1949. Ο Γιάννης, γιος αντάρτη, ξεριζώνεται από τη θαλπωρή του σπιτιού του στο χωριό, γιατί η γιαγιά του πείθεται να τον παραδώσει στις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, με την ελπίδα ότι το εγγόνι της θα μάθει γράμματα. Σε αυτά τα ιδρύματα, όπου χειραγωγούνται οι ιδέες και οι επιθυμίες, το παιδί περνάει έξι από τα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής του. Εφιάλτες και σκοτεινά αισθήματα για τον πατέρα του στοιχειώνουν την καρδιά του...
Η ταινία στηρίζεται στα αυτοβιογραφικά βιβλία του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά, «Διπλωμένα Φτερά» και «Θολός Βυθός». Η σκηνοθέτιδα έχει κάνει πολύ ωραία δουλειά στην αναπαράσταση των «αναμορφωτηρίων», αφαιρετική βέβαια, λόγω κόστους, δίνοντας έμφαση στη φριχτή προπαγάνδα που υπέστησαν όσα παιδιά εγκλείστηκαν εκεί. Στόχος ήταν να μετατρέψουν τα παιδιά σε γενίτσαρους και να τα στρέψουν ενάντια στους γονείς τους, που ήταν αντάρτες και κομμουνιστές.
Αναδεικνύει με γλαφυρό τρόπο αρκετές πτυχές των παιδουπόλεων, τις παράνομες υιοθεσίες στις ΗΠΑ και τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, και το κυριότερο όλων είναι ότι μας αφηγείται την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός τέτοιου παιδιού. Το Γιαννούδι της ταινίας δεν ήξερε καν αν ο πατέρας του ζούσε, και μέχρι κάποια ηλικία δεν ήξερε ποιος πραγματικά είναι ο ίδιος. Οταν, πολλά χρόνια αργότερα, συνειδητοποιεί την ταυτότητά του, τότε καταλαβαίνει και πώς έζησε τα παιδικά του χρόνια στις «φρικουπόλεις». Πρόκειται για μια εξαιρετική καταβύθιση μέσα από τα μάτια αυτού του παιδιού.
Μέχρι εδώ η σπάνια αυτή αναπαράσταση μας κερδίζει... μέχρι να έρθει η «δημοκρατία», δηλαδή η μεταπολίτευση και ο Παπανδρέου, και ο Γιάννης, μεγάλος πια, να πάει στη Βουλγαρία να συναντήσει τον πατέρα του. Λίγο νωρίτερα έχει ξεκινήσει η ματαίωση... Το «γιατί ο πατέρας σου μπλέχτηκε με τα πολιτικά» δίνει τη θέση του στο «ωραίος σοσιαλισμός», μετά τη σκηνή στο διαμέρισμα του πατέρα στη Βουλγαρία. Εκεί, στο τέλος της, η ταινία μάς χάνει... Πολύ συνοπτικά εξηγούμε γιατί. Γιατί η περίοδος της «λευκής τρομοκρατίας» (αστική δημοκρατία είχαμε και τότε) έκλεισε χιλιάδες αγωνιστές στα ξερονήσια και στις φυλακές, και οδήγησε τους αγωνιστές να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς ή να βγουν στο βουνό. Γιατί δεν θεωρούμε μάταιη την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, δηλαδή τον δίκαιο, ηρωικό και μεγαλειώδη αγώνα του ΔΣΕ. Γιατί μια σκηνή στη Βουλγαρία δεν είναι ικανή να παράξει συμπεράσματα για τον σοσιαλισμό που χτίστηκε σε αυτές τις χώρες. Γιατί οι χώρες αυτές υποδέχτηκαν με ανοιχτή αγκαλιά τους πολιτικούς πρόσφυγες και τα παιδιά τους. Γιατί η κυβέρνηση της αστικής δημοκρατίας που «ήρθε» στη μεταπολίτευση είναι μια άλλη μορφή εκείνης που μαζί με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στήριζαν την Φρειδερίκη στο «θεάρεστο» έργο της. Γιατί από την εποχή της αποπνικτικής μετεμφυλιακής Ελλάδας, οι κομμουνιστές και οι οικογένειές τους αγωνίστηκαν με κόστος για την επαναφορά των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης, μοναχικός σιδεράς, βρίσκει ευχαρίστηση στο κυνήγι και την κατασκευή χειροποίητων κοσμημάτων. Ο διπλανός του γείτονας, ο Ηλίας, κακομεταχειρίζεται τον μεγαλόσωμο σκύλο του. Ενόσω ο Ηλίας δουλεύει τα βράδια σεκιούριτι, ο σκύλος μένει κλειδωμένος στο μπαλκόνι και γαβγίζει ασταμάτητα. Ο Γιάννης δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οταν χάνει την από χρόνια αποξενωμένη μητέρα του, γεμίζει ενοχές και θυμό. Η σύγκρουσή του με τον Ηλία μοιάζει αναπόφευκτη.
«Κάθε ζώο έχει τα όριά του» είναι η βασική θεματική της ταινίας και μας δείχνει έναν άνθρωπο που ζει μόνος, σαν «λύκος», να ξεπερνά λίγο - λίγο τα όριά του, μέχρι που κάνει μια «έκρηξη» και τα σαρώνει όλα... Ο σκηνοθέτης, σαν τον ήρωά του, δομεί με ωραία, στρωτή, κοινωνική αφήγηση το σενάριό του, αλλά στο τέλος, πάλι σαν τον ήρωά του, δίνει μια κλοτσιά και χύνει το γάλα από την καρδάρα... Ο θεατής μπορεί να μην ταυτίζεται με τον ήρωα αλλά τον καταλαβαίνει, πόσο μάλλον που πρόκειται για έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, όμως - χωρίς να θέλουμε να προδώσουμε το τέλος - διαφωνούμε μαζί του. Η ζωή έχει αξία, είτε είναι ανθρώπου είτε είναι ζώου, και τούτο είναι απαράβατο.