Ετσι, λοιπόν, επιχειρώντας να περιορίσει την τραγωδία στην κοκορομαχία με τη βολική αντιπολίτευση των ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον και αυτά τα κόμματα φέρουν σοβαρές ευθύνες για την κατάσταση του σιδηρόδρομου, ο Μητσοτάκης τούς επιτέθηκε με κατηγορίες για «εργαλειοποίηση, τυφλή διαμαρτυρία, λαϊκισμό, ψέματα», επιχειρεί ταυτόχρονα να αποσείσει τις ευθύνες της κυβέρνησής του για τις σοβαρότατες ελλείψεις στα μέτρα ασφάλειας. Διόλου τυχαία, για άλλη μια φορά, δεν απάντησε στα κρίσιμα ζητήματα που οδήγησαν στην πολύνεκρη σύγκρουση των δύο τρένων που κινούνταν στην ίδια γραμμή. Προσπαθώντας, δε, να πιαστεί από βίντεο που είδαν τελευταία το φως της δημοσιότητας, ισχυρίστηκε ότι «αν αποδειχθούν γνήσια, η πολιτεία δεν είχε κανέναν λόγο να τα δει καθυστερημένα στη δικογραφία», όταν οι συγγενείς των θυμάτων καταγγέλλουν ότι έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών και τα κατασχεμένα αρχεία (κατά πληροφορίες πρόκειται για 680.000 αρχεία) δεν έχουν ακόμα, δύο χρόνια μετά το έγκλημα, συμπεριληφθεί στη δικογραφία.
Οσον αφορά την οικονομία, κι ενώ ο λαός υποφέρει κάτω από το βάρος της ακρίβειας, των χαμηλών μισθών, της ενεργειακής φτώχειας, ο πρωθυπουργός παρουσίασε για άλλη μια φορά μια ωραιοποιημένη εικόνα, επικαλούμενος ωστόσο ξανά τη «δημοσιονομική σταθερότητα», που για τον λαό σημαίνει συνεχείς περικοπές και αδυναμία ικανοποίησης ακόμα και βασικών αναγκών, νέα βάρη. Στο ίδιο μοτίβο, περηφανεύτηκε για την «ανάπτυξη που προχωρά ταχύτερα από την ευρωπαϊκή παρά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση», μία ανάπτυξη όμως που αφορά το κεφάλαιο και όχι τον λαό και τους εργαζόμενους, στο ξεζούμισμα των οποίων πατά η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Εβαλε εξάλλου πρόταγμα να προχωρήσουν κι άλλες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην Υγεία και στην Παιδεία, «στην περαιτέρω ψηφιοποίηση του κράτους», με μπούσουλα βέβαια τις ανάγκες των επιχειρηματιών.
Παραπέρα, υπεραμύνθηκε του ρόλου του πρωτοπαλίκαρου της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, με τη στήριξη της στρατηγικής για αύξηση των πολεμικών δαπανών και την παραπέρα στρατιωτικοποίηση της ΕΕ, αναφέροντας χαρακτηριστικά τις πρωτοβουλίες του για «τη συγκρότηση ενός ενιαίου ταμείου για την Αμυνα, για την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες αλλά και για την αντιπυραυλική θωράκιση της Ευρώπης». Προετοιμασίες όλες για ακόμα βαθύτερη εμπλοκή της ντόπιας αστικής τάξης στα επικίνδυνα σχέδια του ευρωατλαντικού άξονα, με νέα κονδύλια να οδεύουν για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ και όχι φυσικά την αμυντική θωράκιση της χώρας.
Εξάλλου, ερωτηθείς για τις εξαγγελίες του Προέδρου Τραμπ, τόνισε ότι «πιστεύει» στην «ευρωατλαντική συνεργασία». «Οφείλουμε να συνεργαστούμε στους πολλούς τομείς όπου τα συμφέροντά μας συγκλίνουν και να αναζητήσουμε λύσεις», πρόσθεσε, μπροστά στο ενδεχόμενο επιβολής δασμών από πλευράς ΗΠΑ, αντιτείνοντας ότι «δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της ΕΕ ούτε των ΗΠΑ». Συμπλήρωσε ωστόσο ότι η ΕΕ «θα αντιδράσει συλλογικά και ενιαία για να προστατεύσει τα συμφέροντά της όπως και όποτε αυτό χρειαστεί», επιβεβαιώνοντας τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις που υπάρχουν και στο εσωτερικό του ευρωατλαντικού άξονα.
Αποζητώντας άλλωστε ρόλο και λόγο στη μοιρασιά της καπιταλιστικής λείας, επέμεινε ότι η ΕΕ «δεν μπορεί να λείπει από το τραπέζι των ειρηνευτικών συνομιλιών για την Ουκρανία. Εφτασε ο καιρός, θα έλεγα, της γεωπολιτικής της ενηλικίωσης. Και η ώρα να αναζητήσει τη δική της ιδιαίτερη θέση στον καινούργιο χάρτη των παγκόσμιων συσχετισμών», είπε, στην πρεμούρα τους για ακόμα πιο ενεργή εμπλοκή σε επικίνδυνα σχέδια και κόντρες.
Χτες, ο Μητσοτάκης επισκέφθηκε στον Πειραιά το υπό ανέγερση δικαστικό μέγαρο και το εργοτάξιο του νέου Μουσείου Ενάλιων Αρχαιοτήτων, έργα ενταγμένα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο παράδοσης περιοχών - φιλέτα στην «επιχειρηματικότητα» και στις ορέξεις του κεφαλαίου προς «αξιοποίηση», εξοβελίζοντας μεροκαματιάρηδες και ελευθεροεπαγγελματίες.
Στη σπουδή τους άλλωστε να προχωρήσουν αναπλάσεις και κατασκευές, με ό,τι άλλο φέρνουν μαζί, ζήτησε «από όλες τις υπηρεσίες να κινηθούμε γρήγορα, έτσι ώστε να είμαστε απολύτως συνεπείς με τα χρονοδιαγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο ουσιαστικά μας υποχρεώνει να ολοκληρώσουμε και τα δύο αυτά πολύ σημαντικά έργα για τον Πειραιά, αλλά και για ολόκληρη την πατρίδα μας, μέχρι τα μέσα του 2026».