2025 The Associated Press. All |
Κι όμως μια πιο προσεκτική ματιά στους δείκτες που επικαλούνται τα αστικά επιτελεία δείχνει ότι αυτοί «γυροφέρνουν» τα συμπτώματα των «ανίατων» ασθενειών του καπιταλιστικού συστήματος και της βασικής αιτίας κάθε καπιταλιστικής κρίσης που δεν είναι άλλη από την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, κεφαλαίου δηλαδή που δεν βρίσκει πεδία με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, «φράσσοντας» έτσι τις «αρτηρίες» του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος.
Για παράδειγμα, τα στοιχεία για την επιβράδυνση στον αριθμό προσλήψεων που καταγράφηκαν τον περασμένο μήνα στην οικονομία των ΗΠΑ (σε σχέση με τις προβλέψεις) και για την άνοδο των αιτούντων για το επίδομα ανεργίας (242.000, το υψηλότερό τους επίπεδο από τον Οκτώβριο), μπορεί να διαβάζονται από τα αστικά επιτελεία λίγο πολύ ως «προσωρινά» και μικρότερης σημασίας (ότι απλά αποτυπώνουν τις απολύσεις στον δημόσιο τομέα των ΗΠΑ και σε μια σειρά κρατικές υπηρεσίες όπως και την ακύρωση συμβολαίων με ιδιωτικές επιχειρήσεις σε μια σειρά από τομείς), στην πραγματικότητα όμως αντανακλούν το βαθύτερο πρόβλημα, ακριβώς την αξιοποίηση λιγότερης εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο ή το αστικό κράτος - «συλλογικό καπιταλιστή».
Τα ζητήματα αυτά αποτυπώνονται και στην «απαισιοδοξία» που καταγράφουν και μια σειρά από αστικά επιτελεία: Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs και της Morgan Stanley, υποβάθμισαν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη του αμερικανικού ΑΕΠ στο 1,7% και 1,5% αντίστοιχα για φέτος. Σύμφωνα δε με τον Bruce Kasman, επικεφαλής οικονομολόγο της «J.P. Morgan» σε παγκόσμιο επίπεδο, η πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ φέτος ανέρχεται περίπου στο 40% (πέρυσι το καλοκαίρι καταγραφόταν περίπου στο 35%), ενώ σύμφωνα με έρευνα της American Association of individual investors, για πρώτη φορά από το 2022 οι επενδυτές προβλέπουν ότι οι τιμές των μετοχών σε 6 μήνες θα βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από σήμερα. Την ίδια ώρα ο δείκτης GDP Now της Atlanta Fed, μίας από τις 12 περιφερειακές τράπεζες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, προβλέπει υποχώρηση 2,4% για το πρώτο τρίμηνο, αν και στις προηγούμενες εκτιμήσεις της προέβλεπε υποχώρηση 2,8%.
Ανεξάρτητα απ' το πόσο ακριβείς θα αποδειχτούν οι εκτιμήσεις αυτές, το μόνο σίγουρο είναι πως «όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά», και στην αμερικανική οικονομία είναι η τρίτη φορά μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο που καταγράφονται μια σειρά από φαινόμενα που δείχνουν ακριβώς «τον ελέφαντα στο δωμάτιο», μια νέα καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης που καραδοκεί: Η τεράστια πτώση στο αμερικανικό Χρηματιστήριο το περασμένο καλοκαίρι, οι αντίστοιχες κινήσεις φέτος με επίκεντρο τις μετοχές των εταιρειών Τεχνητής Νοημοσύνης μετά τις ανακοινώσεις για το κινέζικο μοντέλο Deepseek, οι τωρινές «διακυμάνσεις» με φόντο τις ανακοινώσεις Τραμπ για τους δασμούς, αποτυπώνουν ακριβώς το γεγονός ότι δεν δίνεται διέξοδος σε αυτό το βαθύτερο πρόβλημα της καπιταλιστικής οικονομίας.
Αποτυπώνουν και ότι παρά τα «παχιά λόγια» δεν υπάρχει και κανένας τρόπος, καμία μορφή διαχείρισης που να μπορεί να αντιμετωπίσει, να «χαλιναγωγήσει» τις αγιάτρευτες αντιθέσεις που βρίσκονται στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος: Ούτε η επεκτατική πολιτική επί Μπάιντεν και τα τεράστια κρατικά πακέτα, ούτε οι περικοπές, ο «προστατευτισμός» και όλα τα υπόλοιπα επί Τραμπ μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα αυτά.
Αυτό άλλωστε αποτυπώνουν και οι «αντιφάσεις» που εντοπίζουν και μια σειρά από αστικά επιτελεία στην πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, όταν για παράδειγμα σχολιάζουν ότι η αύξηση των δασμών μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο πληθωρισμό και αυτός με τη σειρά του σε πιο αργή αποκλιμάκωση των επιτοκίων, επιβαρύνοντας έτσι τις επιχειρήσεις με μεγαλύτερο κόστος δανεισμού αλλά και με το ενδεχόμενο μείωσης της κατανάλωσης.
Αλλωστε και οι όποιες προσαρμογές στην οικονομική πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης γίνονται με φόντο τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα με την Κίνα. Αυτό το στοιχείο «διαπερνά» οριζόντια και κάθετα και καθορίζει και όλες τις επιλογές που γίνονται αυτό το διάστημα, και γι' αυτό δεν έχουν βάση και οι εκτιμήσεις για μια γενικώς κι αορίστως «αλλοπρόσαλλη» πολιτική του Τραμπ.
Μέσα από αυτό το πρίσμα χρειάζεται να δει κανείς και κινήσεις όπως: