Τρίτη 26 Φλεβάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Θριαμβευτική επιστροφή» στο «Αθηνά»

«Η μέθοδος της
«Η μέθοδος της "Δεσποινίδος Μαργαρίτας"»
Το γαλλικό θέατρο έχει μακρά παράδοση - δραματουργική και σκηνική - στο είδος του μπουλβάρ, και μάλιστα με μεγάλη θεματολογική ευρύτητα (ερωτικό, οικογενειακό, κοινωνιολογικό) και με πολλές μορφολογικές συνθέσεις του κωμικού στοιχείου με το φαρσικό αλλά και με το δραματικό. Το δραματικό βέβαια εμπλέκεται σε λιγοστές και ελαφριές δόσεις και συνήθως με αίσιο τέλος. Ο Γάλλος Σερζ Κριμπίς (ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας), κάτοχος της «κουζίνας» του μπουλβάρ, στο έργο του «Θριαμβευτική επιστροφή», με μαστοριά, ακροβατώντας ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, το χιούμορ και την πικρή αλήθεια της ζωής, συνέθεσε μια τρυφερή ιστορία ανθρωπίνων σχέσεων, μια οικογενειακή ιστορία, με ψυχολογικές, επαγγελματικές αλλά και κοινωνικές προεκτάσεις. Πρόσωπα του έργου είναι ένας σαραντάρης, εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του, στερημένος το παιδί του και άνεργος. Και ο γέρος, χήρος, έρημος επίσης πατέρας του, άλλοτε ηθοποιός περιοδευόντων θιάσων. Οι σχέσεις πατέρα - γιου ήταν πάντα, λίγο - πολύ συγκρουσιακές. Ο πατέρας, με το πρόσχημα ότι του προτάθηκε να επιστρέψει στο θέατρο παίζοντας τον τραγικό «Ληρ», επισκέπτεται το γιο του, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη γεροντική μοναξιά του, διεκδικώντας όπως ο Ληρ την αγάπη και κατανόηση του παιδιού του. Σε δύσκολη ώρα και για τους δυο, ο πατέρας κυρίως αλλά και ο γιος βρίσκοντας τη δύναμη να πουν τα ψέματα, τα κουσούρια, τα τραύματα, τους πόθους, τους φόβους, τη μοναξιά τους, την ανάγκη τους για αγάπη, επιτυγχάνουν μια θριαμβευτική επιστροφή της γονικής και υικής αγάπης, ξαναστήνοντας στο βάθος τους τις αξίες της ζωής.

Από τη «Θριαμβευτική επιστροφή»
Από τη «Θριαμβευτική επιστροφή»
Η μετάφραση και η σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη, υπηρέτησαν με μέτρο και ακρίβεια την ευαισθησία του θέματος και τη σύμπλευση κωμικού και δραματικού στοιχείου. Στο καλαίσθητο, λειτουργικά μεταμορφώσιμο σκηνικό του Απόστολου Βέττα, υπό τις φωτοσκιάσεις του Φίλιππου Κουτσάφτη, οι λεπτών, αισθαντικών δραματικών αποχρώσεων, έμφορτες από χιούμορ ερμηνείες του Αντώνη Καφετζόπουλου, κυρίως, η υπέροχη, καθ' όλα αξιοθαύμαστη του Γιώργου Μοσχίδη (αξίζει να δει κανείς την παράσταση και μόνο για να απολαύσει τον Γ. Μοσχίδη), προσδίδουν μεγαλύτερο ψυχολογικό βάθος και μεγεθύνουν την ποιότητα του έργου.

«Η μέθοδος της "δεσποινίδος Μαργαρίτας"» στο «Κάππα»

Παρά τη μακρόχρονη απουσία του από το θέατρο - ίσως και εξαιτίας της - ο Γιώργος Μαρίνος διατηρεί ένα νεανικό, ορμητικό πάθος για την πρώτη του τέχνη, την τέχνη του ηθοποιού. Προσπαθώντας να αναπληρώσει το κενό της απουσίας του, τα δίνει όλα για όλα. Καταθέτει επί σκηνής όλο το είναι του. Ο Γ. Μαρίνος είναι μια έμφυτα πληθωρική, ατσιγκούνευτη υποκριτική φύση. Τέτοιες υποκριτικές φύσεις είναι «θησαυρός» για κάθε σκηνοθέτη. Ευθύνη, όμως, του σκηνοθέτη είναι να τιθασεύει τέτοιες φύσεις. Να τους υποβάλλει σε έλεγχο και αυτοέλεγχο.

Τα παραπάνω αφορούν στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, δυναμική, τραγικωμικά καυστική, αλλά και υπερπληθωρική από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή, ερμηνεία του Γ. Μαρίνου στο μονολογικό αλληγορικό έργο του Ρομπέρτο Ατάιντε «Δεσποινίς Μαργαρίτα», (γνωστό στους θεατρόφιλους από την αριστουργηματική ερμηνεία της αείμνηστης Ελλης Λαμπέτη). Ο τίτλος του έργου στο παρόν ανέβασμα, στη μετάφραση του Κώστα Ταχτσή, παραφράστηκε σε «Μέθοδο της "Δεσποινίδος Μαργαρίτας"» ώστε να υποδηλώσει το εφιαλτικό αποτέλεσμα κάθε νοσηρής, ανεξέλεγκτης, αυταρχικής, καταπιεστικής «μεθόδου» οποιασδήποτε εξουσίας και σε οποιοδήποτε επίπεδο. Εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό κ.ο.κ. Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είναι δασκάλα. Μια παραλογισμένη, αυταρχική, υστερική, μικρόνοη, στείρα, στερημένη, διεστραμμένη, συναισθηματικά ανάπηρη δασκάλα, ένα φοβισμένο ζώο και ταυτόχρονα φόβητρο μιας εξουσίας που, με τα όργανα σαν τη Δεσποινίδα Μαργαρίτα, πλάθει πολίτες από τα γεννοφάσκια τους φοβισμένους, καταπιεσμένους και πειθήνιους.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη, με το λιτό σκηνικό της Κατερίνας Καμπανέλλη, τόνισε την πολλαπλών αναγνώσεων αλληγορία του έργου, αξιοποιώντας στο έπακρο και τις εύπλαστες, πληθωρικές υποκριτικές ιδιότητες του Γ. Μαρίνου. Το γεγονός ότι η αναμφίβολα ενδιαφέρουσα ερμηνεία του Γ. Μαρίνου στερείται διακυμάνσεων, των αναγκαίων υφέσεων και κορυφώσεων, το ότι ο λόγος, οι κινήσεις, οι χειρονομίες, η έκφραση του προσώπου του είναι - εξαρχής και μέχρι τέλους - σε διαρκή υπερένταση, είναι ευθύνη του σκηνοθέτη, που δεν τον τιθάσευσε.

«Το φιόρο του λεβάντε» στο «Ακροπόλ»

Ευελπιστώντας σε μια ανάλογη επιτυχία των «Απάχηδων των Αθηνών», η «Νέα Σκηνή» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ανέβασε στο «Ακροπόλ» μια νέα οπερετικής μορφής παράσταση, χρησιμοποιώντας τον τίτλο του έργου του Ξενόπουλου «Το φιόρο του λεβάντε», προφανώς με την ευκαιρία του Ετους Ξενόπουλου. Ομως η παράσταση της Λυρικής, ελάχιστη, έως μηδαμινή σχέση έχει με το έργο του Ξενόπουλου. Αντίθετα με τους «Απάχηδες» του Χατζηαποστόλου, που αποτελούν μια συγκροτημένη - μυθοπλαστικά και μορφολογικά οπερέτα, στην οποία βασίστηκε απόλυτα η διασκευή - σκηνοθεσία του Γιώργου Ρεμούνδου - η φετινή παράσταση «Το φιόρο του λεβάντε», είναι μια πρωτότυπη μεν, αυθαίρετη και αστήρικτη μυθοπλαστικά μουσική κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη. Η ελεύθερης «συνταγής» μουσική κωμωδία του Γ. Λαζαρίδη, δεν αντιστοιχεί στη φινέτσα των «Απάχηδων». Περιλαμβάνει, ολίγον άρωμα Ξενόπουλου, ανάμεικτο με πολλά και διάφορα. Θεματολογικά όμοια αλλά και ανόμοια, αισθητικά ταιριαστά αλλά και αταίριαστα, από την Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Την Αθήνα της αστικής τάξης, την Αθήνα του Δελαπατρίδη, τις εκλογικές αναμετρήσεις για το Δήμο της Αθήνας, τις ερωτικές ατασθαλίες ενός αντιπάλου στις δημοτικές εκλογές του Σπύρου Μερκούρη κι έναν σπιρτόζο Ζακυνθινό που προτιμά τη φτώχεια και τα μπουγαρίνια του νησιού του από το να υπηρετεί έναν ανερμάτιστο Αθηναίο πολιτικάντη.

Η παράσταση σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ρεμούνδου, πλούσια σκηνικά του Γιώργου Ασημακόπουλου, καλαίσθητα κοστούμια εποχής από την Τότα Πρίτσα, σε άψογη μουσική διεύθυνση του Γιώργου Κατσαρού, καλοδιδαγμένη μουσικά από τον Κώστα Δρακάκη, χορογραφημένη εύστοχα από τον Αγγελο Χατζή, προσφέρει εντυπωσιακό και ευφρόσυνο θέαμα και καλές ερμηνείες από τους λυρικούς καλλιτέχνες αλλά και από τους ηθοποιούς πρόζας, Γιώργο Μούτσιο, Γιώργο Παπαζήση, οι οποίοι θεατρικά κερδίζουν τις εντυπώσεις, με πρώτον τον Γιάννη Ζουγανέλη, ο οποίος υποδύεται το Ζακυνθινό Νιόνιο, με λαϊκό χιούμορ και αμεσότητα.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ