2025 The Associated Press. All |
Στόχος των αμερικανικών δασμών και το Μεξικό (φωτ. βιομηχανία στο νότιο Μεξικό) |
Ολος ο «πόνος» αφορά βέβαια τον λαό, καθώς ήδη εκτιμάται ότι ως συνέπεια των δασμών που ανακοινώνει η Ουάσιγκτον και των αντιμέτρων που προετοιμάζονται από άλλες χώρες, το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό θα δει τις δαπάνες του να αυξάνονται άμεσα, τουλάχιστον κατά 200 δολάρια τον μήνα.
Η δε «επιστροφή του μεγαλείου στην Αμερική» αφορά αποκλειστικά την υπεράσπιση των συμφερόντων των αμερικανικών μονοπωλίων, στο πλαίσιο των εντεινόμενων ανταγωνισμών για την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι «εμπορικοί πόλεμοι», οι δασμοί και οι κυρώσεις είναι το «συμπλήρωμα» των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της στροφής στην πολεμική οικονομία, ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των ανταγωνισμών.
Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή δασμών 25% στα περισσότερα αγαθά που εισάγονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό και τον Καναδά και πρόσθετων δασμών 10% από την Κίνα. Είπε επίσης για μια ακόμα φορά ότι επεξεργάζεται την επιβολή αντίστοιχων δασμών στα προϊόντα της ΕΕ. Την περασμένη Δευτέρα ανακοινώθηκε η αναβολή της επιβολής των πρόσθετων δασμών στα μεξικανικά και καναδικά προϊόντα για έναν μήνα.
Μεξικό, Καναδάς και Κίνα είναι οι 3 μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ, καθώς μαζί πωλούν σχεδόν τα μισά από τα αγαθά που εισάγονται στη χώρα.
Και με τις 3 χώρες οι ΗΠΑ ωστόσο καταγράφουν σημαντικό εμπορικό έλλειμμα: Με την Κίνα το εμπορικό έλλειμμα φτάνει στα 367,4 δισ. δολάρια, με το Μεξικό στα 131,1 δισ. και τον Καναδά στα 53,5 δισ. δολάρια.
Αντίστοιχα, με την ΕΕ οι ΗΠΑ διατηρούν εμπορικό έλλειμμα 131,3 δισ. δολαρίων.
Την ίδια στιγμή, η αναστολή για έναν μήνα των δασμών για τις εισαγωγές από Μεξικό και Καναδά επιβεβαιώνει πόσο πολύπλευρα φουντώνει το παζάρι.
Κι ενώ προσχηματικά η κυβέρνηση Τραμπ επικαλείται το Μεταναστευτικό και τη διακίνηση ναρκωτικών ως αιτίες για την επιβολή δασμών, το παζάρι αγκαλιάζει πολλές πλευρές, από τις εμπορικές σχέσεις μέχρι την «άμυνα» και την πολεμική προπαρασκευή.
Χαρακτηριστικά, την ίδια ώρα που ο Αμερικανός Πρόεδρος αναφέρεται στον Καναδά ως δυνητικά «51η πολιτεία των ΗΠΑ» και απειλεί με επιβολή μεγάλων δασμών, ο Καναδός υπουργός Αμυνας, Μπιλ Μπλερ, με δηλώσεις του την περασμένη Πέμπτη, αφού τόνισε πόσο «ουσιώδης εταίρος» των ΗΠΑ είναι η χώρα του σε θέματα «άμυνας», ανέφερε ότι ο Καναδάς είναι διατεθειμένος να συμμετάσχει στο σχέδιο ανάπτυξης συστήματος ολοκληρωμένης αντιπυραυλικής άμυνας τύπου «Σιδηρού Θόλου» που προωθεί ο Τραμπ. «Ενα ολοκληρωμένο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας για το σύνολο της βόρειας Αμερικής είναι το πιο λογικό για όλους», επισήμανε.
Ανεξάρτητα από το πώς τελικά θα διαμορφωθεί η δασμολογική πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, το σίγουρο είναι ότι η Ουάσιγκτον επιστρατεύει κάθε δυνατό μέσο, έναντι αντιπάλων και «συμμάχων» για να υπερασπιστεί την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών μονοπωλίων.
Η αναβολή των δασμών σε εισαγωγές από Μεξικό και Καναδά, αλλά και η αναμονή αναφορικά με την επιβολή νέων δασμών σε εισαγωγές από την ΕΕ αντανακλούν διαπραγματεύσεις για ανταλλάγματα που η Ουάσιγκτον ζητά εδώ και καιρό, όπως μια άλλη «κατανομή» των δαπανών για την «άμυνα» στο ΝΑΤΟ, ή μια αύξηση στις πωλήσεις αμερικανικού LNG.
«Το θέμα των δασμών δεν είναι κάτι που συζητιέται για κάποιες μέρες, είναι αιώνες ολόκληροι που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Κάθε Πρόεδρος των ΗΠΑ τους έχει χρησιμοποιήσει», δήλωσε προ ημερών στο δίκτυο CBS News ο Ρ. Λάιτθιζερ, σύμβουλος εμπορίου του Ντόναλντ Τραμπ, κατά την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο.
Εξηγώντας ότι οι δασμοί πρέπει να αποτελέσουν βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των άλλων δυνάμεων, με σκοπό «να αλλάξουμε τη σχέση μαζί τους», ο Λάιτθιζερ υποστήριξε ότι «χρειαζόμαστε μια οικονομική πολιτική και μια στρατιωτική στρατηγική πολιτική που θα ανταποκριθεί στιςπροκλήσεις».
«Αν αθροίσουμε τα δεδομένα», ανέφερε μεταξύ άλλων, «μπορεί να φτάσουμε στο περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως πλούτου που από τις Ηνωμένες Πολιτείες μεταφέρονται σε έναν γεωπολιτικό αντίπαλο. Αυτό είναι κάτι τρελό. Αλλά συμβαίνει. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε από την πλευρά της "εθνικής ασφάλειας", πώς θα διεξαγάγουμε έναν πόλεμο, αν ποτέ κληθούμε να διεξαγάγουμε έναν πόλεμο με την Κίνα, όταν εκείνη είναι στη σημερινή κατάσταση τέσσερις φορές πιο ικανή να μπορεί να παράγει όσα χρειάζονται για έναν πόλεμο;».
Περιγράφοντας πολύ χαρακτηριστικά την ανησυχία που προκαλεί στην αμερικανική πλουτοκρατία η Κίνα, εξήγησε: «Η Κίνα κατά τη γνώμη μου, για μένα, αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ένας πολύ, πολύ ικανός αντίπαλος. Θεωρεί τον εαυτό της ως νούμερο 1 στον κόσμο και θέλει να εξελιχθεί έτσι (...) Εχουν τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο και τον μεγαλώνουν κι άλλο, το μεγαλύτερο Ναυτικό στον κόσμο και το μεγαλώνουν κι άλλο (...) Διεξάγουν έναν οικονομικό πόλεμο ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες και κερδίζουν αυτόν τον πόλεμο για τουλάχιστον τις τελευταίες τρεις δεκαετίες...».
Ενώ απαντώντας σε ερώτημα για το αν μπορεί να αποφευχθεί ένας πόλεμος μέσα από την επέκταση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων, είπε ότι η αντιπαράθεση για την παγκόσμια μοιρασιά αγορών και πρώτων υλών μπορεί να πάρει όλες τις μορφές: «Κάποιος εμποδίζει έναν πόλεμο αν διαθέτει τον ισχυρότερο, μεγαλύτερο, καλύτερο στρατό, το μεγαλύτερο, καλύτερο Πολεμικό Ναυτικό, την καλύτερη οικονομία στον κόσμο, την καλύτερη τεχνολογία. Αν τα κάνει αυτά μία δύναμη, τότε οι σύμμαχοι έρχονται σε αυτόν. Αντικρίζουν σε αυτόν το μέλλον...».
Την ίδια ώρα, στην ΕΕ μεγαλώνουν οι ανησυχίες για τις συνέπειες ότι τα ευρωπαϊκά μονοπώλια θα συνθλιβούν από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα.
Την προηγούμενη Κυριακή ο Ντ. Τραμπ επανέλαβε ότι «πολύ σύντομα» θα επιβληθούν υψηλότεροι τελωνειακοί δασμοί σε προϊόντα της ΕΕ. «Μας εκμεταλλεύονται στ' αλήθεια ξέρετε», δήλωσε, υπενθυμίζοντας το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. «Δεν αγοράζουν ούτε αυτοκίνητά μας ούτε αγροτικά προϊόντα μας, σχεδόν τίποτα, κι εμείς τα παίρνουμε όλα, εκατομμύρια οχήματα, τεράστια επίπεδα αγροτικών προϊόντων».
Η επικεφαλής της ευρωενωσιακής διπλωματίας, Κάγια Κάλας, δήλωσε ότι «αν οι ΗΠΑ ξεκινήσουν εμπορικό πόλεμο, αυτός που θα γελάει είναι η Κίνα», ενώ η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είπε ότι «η ΕΕ είναι έτοιμη για εποικοδομητικό διάλογο με τις ΗΠΑ, όμως ταυτόχρονα είναι έτοιμη να απαντήσει αποφασιστικά αν στοχοποιηθεί άδικα ή αυθαίρετα», μιλώντας για την ανάγκη «να ενισχύσουμε μια πολύ ρεαλιστική συνεργασία με τις ΗΠΑ», λαμβάνοντας υπόψη «νέες προκλήσεις και αυξανόμενες αβεβαιότητες».
Στις αντιδράσεις ξεχώρισαν αυτές της Γαλλίας, της οποίας ο υπουργός Βιομηχανίας, Μαρκ Φεράσι, είπε πως «είναι προφανές ότι πρέπει να αντιδράσουμε». Και συνέχισε ως εξής: «Η απάντηση, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να σχετίζεται με τα προϊόντα που είναι σημαντικά για τον "συνομιλητή" και τη χώρα με την οποία διαπραγματεύεται κανείς. Και πρέπει να "δαγκώνει" - όπως λέμε - που σημαίνει, να έχει επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία, να περιέχει μια αξιόπιστη απειλή μέσα στη διαπραγμάτευση».
Επέμεινε δε ότι «πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε αφελείς (...) Να μην ξεκινήσουμε κάνοντας παραχωρήσεις, να μην ξεκινήσουμε λέγοντας ότι πρόκειται να αγοράσουμε περισσότερα αμερικανικά προϊόντα του ενός ή του άλλου βιομηχανικού ή αγροτικού τομέα».
Από τη μεριά της Γερμανίας, βέβαια, που είναι μια οικονομία πολύ πιο «εκτεθειμένη» σε εξαγωγές, οι τόνοι ήταν πιο ήπιοι. Ο υπουργός Οικονομικών, Jοrg Kukies, παρατήρησε ότι «δεν πρέπει να αντιδράσουμε στις πρώτες αποφάσεις με πανικό, αλλά να τις δούμε ως την αρχή των διαπραγματεύσεων και όχι το τέλος...».