Κυριακή 10 Φλεβάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Σε ύφεση μισθοί - συντάξεις σε ανάκαμψη ο δανεισμός

Η πολύχρονη και πολύμορφη λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων προκάλεσε άνθηση της «δανεικής ευημερίας», όπως βεβαιώνουν και τα επίσημα στοιχεία για την εκρηκτική άνοδο των δανείων στις τράπεζες

Την περασμένη Δευτέρα, είδαν το φως της δημοσιότητας δύο ειδήσεις οικονομικού χαρακτήρα, που σκιαγραφούν -με το δικό τους τρόπο- την ουσία και το περιεχόμενο της αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται από τις αρχές της δεκαετίας του ' 90. Η πρώτη είδηση, μας πληροφορούσε για το πόσο αποφάσισε να αυξήσει η κυβέρνηση τις συντάξεις το 2002 και η δεύτερη για την εξέλιξη των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων. Σύμφωνα με την πρώτη είδηση, η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει από 0% μέχρι το πολύ 2,5% (δηλαδή και πάλι κάτω από τον πληθωρισμό) τις αυξήσεις στις συντάξεις του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα για το έτος 2002. Οι αυξήσεις αυτές- μαζί με το διορθωτικό ποσό που δόθηκε για την αναπλήρωση μέρους των απωλειών του 2001- φτάνουν στο 3,5%. Η δεύτερη είδηση μας πληροφορούσε ότι συνεχίστηκε το 2001 η έξαρση των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, που στο εντεκάμηνο εμφάνισαν αύξηση πάνω από 35%.

Μια απλή σύγκριση των ειδήσεων αυτών, σε συνδυασμό με την εξέλιξη 3- 4 άλλων βασικών οικονομικών μεγεθών (αυξήσεις ανεργίας, μισθών - κερδών - πληθωρισμού κλπ.), πείθουν και τον πιο άσχετο ότι τα τελευταία 12 χρόνια, βρίσκεται σε εξέλιξη μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα. Ας δούμε, τα επίσημα -αναλυτικά- στοιχεία ορισμένων βασικών μεγεθών της οικονομίας, που αποτυπώνουν με τη γλώσσα των αριθμών: το μέγεθος της ληστείας στα λαϊκά εισοδήματα, που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια και στην οποία ληστεία η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ επιμένει, αποσπώντας -δικαίως- τα εύσημα των εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου και την οργή των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Σε «γύψο διαρκείας» μισθοί - συντάξεις

Δε θα πάμε πολύ πίσω χρονολογικά, γιατί σ' αυτό δε βοηθούν καθόλου και τα επίσημα στοιχεία, καθώς οι κυβερνώντες τα εμφανίζουν τη μια με τον Α τρόπο και την άλλη με διαφορετικό, ώστε να μην μπορεί κανείς να βρει άκρη. Απλά θα θυμίσουμε, πως στην περίοδο 1990- 1993, που η κυβέρνηση της ΝΔ εφάρμοσε εισοδηματική πολιτική του τύπου 0% + 0% = 14%, η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και συνταξιούχων μειώθηκε δραστικά. Οπως, επίσης, αποτελεί κοινό μυστικό, ότι και οι κυβερνήσεις του «παλιού» και «νέου» ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν, συνέχισαν να εφαρμόζουν εισοδηματικές πολιτικές που περιόριζαν τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο γύρω και κάτω από τον πληθωρισμό.

Θα περιοριστούμε, λοιπόν, στην παράθεση στοιχείων μετά το 1998. Με βάση τα στοιχεία αυτά, προκύπτει:

  • Οι μέσες προ φορολογίας αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας (περιλαμβάνονται ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μαζί με τις ωριμάνσεις και κάθε είδους επιδόματα) εμφανίζουν - σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας- από το 1998 ως και το 2001 αύξηση που ήταν 6,5% (1998), 4,6% (1999) και σε 4,4% (2000). Για το 2001, που δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμάται πως η ονομαστική αύξηση κινήθηκε μεταξύ 3% και 4%.
  • Οι κατώτατες αποδοχές των εργατοϋπαλλήλων, αυξήθηκαν ονομαστικά κατά 5,4% (1998), 3,5% (1999) και γύρω στο 3% το 2000 και το 2001.
  • Στο Δημόσιο, που αποτελεί και τον πιλότο για την εισοδηματική πολιτική του ιδιωτικού τομέα, οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων κινούνται τα τελευταία 4 χρόνια σταθερά μεταξύ 2% και 3- 3,5%. Θυμίζουμε ότι για το 2001 η αύξηση των τακτικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων καθορίστηκε με το νόμο 2768/99 σε ποσοστά που κυμάνθηκαν μεταξύ 2,1% ως 2,9% και για το 2002, ορίστηκε πρόσφατα με τη δημοσιοποίηση της σχετικής απόφασης του υπουργείου Οικονομίας σε 2,5%.

Αν παρθεί υπόψη ότι στα παραπάνω χρόνια, ο πληθωρισμός αυξανόταν, επίσημα, με ρυθμό 4,8% (το 1998), 2,6 (1999), 3,2% (2000) και 3,4% το 2001, οι όποια πραγματική αύξηση απομένει στους μισθωτούς και συνταξιούχους, την πήρε πίσω η κυβέρνηση και μάλιστα με το παραπάνω. Αν, λοιπόν, συνυπολογιστούν στη «σφιχτή» εισοδηματική πολιτική, η αύξηση της φορολογίας, οι περικοπές των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, εύκολα διαπιστώνει κανείς πως η πραγματική αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και των συνταξιούχων μειώθηκε ή στην καλύτερη περίπτωση έμεινε στάσιμη. Και φυσικά, όλο το μερίδιο από την ανάκαμψη της οικονομίας- δηλαδή ο νεοπαραγόμενος πλούτος που αποτυπώνεται με την αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 4% το χρόνο- μετατράπηκε σε κέρδη και υπερκέρδη για το μεγάλο κεφάλαιο.

Η «δανεική ευημερία» είναι εδώ!

Του λόγου το αληθές, για τις δραματικές απώλειες που προκάλεσε στα λαϊκά εισοδήματα η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι Ελληνες, που ανήκουν στα πλατιά λαϊκά στρώματα, προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό, για να τα φέρουν βόλτα. Αδιάψευστος μάρτυρας τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, σύμφωνα με τα οποία το σύνολο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων στην τελευταία 4ετία, εκτινάχτηκε στα ύψη (υπερδιπλασιάστηκαν), ενώ το ποσοστό αύξησης των καταθέσεων ταμειευτηρίου και προθεσμίας στην ίδια περίοδο μόλις και μετά βίας κάλυψε την αύξηση του πληθωρισμού. Από 3,3 τρισ. δραχμές που ήταν το ανεξόφλητο υπόλοιπο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων το 1998 ξεπέρασε το Νοέμβρη του 2001 το ποσό των 7,7 τρισ. δραχμών. Ετσι, ενώ ο πληθωρισμός στην τετραετία αυξήθηκε κατά 14,7% και οι καταθέσεις ταμιευτηρίου και προθεσμίας γύρω στο 20%, στην ίδια περίοδο ο συνολικός δανεισμός των νοικοκυριών στις τράπεζες, αυξήθηκε κατά 132,1%! με τα καταναλωτικά δάνεια να καταγράφουν αύξηση πάνω από 150% έναντι 122% των στεγαστικών.

Είναι, άραγε, τυχαίο, ότι χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότεροι προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό για να στρώσουν το γιορτινό τραπέζι του Πάσχα και των Χριστουγέννων (με τα γνωστά «εορτοδάνεια», για να κάνουν διακοπές «ειδικά δάνεια διακοπών» ή ακόμα και να σπουδάσουν τα παιδιά τους; Αξιοποιώντας στο έπακρο τις οικονομικές δυσκολίες του λαού, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των αγορών, οι τραπεζίτες επιδίδονται απροσχημάτιστα στο σπορ της κερδοσκοπικής τοκογλυφίας, μετατρέποντας τα επιτόκια καταθέσεων σε αρνητικά (σήμερα είναι τουλάχιστο 2 μονάδες κάτω από τον πληθωρισμό) και διατηρώντας τα επιτόκια των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων πολλαπλάσια (διπλάσια και τετραπλάσια αντίστοιχα) του πληθωρισμού. Ετσι, εξηγούνται και τα προκλητικά ποσοστά αύξησης των κερδών που εμφανίζουν οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια, οι οποίες- καθώς ποτέ τους δε διεκδίκησαν το ρόλο «φιλανθρωπικών ιδρυμάτων»- αξιοποιούν την κερδοφορίας τους αποκλειστικά για την ενίσχυση των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου, στο οποίο προσφέρουν τις λαϊκές αποταμιεύσεις με όλο και πιο χαμηλά επιτόκια.

Επιστροφή στα... παλιά

Μπροστά στην αυξανόμενη οργή των μισθωτών, των συνταξιούχων, των αγροτών και γενικότερα των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, που προκαλεί η αντιλαϊκή πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας, η κυβέρνηση Σημίτη, προσπαθεί τώρα να τα φέρει βόλτα με το μικρότερο πολιτικό κόστος μέχρι τη λήξη της θητείας της. Ξεχνώντας τις επαγγελίες περί «εκσυγχρονισμού», επανέρχεται δριμύτερη στην εφαρμογή μέτρων και πολιτικών που κινούνται στον αστερισμό της λογικής του «διαίρει και βασίλευε», με στόχο τη διάσπαση της ενότητας των εργαζομένων. Στα πλαίσια αυτά, εντάσσεται και η κατάργηση του μισθολογίου που η ίδια ψήφισε το 1996, για να καταργήσει τα πολύμορφα επιδόματα τα οποία είχαν ψηφίσει ο προηγούμενες κυβερνήσεις (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), διαχωρίζοντας συνειδητά τους δημοσίους υπαλλήλους σε προνομιούχους και μη προνομιούχους. Κινούμενη στη λογική του «τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε καμιά δεκαριά» η κυβέρνηση Σημίτη, και ο Ν. Χριστοδουλάκης τότε υφυπουργός Οικονομικών και σήμερα υπουργός Οικονομίας- κατάργησε μαζί με τα άλλα επιδόματα και το οικογενειακό επίδομα από το δεύτερο σύζυγο.

Η κατάργηση των επιδομάτων στο Δημόσιο, κράτησε πολύ λίγο. Καθώς η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης προκαλούσε αυξημένη δυσφορία, ο «εκσυγχρονιστής» πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ άρχισε να επαναφέρει «από την πίσω πόρτα» τα επιδόματα -στη λογική του διαίρει και βασίλευε- για να σπάσει τη συγκρότηση αγωνιστικού μετώπου των εργαζομένων. Το ομολόγησε επίσημα πριν 2 βδομάδες ο υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης, ανακοινώνοντας την εισοδηματική πολιτική του 2002 για τους δημοσίους υπαλλήλους, με την οποία δίνονται μεγαλύτερες αυξήσεις (φτάνουν μέχρι και 4%) στους χαμηλόμισθους, για να κλείσει η μεγάλη ψαλίδα στα επιδόματα με τους υψηλόμισθους του Δημοσίου...

Ανεξαρτήτως από το επιχειρήματα που προβάλλει η κυβέρνηση για να εξωραϊσει την αντιλαϊκή της εισοδηματική πολιτική, το σίγουρο είναι ένα: Πως οι ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα με την εισοδηματική πολιτική του 2002, είναι περίπου... μισό ευρώ την ημέρα.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ