Πριν μερικούς μήνες, όταν βρισκόταν υπό διαμόρφωση το αναθεωρημένο «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» (ΕΣΕΚ), οι επιχειρηματικοί όμιλοι είχαν βγάλει τα μαχαίρια για το μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής: Οι ΑΠΕτζήδες των φωτοβολταϊκών απέναντι στους ΑΠΕτζήδες των αιολικών και όλοι μαζί απέναντι στους ομίλους του φυσικού αερίου. Ολα για το μοίρασμα της πίτας των κερδών και της κρατικής στήριξης. Ομως το «Ελντοράντο» της «απελευθερωμένης» αγοράς Ενέργειας είναι κόλαση για τα λαϊκά νοικοκυριά, είτε το μείγμα «γέρνει» προς το φυσικό αέριο, είτε προς τις ΑΠΕ. Αυτό αποδεικνύεται και από τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ. Το 2024, για δεύτερη φορά από το 1990, η Ελλάδα υπήρξε καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ΑΠΕ βρέθηκαν μεν στην πρώτη θέση της ηλεκτροπαραγωγής, έμειναν όμως πίσω σε σχέση με το άθροισμα της παραγωγής από ορυκτό αέριο, λιγνίτη και πετρέλαιο κατά 3,171 GWh. Αντίθετα, μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι ΑΠΕ ξεπερνούσαν σε παραγωγή το άθροισμα των ορυκτών καυσίμων. Η αντιστροφή το δεύτερο εξάμηνο οφείλεται κυρίως στην αυξημένη συνεισφορά του αερίου. Με λίγα λόγια, είτε με πρωτιά των βιομηχάνων του φυσικού αερίου, είτε των «πράσινων» ομίλων, οι τιμές για τα λαϊκά νοικοκυριά παρέμεναν στα ύψη. Σ' αυτά καταλήγει ο φουσκωμένος λογαριασμός της «απελευθέρωσης» και του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, ανεξάρτητα από το ποια μονοπώλια ανεβαίνουν κάθε φορά στο βάθρο της ηλεκτροπαραγωγής και της κερδοφορίας.