«Αμηχανία», «μούδιασμα» και «ατολμία να δράσει με μια φωνή» προσάπτουν διάφοροι αναλυτές στην ΕΕ με φόντο την εκλογή Τραμπ και την απόφαση των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν απροκάλυπτα «για λογαριασμό τους» με τη Μόσχα για την ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία, και να φορτώσουν στους Ευρωπαίους μεγαλύτερο βάρος της ΝΑΤΟικής «άμυνας». Στην πραγματικότητα, η στάση αυτή της ΕΕ κρύβει από πίσω τις αντιθέσεις που οξύνονται, τα αντικρουόμενα συμφέροντα, τις διαφορετικές προτεραιότητες στην εξωτερική πολιτική, τον ανταγωνισμό του κεφαλαίου για κέρδος, επενδύσεις, αγορές.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των εξοπλισμών. Η ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών για την ενίσχυση της Ουκρανίας, αλλά και των ευρωπαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων, δημιουργεί νέες «ευκαιρίες» για τους ομίλους της πολεμικής βιομηχανίας και συνολικά για το κεφάλαιο, που αναζητεί κερδοφόρα διέξοδο από την υπερσυσσώρευση, για να καθυστερήσει μια νέα κρίση. Ετσι, στο εσωτερικό της ΕΕ βρίσκεται σε εξέλιξη μια «σφαγή» για το μερίδιο από την «πίτα».
Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση της Κομισιόν για επενδύσεις ύψους 150 δισ. ευρώ στην ευρωπαϊκή «άμυνα» μέσω δανείων στα κράτη - μέλη προκάλεσε αντιπαράθεση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Η πρόταση υποστηρίχθηκε από όλα τα κράτη - μέλη, ωστόσο εκκρεμεί η συμφωνία στις λεπτομέρειες του σχεδίου και υπάρχουν διαφωνίες για το αν αυτά τα κεφάλαια θα διατεθούν ή όχι σε εξοπλισμούς που κατασκευάζονται σε χώρες εκτός ΕΕ. Ο γαλλογερμανικός άξονας - η υποτιθέμενη «ατμομηχανή» της ΕΕ - για άλλη μια φορά συνταράσσεται από τον μεταξύ τους σφοδρό ανταγωνισμό.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες, πίσω από τις ξεδιάντροπες διακηρύξεις για «ειρήνη» και «ελευθερία» ή τις «απειλές» για την ευρωπαϊκή «ασφάλεια», οι χώρες της πολεμοκάπηλης ΕΕ παζαρεύουν η καθεμιά για τους δικούς της ομίλους, για το ποιος θα πάρει περισσότερα από τα χρήματα και τον πλούτο που παράγουν οι λαοί. Ο Γερμανός καγκελάριος ήταν ανάμεσα σε εκείνους που υποστήριξαν ότι η μοιρασιά της «πίτας» θα πρέπει να συμπεριλάβει πολεμικές βιομηχανίες «εταίρων» εκτός ΕΕ, π.χ. της Βρετανίας, της Νορβηγίας, της Ελβετίας και της Τουρκίας. Ενα από τα κίνητρα του Βερολίνου είναι να μην ενισχυθεί «υπερβολικά» ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του στην ΕΕ, δηλαδή η Γαλλία.
Η ευρωπαϊκή «αυτονομία» και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής υποστηρίζονται εδώ και χρόνια από τον Γάλλο Πρόεδρο, φυσικά για στρατηγικούς - γεωπολιτικούς λόγους. Αλλά και για να ενισχυθεί η γαλλική πολεμική βιομηχανία, η οποία - σημειωτέον - είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας εξοπλισμών στον κόσμο, πίσω από τις ΗΠΑ. Ο Μακρόν τόνισε προ ημερών ότι «οι δαπάνες δεν πρέπει να γίνονται για εξοπλισμούς που δεν είναι ευρωπαϊκής προέλευσης». Για να καλυφθούν τα κενά σε κρίσιμης σημασίας τομείς - αεράμυνα, πλήγματα μεγάλης εμβέλειας, πληροφορίες, αναγνώριση και στόχευση - «η μέθοδος είναι να εντοπίσουμε τους καλύτερους επιχειρηματίες και επιχειρήσεις που έχουμε», δηλαδή τις γαλλικές... Μάλιστα, κάθε κράτος - μέλος της ΕΕ καλείται «να επανεξετάσει τις παραγγελίες του, για να δει αν οι εξοπλισμοί που αφορούν την Ευρώπη μπορούν να τεθούν σε προτεραιότητα».
Η Γαλλία υποστηρίζει επίσης ότι τέτοιες κινήσεις υπονομεύουν την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και την ανάπτυξη της εγχώριας «αμυντικής» βιομηχανίας, καθώς θα μπορούσαν να αφαιρέσουν πόρους από ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το Future Combat Air System (FCAS), δηλαδή το μαχητικό 6ης γενιάς και το νέο γαλλογερμανικό άρμα (Main Ground Combat System, MGCS), για τα οποία Γαλλία και Γερμανία διαπραγματεύονταν σκληρά επί τουλάχιστον πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο («Financial Times», «Bloomberg» κ.ά.), διπλωματικές πηγές εκφράζουν «φόβους» ότι οι γαλλικές ενστάσεις μπορεί να φτάσουν «μέχρι τέλους» και να κινδυνεύσει το σχέδιο των 150 δισ. ευρώ, εξαιτίας του ανταγωνισμού για την «πίτα» της πολεμικής βιομηχανίας. Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, καθυστέρησε περισσότερο από έναν χρόνο ο συμβιβασμός για το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανίας, ένα ταμείο 1,5 δισ. ευρώ για την «ευρωπαϊκή Αμυνα». Οι διαπραγματεύσεις για το συγκεκριμένο πρόγραμμα εγκαταλείφθηκαν οριστικά τον περασμένο χειμώνα, με τη Γαλλία να απαιτεί ανώτατο όριο στις δαπάνες που μπορεί να διατεθούν για στρατιωτικούς εξοπλισμούς σε χώρες εκτός ΕΕ.
«Αν δεν στάθηκε δυνατό να διατεθούν 1,5 δισ. ευρώ για την Αμυνα λόγω των γαλλικών αντιρρήσεων, πώς θα σταθεί δυνατό να διατεθούν 150 δισ. ευρώ;», σημειώνουν οι διπλωμάτες, δείχνοντας το βάθος των αντιθέσεων, την ώρα που αξιωματούχοι της Κομισιόν διαβουλεύονται με Παρίσι, Βερολίνο και άλλες κυβερνήσεις για να διασφαλίσουν ότι το νέο σχέδιο δεν θα μπλοκαριστεί όταν υποβληθεί για έγκριση από τα κράτη - μέλη στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής, στις 20 και 21 Μάρτη.
Μόνο ...αμηχανία δεν διακατέχει λοιπόν την ΕΕ, που σε αυτήν τη συγκυρία σχεδιάζει ακόμα και την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία από «πρόθυμα» κράτη - μέλη, για να προασπιστούν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Στο εξής, σημαντικές αποφάσεις δεν αποκλείεται να παίρνονται από «συμμαχίες προθύμων», οξύνοντας κι άλλο τις αντιθέσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση τις άλλοτε ...«ιερές αγελάδες» της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», τη «συναίνεση», την αρχή της «ομοφωνίας». Ακόμα και την ίδια την ευρωπαϊκή «συνοχή»...