύρος Σαμοΐλης, Μιχάλης Τρανουδάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Λουκιανός Κηλαηδόνης κ.ά.
Μέσα από τη μελοποίηση η ποίηση του Ρίτσου φτάνει ακόμα πιο πλατιά. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του ποιητή προς τον Μ. Θεοδωράκη: «Μου έκανε τρομερή εντύπωση και είπα, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με τη μουσική; Μέχρι τότε έλεγα ότι κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη τη βοήθεια άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον "Επιτάφιο" και αργότερα φυσικά τη "Ρωμιοσύνη", είπα, πραγματικά, εδώ είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».
Το 1936, ο ποιητής συγκλονισμένος από την εικόνα της μάνας που θρηνεί τον νεκρό απεργό γιο της, σε τρία μερόνυχτα γράφει τον «Επιτάφιο», ο οποίος εκδίδεται από τον «Ριζοσπάστη». «Σε μένα οι αισθήσεις μου, οι βάσεις μου, οι ακουστικές προέρχονται από το λαό. Αυτά που βγήκαν από μέσα μου, τα άκουσα παιδί, τα τραγούδησα, τα χόρεψα. Παρόλο που στη Μονεμβασιά θεωρούμασταν άρχοντες, η μάνα μου φρόντιζε, να πηγαίνω στα πανηγύρια, όπου μιλούσα με τους χωρικούς και τους αγρότες. Πριν μάθω τι είναι ο δεκαπεντασύλλαβος, έγραψα από μικρός με άνεση δεκαπεντασύλλαβους. Γνώριζα πολύ καλά και το μανιάτικο μοιρολόι...». Το 1956 ο «Επιτάφιος» εκδίδεται για δεύτερη φορά και το 1957 ο Ρίτσος στέλνει την ποιητική σύνθεση στον Μ. Θεοδωράκη, που βρισκόταν στο Παρίσι, με την παρακάτω υποσημείωση: «Το βιβλίο αυτό κάηκε στους στύλους του Ολυμπίου Διός». Ο Μ. Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική «μονορούφι», στο περιθώριο του βιβλίου. Στη συνέχεια αντέγραψε όσα τραγούδια χώραγαν σε μια κόλλα και τα έστειλε στον Γ. Ρίτσο. «Απρόσμενα ο Μίκης μού έστειλε ένα γράμμα με την παρτιτούρα του Επιτάφιου μέσα. Την έπαιξα μόνος μου στο πιάνο...». Στον «Επιτάφιο» απεικονίζεται το μωσαϊκό της ελληνικής μουσικής. «Η ποίηση του Ρίτσου απελευθέρωσε από μέσα μου όλες αυτές τις μελωδίες... Εχει μέσα και το επτανησιακό, και το κρητικό, και το λαϊκό, και το ρεμπέτικο στοιχείο, αυτά τα ακούσματα που είχα μέσα μου...», θα πει χρόνια αργότερα ο συνθέτης.
Ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί από την αρχή κιόλας της δημιουργικής του πορείας ποιήματα του δασκάλου του, όπως αποκαλούσε τον Γιάννη Ρίτσο. Αλλωστε, ήταν οι συμβουλές του ποιητή: να μην ψάχνει για το φαίνεσθαι αλλά για το είναι, που οδήγησαν τον νεαρό τότε συνθέτη στις κατοπινές μελοποιήσεις να προσπαθεί, πάντα, να ανακαλύψει τις κρυμμένες πλευρές που κάθε μεγάλο ποίημα φέρνει. «Καντάτα για τη Μακρόνησο», «Σπουδή σε ποιήματα του Βλ. Μαγιακόβσκη», «Του απείρου εραστής», αλλά και η όπερα «Η Επιστροφή της Ελένης».
Το 1976 μελοποιεί την «Καντάτα για τη Μακρόνησο». «Με έκαιγε η ιστορία μας! Το περιεχόμενο του δικού μας αγώνα. Θέλησα να εκφράσω με σύγχρονο τρόπο την καταπίεση των ανθρώπων στη Μακρόνησο, τον ηρωισμό που επέδειξαν, τη σκληράδα των βασανιστών. Επομένως, έπεσε σαν ώριμο μήλο ο "Πέτρινος Χρόνος" του Ρίτσου, γνωρίζοντας βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του και έχοντας ήδη μελοποιήσει Ρίτσο και σε επίπεδο πειραματικής μουσικής και σε επίπεδο τραγουδιών, που δεν είχαν εκδοθεί". Οταν τελείωσε η ηχογράφηση πήγε στον ποιητή τη μαγνητοταινία. «Το ακούμε. Η απόλυτη συγκίνηση. Με αγκάλιασε, με φίλησε, "μπορούμε να το ξανακούσουμε;", μου λέει. Το ακούσαμε τρεις φορές εκείνο το απόγευμα. Το επόμενο πρωί χτυπά το τηλέφωνο και ήταν ο Ρίτσος. Μου λέει ότι σηκώθηκε τα ξημερώματα, έψησε καφέ, άκουσε το έργο πέντε φορές και περίμενε να φύγει η νύχτα για να μου τηλεφωνήσει».
Ο Χρήστος Λεοντής γνώρισε τον ποιητή το 1963 στην παρθενική συναυλία που έδωσε με τον Μάνο Λοΐζο στο «Ακροπόλ». Από τότε ξεκινά και η επαφή με την ποίησή του.
Το 1973 ο συνθέτης καταφεύγει πάλι στην ποίηση του Ρίτσου. Διαβάζει το «Καπνισμένο Τσουκάλι» από τη συλλογή «Αγρύπνια», που το έγραψε ο ποιητής την περίοδο 1948 - '49, ενώ ήταν εξόριστος στο Κοντοπούλι της Λήμνου. «Ομολογώ ότι μπροστά μου ανοίχτηκε ένας διάπλατος ορίζοντας». Μέσα σε δύο - τρεις μέρες είχε κιόλας γράψει τα πρώτα τραγούδια. «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Ξέρουμε», «Ηταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ»... Εν τω μεταξύ ξεσπούν τα γεγονότα με την κατάληψη στη Νομική. «Την επόμενη το βράδυ κατέβηκα στο κέντρο. Είχαν ήδη προχωρήσει τα γεγονότα, διαδηλώσεις, συλλήψεις κ.λπ... Εφτασα στην Πλάκα. Εκεί, υπήρχε μια μπουάτ που τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Μπαίνω μέσα και βλέπω γύρω στους 40 - 50 φοιτητές, άλλους ματωμένους, άλλους με τα μάτια πρησμένα από τα δακρυγόνα, όλους στην ίδια κατάσταση με μένα... Με καλεί ο Ζωγράφος αν θέλω να παίξω κάτι δικό μου. Εκείνη την ώρα, το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν τα τραγούδια του Ρίτσου. Κάθομαι λοιπόν στο πιάνο συγκεντρώνομαι και προσπαθώ να τα θυμηθώ. Παίζω το πρώτο κομμάτι, μετά το δεύτερο, μετά το τρίτο, χωρίς να σταματήσω καθόλου ενδιάμεσα... Δεν χειροκρότησε κανείς, αλλά μόλις γύρισα το κεφάλι, είδα όλα τα παιδιά αγκαλιασμένα ανά δύο, σκυφτά και να κλαίνε».