Παρά τη μακρόχρονη απουσία του από το θέατρο - ίσως και εξαιτίας της - ο Γιώργος Μαρίνος διατηρεί ένα νεανικό, ορμητικό πάθος για την πρώτη του τέχνη, την τέχνη του ηθοποιού. Προσπαθώντας να αναπληρώσει το κενό της απουσίας του, τα δίνει όλα για όλα. Καταθέτει επί σκηνής όλο το είναι του. Ο Γ. Μαρίνος είναι μια έμφυτα πληθωρική, ατσιγκούνευτη υποκριτική φύση. Τέτοιες υποκριτικές φύσεις είναι «θησαυρός» για κάθε σκηνοθέτη. Ευθύνη, όμως, του σκηνοθέτη είναι να τιθασεύει τέτοιες φύσεις. Να τους υποβάλλει σε έλεγχο και αυτοέλεγχο.
Τα παραπάνω αφορούν στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, δυναμική, τραγικωμικά καυστική, αλλά και υπερπληθωρική από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή, ερμηνεία του Γ. Μαρίνου στο μονολογικό αλληγορικό έργο του Ρομπέρτο Ατάιντε «Δεσποινίς Μαργαρίτα», (γνωστό στους θεατρόφιλους από την αριστουργηματική ερμηνεία της αείμνηστης Ελλης Λαμπέτη). Ο τίτλος του έργου στο παρόν ανέβασμα, στη μετάφραση του Κώστα Ταχτσή, παραφράστηκε σε «Μέθοδο της "Δεσποινίδος Μαργαρίτας"» ώστε να υποδηλώσει το εφιαλτικό αποτέλεσμα κάθε νοσηρής, ανεξέλεγκτης, αυταρχικής, καταπιεστικής «μεθόδου» οποιασδήποτε εξουσίας και σε οποιοδήποτε επίπεδο. Εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό κ.ο.κ. Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είναι δασκάλα. Μια παραλογισμένη, αυταρχική, υστερική, μικρόνοη, στείρα, στερημένη, διεστραμμένη, συναισθηματικά ανάπηρη δασκάλα, ένα φοβισμένο ζώο και ταυτόχρονα φόβητρο μιας εξουσίας που, με τα όργανα σαν τη Δεσποινίδα Μαργαρίτα, πλάθει πολίτες από τα γεννοφάσκια τους φοβισμένους, καταπιεσμένους και πειθήνιους.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη, με το λιτό σκηνικό της Κατερίνας Καμπανέλλη, τόνισε την πολλαπλών αναγνώσεων αλληγορία του έργου, αξιοποιώντας στο έπακρο και τις εύπλαστες, πληθωρικές υποκριτικές ιδιότητες του Γ. Μαρίνου. Το γεγονός ότι η αναμφίβολα ενδιαφέρουσα ερμηνεία του Γ. Μαρίνου στερείται διακυμάνσεων, των αναγκαίων υφέσεων και κορυφώσεων, το ότι ο λόγος, οι κινήσεις, οι χειρονομίες, η έκφραση του προσώπου του είναι - εξαρχής και μέχρι τέλους - σε διαρκή υπερένταση, είναι ευθύνη του σκηνοθέτη, που δεν τον τιθάσευσε.
Ευελπιστώντας σε μια ανάλογη επιτυχία των «Απάχηδων των Αθηνών», η «Νέα Σκηνή» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ανέβασε στο «Ακροπόλ» μια νέα οπερετικής μορφής παράσταση, χρησιμοποιώντας τον τίτλο του έργου του Ξενόπουλου «Το φιόρο του λεβάντε», προφανώς με την ευκαιρία του Ετους Ξενόπουλου. Ομως η παράσταση της Λυρικής, ελάχιστη, έως μηδαμινή σχέση έχει με το έργο του Ξενόπουλου. Αντίθετα με τους «Απάχηδες» του Χατζηαποστόλου, που αποτελούν μια συγκροτημένη - μυθοπλαστικά και μορφολογικά οπερέτα, στην οποία βασίστηκε απόλυτα η διασκευή - σκηνοθεσία του Γιώργου Ρεμούνδου - η φετινή παράσταση «Το φιόρο του λεβάντε», είναι μια πρωτότυπη μεν, αυθαίρετη και αστήρικτη μυθοπλαστικά μουσική κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη. Η ελεύθερης «συνταγής» μουσική κωμωδία του Γ. Λαζαρίδη, δεν αντιστοιχεί στη φινέτσα των «Απάχηδων». Περιλαμβάνει, ολίγον άρωμα Ξενόπουλου, ανάμεικτο με πολλά και διάφορα. Θεματολογικά όμοια αλλά και ανόμοια, αισθητικά ταιριαστά αλλά και αταίριαστα, από την Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Την Αθήνα της αστικής τάξης, την Αθήνα του Δελαπατρίδη, τις εκλογικές αναμετρήσεις για το Δήμο της Αθήνας, τις ερωτικές ατασθαλίες ενός αντιπάλου στις δημοτικές εκλογές του Σπύρου Μερκούρη κι έναν σπιρτόζο Ζακυνθινό που προτιμά τη φτώχεια και τα μπουγαρίνια του νησιού του από το να υπηρετεί έναν ανερμάτιστο Αθηναίο πολιτικάντη.
Η παράσταση σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ρεμούνδου, πλούσια σκηνικά του Γιώργου Ασημακόπουλου, καλαίσθητα κοστούμια εποχής από την Τότα Πρίτσα, σε άψογη μουσική διεύθυνση του Γιώργου Κατσαρού, καλοδιδαγμένη μουσικά από τον Κώστα Δρακάκη, χορογραφημένη εύστοχα από τον Αγγελο Χατζή, προσφέρει εντυπωσιακό και ευφρόσυνο θέαμα και καλές ερμηνείες από τους λυρικούς καλλιτέχνες αλλά και από τους ηθοποιούς πρόζας, Γιώργο Μούτσιο, Γιώργο Παπαζήση, οι οποίοι θεατρικά κερδίζουν τις εντυπώσεις, με πρώτον τον Γιάννη Ζουγανέλη, ο οποίος υποδύεται το Ζακυνθινό Νιόνιο, με λαϊκό χιούμορ και αμεσότητα.