Κυριακή 28 Νοέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 46
ΔΙΕΘΝΗ
Πολιτιστικός «ψυχρός πόλεμος» - CIA
«Ω! Τι κόσμος μπαμπά... »

 

Πλάνο πρώτο: Ενας κύριος με κοστούμι εξαιρετικής ιταλικής ραφής και γυαλιά, μία προσεκτικά διαλεγμένη πινελιά - λεπτομέρεια, που καθορίζει τον τόνο της διανόησης στην όλη εικόνα, γλιστρά στο ντεκόρ και ανακατεύεται τόσο με τους πρωταγωνιστές, που ανατρέπει την εικόνα. Ο κύριος πρωταγωνιστής, με έντονες χαρακιές από αμηχανία, ανάμεικτη με γέλωτα να του χαράζουν το πρόσωπο, γυρνά προς τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές και τους τοποθετεί στο γκρο-πλαν.

Πλάνο δεύτερο: Ο κύριος με το κοστούμι συνομιλεί με τους στρατηγούς - πορτιέρηδες και το ντεκόρ αναπαριστάνει αυτό που ήταν ήδη ντεκόρ χωρίς φαντασία. Ο κύριος με το κοστούμι αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να μας εισάγει στο φανταστικό κόσμο του Μπιλ και της Χίλαρι, που είναι πολύ καλύτερος από αυτόν που εμείς μπορούμε να δούμε, ενώ οι σερίφηδες και οι πορτιέρηδες μάς υπόσχονται αδιάκοπα να περάσουμε μία ευχάριστη στιγμή.

Ο κύριος με το κοστούμι δεν είναι άλλος από τον Ρομπέρτο Μπενίνι, το «τέρας», που τόσο αγαπήσαμε, γιατί μπορέσαμε να ενώσουμε τη φωνή μας μαζί του. Αυτό το «τέρας», που μπόρεσε να μας εξαπατήσει -κάτω από το ειδικό βάρος του αστείρευτου ταλέντου του και της ιστορικής του διαδρομής- για το ποιος πραγματικά πάλεψε ν' απελευθερώσει την Ευρώπη από την μπότα του ναζισμού. Η αμερικανική σημαία παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη των Ευρωπαίων, τη στιγμή που τo ΝΑΤΟ βομβάρδιζε ανηλεώς στη Γιουγκοσλαβία, θεούς και δαίμονες, στρατιωτικούς, πρόσφυγες, αμάχους, νοσοκομεία, αγορές με βόμβες διασποράς. Ο ίδιος ο Μπενίνι με τη «ζωή του που ήταν ωραία» περιδιάβαινε τις ευρωπαϊκές πόλεις με τα χρήματα της εταιρίας παραγωγής, της «Miramax», για να διαφημίσει την ταινία, συνομιλώντας με τους αποσβολωμένους θεατές. Το ίδιο το θέαμα, «γίνεται θέαμα» και αποδίδει, καθώς στοχεύει στο υποσυνείδητο των ενηλίκων, που αναζητούν την ευχαρίστηση με το να γλιστρούν μέσα στο κάθε ντεκόρ, να ανακατεύονται με πρωταγωνιστές και κομπάρσους, να πονούν και να γελούν μαζί τους, να τραγουδούν τις μελωδίες που τους φαίνονται γνωστές, χωρίς ποτέ να είναι σε θέση να είναι σίγουροι ότι τις αναγνωρίζουν σωστά.

Ο ρόλος ήταν τόσο επιτυχής, που στην κατάλληλη ευκαιρία θα έπρεπε να επαναληφθεί. Η ευκαιρία βρέθηκε και δεν ήταν άλλη από τη σύναξη των «Κεντροαριστερών» στη Φλωρεντία για να συζητήσουν - αν είναι ποτέ δυνατόν! - για τον «αριστερό 21ο αιώνα»! Ο Μπενίνι ανέλαβε το ρόλο να απομυθοποιήσει τα πραγματικά «τέρατα», γιατί υπάρχει και αυτή η άποψη «δεν είναι καλύτερη η απομυθοποίηση του Κλίντον και των υπολοίπων, παρά να διαμαρτύρεσαι για την επίσκεψή τους με έναν παράλογο και ανεδαφικό αντιαμερικανισμό;»! Ο Μπενίνι ανέλαβε το ρόλο να μας τους κάνει «οικείους και ανθρώπινους, παρά το γεγονός ότι κάποια μέρα τους παρουσιάζουν σαν αιμοσταγείς».

Αραγε, ο Μπενίνι βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία ή απλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα δεσμά και τις χίμαιρες του οράματος μίας παγκόσμιας κοινωνίας, που γοητεύεται πια μόνο από το χρήμα, τη δόξα και την επιτυχία;

Ο «πόλεμος» της προπαγάνδας

Ουδείς μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια και είναι πιθανόν να περάσουν μερικές δεκαετίες, μέχρι να αποκαλυφθεί ποιος και γιατί βρισκόταν σε «διατεταγμένη υπηρεσία» τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Οσες χρειάστηκαν για να μπορέσουμε σήμερα να μάθουμε ποιοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι βρίσκονταν στο «μισθολόγιο» της CIA, της περιβόητης αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, κατά τις κρίσιμες δεκαετίες μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο και δρούσαν σε όλη τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου», προκειμένου να διεξάγουν έναν ακόμη πόλεμο, αλλά αυτή τη φορά στις συνειδήσεις και τις σκέψεις των πολιτών όλων αυτών των χωρών που ήταν σε θέση να επηρεάζουν.

Οι πληροφορίες αυτές που ήρθαν πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας προέρχονται από την ίδια τη CIA, διά μέσου της γνωστής μεθόδου της δημοσιοποίησης όλων των ντοκουμέντων της CIA μετά την πάροδο ενός εύλογου χρονικού διαστήματος, που καθορίζεται από την ίδια την υπηρεσία. Από εκείνη τη στιγμή, οι αποκαλύψεις αυτές έχουν δώσει τροφή για πολλές αναλύσεις, σε πολλά μέσα, κυρίως αμερικανικά

To κυριότερο που αναδεικνύεται από όλη την αρθρογραφία και κυρίως από τα ίδια τα ντοκουμέντα, είναι ότι η CIA ίδρυσε, δημιούργησε ή επηρέασε ένα ευρύτατο φάσμα πολιτιστικών οργανισμών, διαμέσου δικών ομάδων της, καθώς και διαμέσου φιλανθρωπικών οργανισμών, όπως τα ιδρύματα Φορντ και Ροκφέλερ. Η CIA οργάνωνε διαμέσου αυτών οργανισμών πολιτιστικά κογκρέσα και διασκέψεις, εκθέσεις ζωγραφικής, συναυλίες, προχωρούσε στην έκδοση συγκεκριμένων συγγραφέων ή διέταζε τη μετάφραση ορισμένων συγγραφέων που επιθυμούσε. Ενας ακόμη τομέας που δρούσε καταλυτικά ήταν η στήριξη ορισμένων ΜΜΕ, κυρίως επιθεωρήσεων τέχνης και σκέψης, που σε αυτές αρθρογραφούσαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '60 πολύ γνωστοί διανοούμενοι.

Στο μισθολόγιο της CIA

Συγκεκριμένα, στο βιβλίο της Σάρα Στόνορ Σόντερς (Who paid the piper: the CIAand the Cultural Cold War. London, Granta Books), αναφέρεται ότι πάρα πολλά περιοδικά και επιθεωρήσεις, τόσο στις ίδιες τις ΗΠΑ, όσο και στη Δυτική Ευρώπη, ελάμβαναν, άμεσες ή έμμεσες, διαταγές και χρηματοδοτήσεις από τη CIA, όπως η «Επιθεώρηση των Παρτιζάνων»- (Partisan Review), η «Επιθεώρηση Κένιον», «Νιου Λίντερ», «Ενκάουντερ» και άλλα. Ανάμεσα στους διανοούμενους και συγγραφείς που βρέθηκαν στο «μισθολόγιο της CIA» συγκαταλέγονται ο Αϊσάια Μπέρλιν, ο Ιρβινγκ Κρίστολ, ο Μέλβιν Λάσκι, ο Σίντνεϊ Χουκ, ο Ντανιέλ Μπελ και άλλοι.

Οσο για την Ευρώπη, τύχαινε της ιδιαίτερης προσοχής της CIA, που επικεντρώθηκε σε πολλούς συγκεκριμένους ανθρώπους, που προωθούσαν και προπαγάνδιζαν την έννοια της «Δημοκρατικής Αριστεράς» και το αριστερό ή και επαναστατικό ως ένα βαθμό τους παρελθόν αποτελούσε το διαβατήριο. Διανοούμενοι, όπως ο Τζορτζ Οργουελ, ο Αρθρουρ Κέστλερ, ο Ιγνάθιο Σιλόνε, ο Στέφεν Σπέντερ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Τσέσλο Μίλος και τόσοι άλλοι. Δεν ήταν λίγοι εξ αυτών, που, κάτω από τις προτάσεις των Λάσκι και Χουκ, εντάχθηκαν στο Κογκρέσο για την Πολιτιστική Ελευθερία, ένα είδος σαν πολιτιστικό ΝΑΤΟ της εποχής, με μοναδικό στόχο να συγκεντρώσουν όλους τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους της εποχής, είτε αριστερούς είτε δεξιούς, προκειμένου να διεξάγουν το αγώνα τους κατά του «σταλινικού απολυταρχισμού» - όπως τον αναφέρει η Σόντερς- και να ασκούν επιδερμική κριτική κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, τη στιγμή που οι ΗΠΑ επενέβαιναν σε χώρες, όπως το Ιράν, τη Γουατεμάλα, την Κορέα και το Βιετνάμ. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν αναμειχθεί και άμεσα σε «επιχειρήσεις» της CIA, όπως τη διάλυση των απεργιών στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του '50, την παράδοση στην αστυνομία των «σταλινιστών» σε πολλές χώρες του κόσμου, με πρώτη, φυσικά, τις ίδιες τις ΗΠΑ, και σε καμπάνιες για να εμποδίσουν αριστερούς και πραγματικά προοδευτικούς καλλιτέχνες να λάβουν την παγκόσμια αναγνώριση ή ακόμη και το Νόμπελ Λογοτεχνίας, όπως έγινε στην περίπτωση της υποψηφιότητας του Πάμπλο Νερούντα το 1964.

Οταν όμως η «παλίρροια» άρχισε να γυρνά και ο πλανήτης ολόκληρος άρχισε να αντιδρά στον πόλεμο του Βιετνάμ, κάποιοι εξ αυτών προσπάθησαν να «αλλάξουν» τροπάριο και τότε η αποκάλυψη ήρθε από τον ίδιο τον τότε επικεφαλής του τμήματος των Διεθνών Οργανώσεων της CIA, του Τομ Μπράντεν, που δε δίστασε καθόλου και τους «έδωσε», όπως τον Τζορτζ Οργουελ και τον Χουκ. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρονται στα ίδια τα ντοκουμέντα της CIA, o Μπράντεν αποκαλύπτει ότι τα χρήματα για όλες αυτές τις εκδόσεις και τον Τύπο που προπαγάνδιζε τη «Δημοκρατική Αριστερά» - Ενκάουντερ, Πάρτιζαν Ριβιού και Νιου Λίντερ - «ένας πράκτορας ήταν πάντα ο εκδότης» και συμπλήρωνε ότι «όλοι τους δρούσαν ή επηρέαζαν διεθνείς οργανισμούς και οργανώσεις σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής». Ενώ ο Μπράντεν, αναφερόμενος σε αυτό το σημείο, το ξεδιαλύνει οριστικά και αμετάκλητα ως «συγκλίνοντες στρατοί», της CIA και της «Δημοκρατικής Αριστεράς», στον πόλεμο κατά του κομμουνισμού!

Πολιτιστική ηγεμονία

Εξάλλου, η CIA, ως ένα τμήμα της αμερικανικής κυβέρνησης, προσδιόρισε τους στόχους της στη Δυτική Ευρώπη στον πολιτιστικό «ψυχρό πόλεμο» για δύο βασικούς λόγους: Αφ' ενός να επηρεάσει πολλές χώρες, και κυρίως τους εργαζόμενους και τους πολίτες, στον αγώνα επιβίωσης και κυριαρχίας της και αφ' ετέρου να μπορέσει διά μέσου της πολιτιστικής ηγεμονίας να στηρίξει και την πολιτική - στρατιωτική - οικονομική της παντοδυναμία.

Η περίοδος που ακολούθησε μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν για όλη τη γηραιά Ηπειρο μία περίοδος ανασυγκρότησης υλικών και ηθικών ζημιών μετά την πάροδο δύο δεκαετιών πολέμου, οικονομικής ύφεσης, μεταπολεμικών κατακτήσεων χωρών. Μία περίοδος που έκανε τους Ευρωπαίους, όχι μόνο να αντιτίθενται στον πόλεμο, αλλά και στα αίτια που τον γεννούν. Η πλειονότητα των μαζικών οργανώσεων, αλλά και των Ευρωπαίων διανοούμενων είχαν απόψεις αντικαπιταλιστικές και στέκονταν με ιδιαίτερα κριτικό πνεύμα κατά οιασδήποτε ηγεμονικής τάσης, όπως εκδηλωνόταν από τις ΗΠΑ εκείνη την περίοδο. Για το λόγο αυτό, η CIA έβαλε μπρος ένα πρόγραμμα δύο κατευθύνσεων:

Η μία κατεύθυνση ήταν ο «πόλεμος της προπαγάνδας» στο χώρο της σκέψης, της πληροφορίας και των μέσων και η δεύτερη κατεύθυνση ήταν πολύ πιο μακροπρόθεσμη, αλλά και ασαφής. Ηταν ο αγώνας για την πολιτιστική ηγεμονία.

Για το λόγο αυτό, η CIA προωθούσε μία σειρά συγκεκριμένων καλλιτεχνικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, όπως εκθέσεις, συναυλίες τζαζ και κλασικής μουσικής, παραστάσεις όπερας και μπαλέτου, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές - που μάλιστα τις τηλεοπτικές, της προμήθευε δωρεάν και τώρα έρχεται να εισπράξει - με κύριο στόχο να εξουδετερώσει τα αντι-ιμπεριαλιστικά συναισθήματα που κυριαρχούσαν τότε στην Ευρώπη και να δημιουργήσει μία εκτίμηση για την αμερικανική κουλτούρα και συνεπώς για την αμερικανική κυβέρνηση. Η ιδέα πίσω από αυτή την πολιτική είναι να επικρατήσει η αμερικανική κουλτούρα, προκειμένου να γίνει ο αμερικανικός τρόπος ζωής το μέσο που στηρίξει τη μελλοντική «αυτοκρατορία».

Παραδείγματος χάριν, την ώρα που όλη η Ευρώπη αναριγούσε και εξοργιζόταν από τη ρατσιστική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης, με αποκορύφωμα τη δολοφονία των αγωνιστών για τα δικαιώματα των μαύρων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Μάλκομ Εξ, η CIA προώθησε με πολλή μελέτη προς την Ευρώπη ορισμένους μαύρους καλλιτέχνες ως το νέο πρόσωπο της Αμερικής, όπως η τραγουδίστρια Μάριον Αντερσον, ή ο Λουίς Αρμστρονγκ. Στην περίπτωση που κάποιοι δεν ακολουθούσαν τις διαταγές, χάνονταν διά παντός από «προσώπου γης», όπως ο μαύρος συγγραφέας Ρίτσαρντ Ράιτ.

Παράλληλα, οργάνωνε και διαμόρφωνε διά μέσου του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ) τα νέα ρεύματα που θα έπρεπε να επικρατήσουν στην εικαστική τέχνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, η CIA διοχέτευσε με τους γνωστούς δρόμους των χορηγών εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να εδραιωθεί ο «αφηρημένος εξπρεσιονισμός» ως το αντίδοτο του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Οπως αναφέρει η Σόντερς, ο «αφηρημένος εξπρεσιονισμός» ήταν μία αντικομμουνιστική ιδεολογία, που παρουσιαζόταν ως ιδεολογία της ελευθερίας, της ελευθερίας της τέχνης. Οι συνδυασμένες οικονομικές πηγές της CIA και του Ιδρύματος Φέρφιλντ οργάνωναν ολόκληρες εκθέσεις σε ΗΠΑ και Ευρώπη, χρηματοδοτούσαν περιοδικά και επιθεωρήσεις τέχνης, επηρέαζαν άμεσα τους κριτικούς και ιστορικούς τέχνης και με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν τη συνεργασία Μουσείων και γκαλερί σε όλη την Ευρώπη, ούτως ώστε να μπορέσουν να επηρεάσουν την αισθητική και τον τρόπο αντίληψης της τέχνης.

Ενώ όταν κρινόταν αναγκαίο, η «ελεύθερη τέχνη», ή η «τέχνη για την τέχνη» επιτίθετο με λυσσαλέο τρόπο σε όλους τους καλλιτέχνες, οι οποίοι ήταν πολιτικά - όχι κομματικά - ενταγμένοι και αυτή η ένταξή τους διαπερνούσε όλο τους το έργο.

Τέλος Εποχής

Εντούτοις, αυτό που ήταν το πιο επικίνδυνο και αποδείχτηκε το πιο καταλυτικό στοιχείο, ήταν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες που είχε για την αντίληψη της πολιτισμικής έκφρασης. Οπως υποστηρίζει ο Τζέιμς Πέτρας σε πρόσφατο άρθρο (Monthly Review, Volume 51, no6-11/99),πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι ακόμη και επιστήμονες απέκτησαν δόξα, χρήμα, αναγνώριση μόνο στην περίπτωση που υποστήριζαν με το έργο τους τα «δημοκρατικά ιδεώδη της Δύσης» και της «ελευθερίας», ζητήματα που αποτέλεσαν την καλύτερη κάλυψη για τα ειδεχθή εγκλήματα των ΗΠΑ - και όχι μόνο - σε όλο τον πλανήτη. Μία φορά ακόμη, υποστηρίζει ο Πέτρας, είδαμε το σκηνικό να επαναλαμβάνεται με τον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, όπου πολλοί «δημοκρατικοί και προοδευτικού διανοούμενοι» τάχθηκαν υπέρ του ΝΑΤΟ ακόμη και του «UCK», δημιουργώντας την κατάλληλη ανοχή και υποστήριξη, που επέτρεψε ένα λουτρό αίματος στη Γιουγκοσλαβία, όπου εκατοντάδες, χιλιάδες αθώοι Αλβανοί και Σέρβοι εξακολουθούν να σφαγιάζονται. «Αν ο αντικομμουνισμός και ο αντισταλινισμός ήταν το όπιο για τη Δημοκρατική Αριστερά του παρελθόντος, η επέμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει τις ίδιες ναρκωτικές συνέπειες στους σύγχρονους δημοκρατικούς αριστερούς ή κεντροαριστερούς», τονίζει ο Πέτρας.

Σήμερα στην όπερα, στο θέατρο, στα ΜΜΕ, στις γκαλερί, στους κύκλους διανοουμένων, οι αξίες του «πολιτιστικού ψυχρού πολέμου» είναι ορατές και πειστικές. Πόσοι καλλιτέχνες σήμερα αισθάνονται ακόμη ότι είναι κληρονόμοι των ιδρυτών του μοντερνισμού του 20ού αιώνα, των Γάλλων κυβιστών, των Ιταλών φουτουριστών, των Ρώσων κονστρουκτιβιστών, των Γερμανών εξπρεσιονιστών, των ποικίλης προελεύσεως σουρρεαλιστών; Η πλειοψηφία έχει λησμονήσει τις τεράστιες προκλήσεις, τους ιστορικής σημασίας κινδύνους - όπως της σχολής του Μπαουχάους - και της ικανότητας αντίστασης στη μιζέρια που έδειχναν οι προκάτοχοί τους. Η εικόνα που προβάλλεται σήμερα για τους προγενέστερους, αποκομμένη από κάθε πλαίσιο, είναι ότι πρόκειται για ένα σύνολο περίφημων έργων, καρπούς έμπνευσης και θάρρους, τα οποία οποία μπορούν να είναι η καλύτερη επένδυση για τους πλούσιους με την αξία που αποκτούν -οικονομικά και διαφημιστικά - στη διεθνή αγορά τέχνης.

Κάποιοι, βέβαια, εξακολουθούν να μιλούν για τέχνη, τονίζοντας το κεφαλαίο Τ, όσο και αν για τον Μαρσέλ Ντεσάμπ η τέχνη δεν είναι παρά «ένα πολυφορεμένο καπέλο». Αυτοί μιλούν για το «άυλο φορτίο της, αυτό που τρέφει, ενδυναμώνει και ερεθίζει το άτομο» (Κριστιάν Ζακάρντ). Αλλά ποιος τολμά να προκαλέσει τον αυτοκράτορα;


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ