Σάββατο 23 Γενάρη 2021 - Κυριακή 24 Γενάρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΕ - ΗΠΑ - ΚΙΝΑ
Με «όλα τα μέσα που διαθέτουν» στη μάχη όλων εναντίον όλων

«

Σινιάλο» στις «αγορές» και τους «επενδυτές» για το ενδεχόμενο νέας επέκτασης του προγράμματος νομισματικής χαλάρωσης, που εφαρμόζεται για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων της Ευρωζώνης, έδωσε η συνεδρίαση του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) την Πέμπτη, εν αναμονή των εκταμιεύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.

«Το Διοικητικό Συμβούλιο παραμένει έτοιμο να προσαρμόσει καταλλήλως όλα τα μέσα που διαθέτει», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση της ΕΚΤ, διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι «θα συνεχίσει να παρέχει άφθονη ρευστότητα» στους ομίλους.

Από την πλευρά της, η επικεφαλής της, Κρ. Λαγκάρντ, εστίασε στο λεγόμενο «πακέτο ανάκαμψης» της ΕΕ, καλώντας τα κράτη - μέλη να επιταχύνουν τη διαδικασία επικύρωσης, να οριστικοποιήσουν τα σχετικά σχέδια και να δρομολογήσουν τα κεφάλαια «για παραγωγικές δημόσιες δαπάνες που θα συνοδεύονται από διαρθρωτικές πολιτικές οι οποίες ενισχύουν την παραγωγικότητα». Από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, δηλαδή, οι οποίες σε συνδυασμό με τα κρατικά χρέη που φουσκώνουν θα φορτωθούν στις λαϊκές πλάτες, για να βρουν προσωρινές διεξόδους («πράσινη» και «ψηφιακή» οικονομία) τα συσσωρευμένα κεφάλαια που λιμνάζουν και προκαλούν τη νέα καπιταλιστική κρίση.

Οι ανακοινώσεις αυτές ήρθαν με φόντο τα τελευταία στοιχεία, τα οποία αποτυπώνουν την επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης, όσο και των μέτρων που έσπευσαν να πάρουν οι κυβερνήσεις για να θωρακίσουν την κερδοφορία των επιχειρηματικών τους ομίλων, στην «ψαλίδα» που μεγαλώνει ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης και στον ανταγωνισμό που οξύνεται ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν την Πέμπτη για τη γερμανική οικονομία, τα οποία δείχνουν ότι ο δανεισμός της «έσπασε τα κοντέρ», αγγίζοντας (μόνο για το 2020) τα 130,5 δισ. ευρώ, αποτυπώνοντας έτσι και το εύρος των κρατικών ενισχύσεων που πρώτη πρώτη έσπευσε να πάρει η γερμανική κυβέρνηση, εγκαταλείποντας προσωρινά τον κανόνα των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» και επιβεβαιώνοντας πως οι αστικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως πρόσημου, κάθε άλλο παρά «δογματικές» ή «εμμονικές» είναι στο μείγμα διαχείρισης όταν διακυβεύονται τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Την ίδια ώρα, τα στοιχεία αποτυπώνουν και το άνοιγμα της «ψαλίδας» με τα άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ, με την ύφεση της γερμανικής οικονομίας για το 2020 να κυμαίνεται στο 5% (από 4,5% που προέβλεπαν οι εκτιμήσεις), έναντι μέσου όρου -7,8% για το σύνολο των κρατών της Ευρωζώνης.

Σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό που οξύνεται με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ενδεικτική είναι η δέσμη προτάσεων που συζήτησε μέσα στη βδομάδα η Κομισιόν, η οποία προβλέπει διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της σχετικά με τους ελέγχους για την εξαγορά ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από τρίτες χώρες, όπως βέβαια και το δικαίωμά της να εμποδίζει εξαγορές που αντίκεινται στα «στρατηγικά της συμφέροντα», απόφαση που «φωτογραφίζει» την Κίνα.

Ολα αυτά βέβαια λίγες μόνο μέρες απ' όταν υπογράφτηκε μετά από διαπραγματεύσεις χρόνων η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΕΕ - Κίνας, η οποία, σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, φέρεται ανάμεσα στα άλλα να διασφαλίζει παραπέρα πρόσβαση στους ευρωπαϊκούς ομίλους της αυτοκινητοβιομηχανίας στην κινεζική αγορά, όπως και περισσότερες διόδους για τις επενδύσεις κινεζικών κεφαλαίων στην ενεργειακή αγορά της Ευρώπης.

Την ίδια ώρα, η «νέα στρατηγική» για την ανθεκτικότητα του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού τομέα της ΕΕ και την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου του ευρώ, που παρουσίασε η Κομισιόν μέσα στη βδομάδα, «βλέπει» φανερά προς την πλευρά των ΗΠΑ, αφού όπως σημειώνει έχει στόχο να προστατεύσει την ΕΕ «από αθέμιτες και καταχρηστικές πρακτικές», να δώσει δηλαδή «περιθώρια κινήσεων» στους επιχειρηματικούς ομίλους της ΕΕ που τα συμφέροντά τους πλήττονται από κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ σε τρίτες χώρες (π.χ. ενάντια στο Ιράν, στην Κίνα κ.ά.). Οπως εξάλλου σημειώνεται στο σχετικό ανακοινωθέν, «η εφαρμογή μονομερών κυρώσεων από τρίτες χώρες έχει επηρεάσει σοβαρά την ικανότητα της ΕΕ και των κρατών - μελών να προωθήσουν στόχους εξωτερικής πολιτικής, να τηρήσουν διεθνείς συμφωνίες και να διαχειριστούν τις διμερείς τους σχέσεις με χώρες στις οποίες επιβάλλονται οι κυρώσεις».

Ολα αυτά κι ενώ την περασμένη Δευτέρα ανακοινωνόταν πως η οικονομία της Κίνας θα είναι η μοναδική καπιταλιστική οικονομία που θα καταγράψει ανάπτυξη, 2,03% για το 2020, τον χαμηλότερο βέβαια ρυθμό που έχει ανακοινωθεί εδώ και 44 χρόνια. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας της Κίνας, το τελευταίο τρίμηνο του 2020, το ΑΕΠ της χώρας επεκτάθηκε κατά 6,5%, «ξεπερνώντας» τις προσδοκίες και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία σε έκθεσή της τον περασμένο Δεκέμβρη απέδιδε την τάση αυτή στην αποτελεσματική στρατηγική για τον έλεγχο της πανδημίας, στη «δυναμική υποστήριξη» της πολιτικής που εφαρμόζεται, αλλά και στην ανθεκτικότητα των κινεζικών εξαγωγών, προβλέποντας ότι το 2021 η κινεζική οικονομία θα καταγράψει ανάπτυξη 7,9%. Οι εκτιμήσεις αυτές συνοδεύονται από άλλες που δείχνουν ότι η αμφισβήτηση της οικονομικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ έρχεται νωρίτερα απ' ό,τι αρχικά υπολογιζόταν και πάντως μέσα στη δεκαετία που διανύουμε.

Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο πως στην «κορυφή» των «προκλήσεων» και για τη νέα αμερικανική ηγεσία που ορκίστηκε αυτήν τη βδομάδα βρίσκεται η αντιμετώπιση της Κίνας. Εξάλλου, μεγάλο κομμάτι των ενδοαστικών αντιθέσεων που βγαίνουν στην επιφάνεια με τέτοια ένταση στις ΗΠΑ, αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της Κίνας, ανάλογα και με τα ιδιαίτερα συμφέροντα των επιμέρους τμημάτων της αστικής τάξης, ζήτημα που αφορά και τους δασμούς που επέβαλε ο Ντ. Τραμπ στα κινεζικά προϊόντα, όσο και τις εμπορικές και άλλες σχέσεις με τους «διατλαντικούς συμμάχους» στην ΕΕ για το «ενιαίο» μέτωπο απέναντι στην Κίνα.

Αξίζει εξάλλου να σημειωθεί ότι η προεδρία Τραμπ έκλεισε με την προσθήκη (το περασμένο Σάββατο) στη «μαύρη» λίστα των ανεπιθύμητων κινεζικών εταιρειών (σημαίνει μεταξύ άλλων πως δεν μπορούν να επενδύουν εκεί αμερικανικοί όμιλοι και πως πρέπει να αποσύρουν τις όποιες επενδύσεις τους) εννέα ακόμα εταιρειών, μεταξύ των οποίων η «Xiaomi» (όπου μεγάλες επενδύσεις διατηρεί και ο αμερικανικός όμιλος ημιαγωγών «Qualcomm»), η κρατική πετρελαϊκή CNOOC (με πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεκδικήσεις στη Νότια Κινεζική Θάλασσα), το κινεζικό κοινωνικό δίκτυο «Tik Tok», η αεροναυπηγική COMAC που προορίζεται να αμφισβητήσει την «Boeing» κ.ά.

Δεμένο με το ζήτημα της θωράκισης των αμερικανικών επιχειρηματικών ομίλων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τομείς όπως η λεγόμενη «πράσινη» και «ψηφιακή» οικονομία, όσο και με το «ξόρκισμα» των τεράστιων κοινωνικών αντιθέσεων που οξύνονται παραπέρα, όπως δείχνει και η πρόσφατη έρευνα του «Bloomberg» (βλέπε σχετικά σελ. 39), είναι και το νέο πακέτο «επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής», ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων, που ανακοίνωσε η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν.

«Καθησυχάζοντας» πάντως τους προβληματισμούς για το ότι κάτι τέτοιο σηματοδοτεί νέα διόγκωση του κρατικού χρέους των ΗΠΑ (μεγάλο κομμάτι του οποίου κατέχει η Κίνα), το οποίο τις προηγούμενες μέρες ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα και των προηγούμενων πακέτων ενίσχυσης επί Τραμπ, η νέα υπουργός Οικονομικών της χώρας, Τζ. Γέλεν, είπε την περασμένη Τρίτη σε ακρόαση της επιτροπής της Γερουσίας για το διορισμό της: «Ούτε ο εκλεγείς Πρόεδρος ούτε εγώ προτείνουμε αυτό το πακέτο τόνωσης χωρίς να έχουμε συνεκτιμήσει το τεράστιο βάρος του χρέους της χώρας. Ομως, αυτήν τη στιγμή, με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, το πιο έξυπνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να δράσουμε πληθωρικά».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ