Κυριακή 9 Ιούνη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΔΙΕΘΝΗ
ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Η ώρα των «ξεχασμένων»

Διαδηλωτές καίνε την αμερικανική σημαία στο μνημείο της Βαστίλλης, στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του Αμερικανού Προέδρου στο Παρίσι

Associated Press

Διαδηλωτές καίνε την αμερικανική σημαία στο μνημείο της Βαστίλλης, στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του Αμερικανού Προέδρου στο Παρίσι
Ενα μήνα μετά τις προεδρικές εκλογές, οι Γάλλοι ψηφοφόροι καλούνται πάλι στις κάλπες για να εκλέξουν Κοινοβούλιο και κυβέρνηση. Οι 8.455 υποψήφιοι των πλέον των 30 πολιτικών σχηματισμών, που συμμετέχουν στις εκλογές, διεκδικούν τις 577 βουλευτικές έδρες, καταγράφοντας ρεκόρ στη γαλλική εκλογική ιστορία, αφού υπολογίζεται ότι, κατά μέσο όρο, 14 μονομάχοι διεκδικούν τη μία έδρα της κάθε περιφέρειας. Θεωρητικά, μόνον όσοι υποψήφιοι συγκεντρώσουν το 50% των ψήφων προκρίνονται στο 2ο γύρο, την επόμενη Κυριακή, ενώ το κατώτερο ποσοστό που μπορεί να συγκεντρώσει ένας υποψήφιος, προκειμένου να διατηρήσει ελπίδα πρόκρισης, είναι το 12,5%.

Το κλίμα, λίγες βδομάδες μετά τον πολιτικό σεισμό της πρόκρισης του ακροδεξιού ηγέτη του Εθνικού Μετώπου στο 2ο γύρο της αναμέτρησης για το Προεδρικό Μέγαρο, είναι μάλλον υποτονικό και με πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη προεκλογική εκστρατεία των προεδρικών. Ενώ την επομένη εκείνου του γύρου, το 83% των Γάλλων δήλωνε ότι ενδιαφέρεται πολύ για την εκλογική μάχη των βουλευτικών, στα μέσα Μάη, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 56%. Η πτώση δεν είναι τυχαία. Αντίθετα, το εκλογικό σώμα μοιάζει μετά την αντι-λεπενική έξαρση να επανήλθε στην πολιτική πραγματικότητα, την οποία συνέκρινε με την καθημερινότητά του: Το αποτέλεσμα προκύπτει πάντα απογοητευτικό.

Ενδεικτικά, μπορούν να αναφερθούν τα συμπεράσματα μιας δημοσκόπησης του Ινστιτούτου Louis - Harris, που δημοσίευσε, στις αρχές της εβδομάδας, η εφημερίδα Liberation: Το 50% θεωρεί ότι δεν αντιλήφθηκε ο πολιτικός κόσμος ορθά το μήνυμα των προεδρικών. Τα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικότερα, όταν το ερώτημα συγκεκριμενοποιείται στους πολιτικούς χώρους: Μόνον το 35% θεωρεί ότι η κοινοβουλευτική Αριστερά έλαβε το μήνυμα των προεδρικών, ενώ το 54% θεωρεί το ακριβώς αντίθετο.

Τα ποσοστά είναι κάπως καλύτερα για την κοινοβουλευτική Δεξιά, για την οποία το 49% εκτιμά ότι έλαβε το μήνυμα. Τα αποτελέσματα αυτά μεταφράζονται και σε προβλέψεις για την πρόθεση ψήφου, με τις πλέον πρόσφατες δημοσκοπήσεις να εκτιμούν ότι η Δεξιά θα εξασφαλίσει το 40% των ψήφων (340 - 400 έδρες), η «Ενωμένη Αριστερά» 35 - 38% των ψήφων (150 - 210 έδρες), η ακροδεξιά περίπου 15% (0 - 4 έδρες), η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά 3 - 4% και τα ανεξάρτητα περιβαλλοντικά κόμματα 3 - 5%.

«Επέλαση» του Σιράκ

Περισσότερο εντός κλίματος, μοιάζει να είναι η Δεξιά. Ο Ζακ Σιράκ, μετά τη σαρωτική επικράτησή του, αξιοποίησε τα μέγιστα την κατάσταση και περιθωριοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το επιχείρημα των πρώην συγκυβερνώντων ότι «η ψήφος στο πρόσωπό του δεν αποτελεί έγκριση της πολιτικής του». Δεν ανταπέδωσε τις «φιλοφρονήσεις», ούτε αποδέχτηκε να υπάρξει κοινός υποψήφιος σε περιφέρειες όπου το Εθνικό Μέτωπο εμφανίζει εντυπωσιακή άνοδο.

Αντίθετα, προχώρησε στην ίδρυση της «Ενωσης για την Προεδρική Πλειοψηφία» -UMP - όπου ενώνουν τις δυνάμεις τους η γκωλική Συμμαχία για τη Δημοκρατία (RPR) και η Φιλελεύθερη Δημοκρατία (DL) του Αλέν Μαντελέν, υποστηρίζοντας ότι η αναγκαστική «συγκατοίκηση» με την κυβέρνηση συνασπισμού υπό το Σοσιαλιστικό Κόμμα ευθύνεται για την απραξία και τονίζοντας ότι δε θα πρέπει να επαναληφθεί το λάθος. Επίσης, κατάφερε να διασπάσει, ουσιαστικά, την Ενωση για τη Γαλλική Δημοκρατία (UDF) του Φρανσουά Μπαϊρού, καθώς ο ίδιος δεν προσχώρησε στην UMP, αλλά από τους 67 βουλευτές του, μόλις οι 12 συντάχθηκαν μαζί του. Οι υπόλοιποι προτίμησαν να διασφαλίσουν τις έδρες τους.

Ο «άσος» του Ζακ Σιράκ, όπως εκτιμούν αναλυτές, είναι ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός που διόρισε, ο Ζαν Πιερ Ραφαρέν. Μια προσωπικότητα, που δεν έχει φθαρεί πολιτικά, έχει, όμως, καταφέρει να διαμορφώσει το προφίλ του «καλού συνομιλητή», του «ρεαλιστή». Ο Ραφαρέν, που θεωρείται ένα από τα πλέον πειθήνια όργανα του Σιράκ, φροντίζει να ενισχύει την εικόνα. Μέσα στον ένα μήνα της παραμονής του στο Μέγαρο Ματινιόν, κέρδισε σωρεία φιλοφρονήσεων από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που τον επισκέφθηκαν και διατύπωσε το τρίπτυχο των θέσεών του: Ξέρουμε τι θέλουμε, το διατυπώνουμε ξεκάθαρα, το υπερασπιζόμαστε.

Παραπαίει η «Ενωμένη Αριστερά»

Σ' αυτό το απλοϊκό τρίπτυχο φαίνεται ότι πάσχει η απερχόμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση. Μετά την «αντι-λεπενική» ένωση, οι πρώην συγκυβερνώντες αντάλλαξαν κατηγορίες για το ποιος ευθύνεται για τη συντριβή των προεδρικών εκλογών που οδήγησε στην αποχώρηση από την πολιτική του Λιονέλ Ζοσπέν (ο οποίος δεν έχει κάνει ούτε μία δήλωση, ενόψει βουλευτικών) και το απογοητευτικό 3,3% του υποψηφίου του ΚΚ Γαλλίας, Ρομπέρ Υ, ποσοστό που οδήγησε στη διακοπή της κρατικής επιχορήγησης προς το κόμμα και άνοιξε έναν κύκλο «προσφορών» για τη διάσωσή του, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν αυτές του ηθοποιού Ζεράρ Ντεπαρντιέ, αλλά και του ηγέτη του UDF Φρανσουά Μπαϊρού. Η σοβαρή «αυτοκριτική» έχει παραπεμφθεί για μετά τις βουλευτικές.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΚΚ Γαλλίας, οι Πράσινοι και το Κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (PRG) ανακοίνωσαν τη συνεργασία τους σε ορισμένες (67) περιφέρειες: Στις 39 υποψήφιος των Σοσιαλιστών, στις 13 του ΚΚΓ, στις 11 Πράσινος και στις 4 του PRG. Ενώ γινόταν προσπάθεια να καλλιεργηθεί μια επίφαση ενότητας έστω απέναντι στην ακροδεξιά και ο ΓΓ των Σοσιαλιστών Φρανσουά Ολάντ αντάλλαζε φιλοφρονήσεις με τον Ρομπέρ Υ, τον οποίο έσπευσε να στηρίξει στην εκλογική του περιφέρεια, η εθνική γραμματέας του ΚΚΓ εξαπέλυε επίθεση στον Ολάντ, επειδή αυτοχρίσθηκε πρωθυπουργός σε περίπτωση νίκης, κατηγορώντας τον ότι δεν ασχολείται με τα σοβαρά προβλήματα.

Το σίγουρο είναι ότι το εκλογικό σώμα είναι εξαιρετικά απογοητευμένο από τους πρώην συγκυβερνώντες. Στη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Louis Harris, το 44% των Γάλλων δε βρίσκει καμία σημαντική διαφορά ανάμεσα στο πρόγραμμα της «Ενωμένης Αριστεράς» και σ' αυτό της «Ενωσης για την Προεδρική Πλειοψηφία», όπως πριν τις προεδρικές το 62% δεν έβρισκε διαφορά ανάμεσα στους Σιράκ - Ζοσπέν. Ελλείψει, λοιπόν, συγκεκριμένων προτάσεων, αίφνης στο προσκήνιο ανασύρθηκαν τα εργασιακά: Μισθοί, συνθήκες εργασίας, εργασιακή ανασφάλεια και ελαστικά ωράρια.

Οπως σχολιάζει η Monde, δεν κατατέθηκαν προτάσεις (με εξαίρεση, ίσως, την «έκλαμψη» Ολάντ για αύξηση 5% στον κατώτερο μισθό), αλλά, απλώς, το θέμα αξιοποιήθηκε ως δούρειος ίππος κατά της ενωμένης Δεξιάς μέσα από τη γνωστή επιχειρηματολογία: «Αν, εκτός από την Προεδρία, ελέγχει και το Κοινοβούλιο, θα καταργηθούν οι εργασιακές κατακτήσεις, θα πληγούν τα εργασιακά δικαιώματα» κ.ο.κ. Μάλιστα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δε δίστασε να αρχίσει να υπερασπίζεται ως πεμπτουσία της δημοκρατίας την κυβερνητική «συγκατοίκηση», που μόλις πριν από ένα μήνα κατηγορούσε ως αιτία της αδυναμίας κινήσεων του τότε πρωθυπουργού Ζοσπέν.

Η δύσκολη ώρα της κεντροαριστεράς

«Ασχοληθείτε με τους ξεχασμένους Γάλλους», ωρύονταν οι εφημερίδες που στηρίζουν την «Ενωμένη Αριστερά» (Liberation - Humanite), με αρωγό την «υπεράνω όλων» Monde. «15 εκατομμύρια Γάλλοι είναι χαμηλόμισθοι εργάτες, υπάλληλοι, ημι-άνεργοι, πού υπάρχουν αυτοί στις προτάσεις σας;», αναρωτιούνταν ευλόγως, με την Monde να δημοσιεύει δημοσκόπηση της Sofres, όπου το 28% των Γάλλων εμφανίζεται να συμφωνεί με τις απόψεις Λεπέν (έναντι του 17% το 2000 και του 11% το 1999) και μόνον το 49% εμφανίζεται εντελώς αντίθετο (έναντι 63% το 2000).

Η Monde κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι ακόμη και αν αυτή η «συμπάθεια» δε μεταφραστεί σε ψήφους, το «κακό» έχει συμβεί: Υπάρχει λεπενοποίηση της κοινωνικής συνείδησης. Το πιο σημαντικό, όμως, στοιχείο της συγκεκριμένης δημοσκόπησης είναι ότι οι συμμετέχοντες συμφωνούν με τις θέσεις του Λεπέν για την καταπολέμηση της ανεργίας, της εγκληματικότητας, της ανασφάλειας, αλλά όχι με το ξενοφοβικό του μήνυμα. Ετσι, μόνον το 23% τάσσεται υπέρ της πρόκρισης των Γάλλων έναντι των μεταναστών στις προσλήψεις (έναντι του 41% το 1991!), ενώ η πλειοψηφία ζητά βελτίωση των συνθηκών για όλους τους εργαζομένους, ασχέτως εθνικότητας, και τάσσεται κατά της παγκοσμιοποίησης, και όχι υπέρ του γαλλικού εθνικισμού, επειδή έχει βιώσει τις συνέπειές της στο πετσί του.

«Η κεντροαριστερά εφάρμοσε φιλελεύθερη πολιτική και εγκατέλειψε πλήρως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στην εργασιακή ανασφάλεια, στην ανεργία, στην εγκληματικότητα, στην υποβάθμιση της ζωής τους», υποστηρίζουν οι κοινωνιολόγοι Στεφάν Μπο και Μισέλ Πιαλού, χαρακτηρίζοντας φυσικό επακόλουθο τη διαμόρφωση της αντίληψης ότι δεν υπάρχει διαφορά στις θέσεις της κεντροαριστεράς και της Δεξιάς. «Δεν υπάρχει κάποια νεοναζιστική ή φασιστική σκιά πάνω από τη Γαλλία», εκτιμούσε ο Ντομινίκ Βιντάλ, υποδιευθυντής της Monde Diplomatique, αναφερόμενος στα πολυχρησιμοποιημένα επιχειρήματα κατά του Λεπέν.

«Υπάρχει απελπισία και απόγνωση στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που υπέστησαν τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, που εξωθούνται στο περιθώριο, που είναι εγκαταλειμμένοι από τις πολιτικές δυνάμεις της εξουσίας και που βρίσκουν παρηγοριά στη λαϊκιστική ακροδεξιά του Λεπέν. Δε χρειάζεται αντιφασιστική εγρήγορση, εκτιμούσε ο Βιντάλ. Ριζική ανατροπή της υπάρχουσας πολιτικής χρειάζεται».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ