Ετσι, τα συγχαρητήρια του ΔΝΤ για τους δείκτες της ανάπτυξης στο 2,1% για το 2025 και για την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2024, ουσιαστικά, έρχονται να θυμίσουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη είναι το τσάκισμα του λαού, η συρρίκνωση του εισοδήματός του και η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, σε επίπεδα που είναι πολύ πίσω από τις σύγχρονες ανάγκες.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε το κλιμάκιο του ΔΝΤ αναφέρεται πως «το 2024 το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% στα τρία πρώτα τρίμηνα, ενισχυμένο από την ισχυρή άνοδο των επενδυτικών έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ και τη δυνατή ιδιωτική κατανάλωση». Ωστόσο, όπως σημειώνει, τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει επιδείνωση (στο 1,2%) κυρίως λόγω του τερματισμού των χρηματοδοτήσεων από το Ταμείο. Επιπλέον, αναφέρει ότι «το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9,5% το τρίτο τρίμηνο του 2024. Ο πληθωρισμός υποχωρεί σταδιακά, με τον γενικό και τον δομικό πληθωρισμό να διαμορφώνονται στο 2,9% και 3,4% σε ετήσια βάση αντίστοιχα στο τέλος του 2024, παρά την επιμονή του πληθωρισμού στις υπηρεσίες και την αύξηση των μισθών. Η ανάπτυξη της τραπεζικής πίστης προς τον ιδιωτικό τομέα επιταχύνθηκε στο 9,4% το τέταρτο τρίμηνο του 2024, συνοδευόμενη από συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των ακινήτων. Η υψηλή εγχώρια ζήτηση για εισαγωγές, που καθοδηγείται από επενδύσεις, συνέβαλε επίσης στη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών στο 6,9% του ΑΕΠ το 2024».
Στη συνέχεια αναφέρει πως «η συνεχιζόμενη δημοσιονομική προσαρμογή και η διαρκής πρόοδος στις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν ενισχύσει τα δημόσια οικονομικά, τις αναπτυξιακές προοπτικές και την ενεργειακή ασφάλεια. Μέχρι το τέλος του 2024, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι έχει μειωθεί κατά περισσότερες από 50 ποσοστιαίες μονάδες από το ανώτατο επίπεδό του το 2020, υποστηριζόμενος από την ισχυρή ανάπτυξη, τον υψηλό πληθωρισμό και τη σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή». Ουσιαστικά λέει ότι η αντιλαϊκή επίθεση σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων που θα συνεχιστεί, είναι το βασικό συστατικό για την καπιταλιστική ανάπτυξη και την πρόοδο των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Το ΔΝΤ θεωρεί θετικό το γεγονός της υπέρβασης των φορολογικών εσόδων και του πλεονάσματος που υπάρχει, μέσω της φορολογικής επίθεσης στα λαϊκά νοικοκυριά. Και την ίδια στιγμή αναγνωρίζει ότι «το τραπεζικό σύστημα έχει βελτιώσει περαιτέρω την ανθεκτικότητά του, με καλύτερη ποιότητα ενεργητικού και κεφαλαιακή επάρκεια και με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να έχει υποχωρήσει στο 3%. Οι τράπεζες διατήρησαν υψηλά κέρδη, τα οποία, σε συνδυασμό με εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων, ενίσχυσαν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω ενίσχυση των προαιρετικών κεφαλαιακών αποθεμάτων. Η ποιότητα των κεφαλαίων πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω, καθώς οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC) εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό ποσοστό του κεφαλαίου των τραπεζών». Δηλαδή, το ξεζούμισμα των χρεωμένων νοικοκυριών μέσω των επιτοκίων δανεισμού και των προμηθειών, οι πλειστηριασμοί και οι εξώσεις, πέρα από το ότι έχουν εκτοξεύσει τα κέρδη των τραπεζών, θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, στο όνομα της ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Επιπλέον, το ΔΝΤ καταγράφει και «κινδύνους για τον πληθωρισμό που είναι ανοδικοί». Και εκφράζει τους φόβους «για επιβράδυνση της ανάπτυξης σε μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, επιδείνωση των περιφερειακών συγκρούσεων και παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα». Ακόμα, ότι «οι υπερβολικές αυξήσεις στις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα θα πρέπει να αποφεύγονται, διασφαλίζοντας ότι οι αυξήσεις των συντάξεων ακολουθούν τον καθιερωμένο δείκτη αναπροσαρμογής χωρίς έκτακτες προσαρμογές».
Στη συνέχεια, ξεκαθαρίζει ότι «ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται από πρόσθετα μέτρα ή καλύτερη από την αναμενόμενη απόδοση θα πρέπει να χρησιμοποιείται για μείωση του χρέους», θυμίζοντας ότι ακόμα και η πολιτική των ισχνών επιδομάτων αποτελεί παρελθόν.