Το ανέκδοτο αυτό μυθιστόρημα το έγραψε ο Ν. Καζαντζάκης μετά τον «Ζορμπά», το 1946, χρονιά κατά την οποία φεύγει από την Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αγγλία. Στο έργο αυτό ο μεγάλος συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει τη μεταπολεμική Ελλάδα και Ευρώπη και θέτει ερωτήματα που τον βασάνιζαν καθ' όλη τη δημιουργική του διαδρομή.
«"Δε με νοιάζει ο θάνατος", συλλογίζουνταν, "με νοιάζει η φθορά, αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω...". Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο. Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της, μα δε θα 'ταν η δική του, θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα 'ταν η δική του νιότη... "Αγαπημένο Κάστρο", μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, "γεράσαμε..."».
Η δράση του εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, σε Κρήτη και Αγγλία. Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει τη μνήμη του Ολοκαυτώματος και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής...