35.000 οικογένειες βρίσκονται αντιμέτωπες με την απειλή πλειστηριασμών ή κατάσχεσης κατοικιών, για δάνεια που είχαν πάρει αξιοποιώντας το πρόγραμμα αποκατάστασής τους με νόμο του 2000. Μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης το 2009, πολλές από αυτές τις οικογένειες βρέθηκαν σε αδυναμία να αποπληρώνουν τις δανειακές απαιτήσεις.
Οι μεγάλες προσαυξήσεις στις δόσεις αποπληρωμής και στους τόκους οφείλονται στο γεγονός ότι τα δάνεια συνδέθηκαν με γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, οι τιμές των οποίων εκτοξεύτηκαν την περίοδο των μνημονίων που υπέγραψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις των ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ με την ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Ταυτόχρονα οι ίδιες κυβερνήσεις προώθησαν την άρση προστασίας της πρώτης κατοικίας και ακολούθησαν οι εξίσου επιζήμιες για τους δανειολήπτες Οδηγίες της ΕΕ σχετικά με τα «κόκκινα» δάνεια και τις οφειλές, οδηγώντας τους μπροστά σε πλειστηριασμούς και κατασχέσεις ακινήτων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η χρηματοδότηση για το πρόγραμμα παλιννοστούντων έγινε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο περιλάμβανε εκτός από εθνικούς πόρους και κονδύλια από το Γ' και Δ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, όλα τους χρήματα του ελληνικού λαού.
Ο ευρωβουλευτής του Κόμματος με βάση τα παραπάνω υπέβαλε τα εξής ερωτήματα:
«Με δεδομένη τη συνυπευθυνότητα της ΕΕ στο να οδηγηθούν στο αδιέξοδο χιλιάδες οικογένειες παλιννοστούντων ερωτάται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πώς τοποθετείται στα κατεπείγοντα αιτήματά τους:
- Να διαγραφούν τα ποσά που έχουν διαμορφωθεί από προσαυξήσεις, ανακεφαλαιοποιήσεις και ανατοκισμούς;
- Μετά τις παραπάνω διαγραφές το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης να μην υπερβαίνει το 10% του ετήσιου φορολογητέου ποσού, προκειμένου να μπορέσουν να σώσουν τη μοναδική τους κατοικία, που για αυτούς ήταν όνειρο ζωής;
- Να πάψει οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης ή άλλο αναγκαστικό μέτρο εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και του Δημοσίου προκειμένου να μη χάσουν τα σπίτια τους;».