Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ξαναπηγαίνει στην Ασία;
Associated Press |
Τόσο στο εσωτερικό του Πακιστάν και της Ινδίας, όσο και στη μεταξύ τους πάντοτε τεταμένη σχέση, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» συνεχίζει να προκαλεί απρόβλεπτες εξελίξεις. Η ροή των πληροφοριών σχετικά με τη «βοήθεια» που φέρεται να παρέσχε το Πακιστάν στη ΛΔ Κορέας, η δραματική αύξηση της ισχύος των Ισλαμιστών στις πρόσφατες εκλογές και το ενδεχόμενο ακόμη και να συμμετέχουν σε κυβέρνηση συνασπισμού, η συνεχιζόμενη δράση ακραίων στοιχείων, όπως οι αλλοτινές αγαπημένες των μυστικών υπηρεσιών οργανώσεις Τζάις ε Μοχάμαντ και Λασκάρ ε Τάιμπα, και μάλιστα κατά δυτικών στόχων, όπως και η απροθυμία/ αδυναμία του δικτάτορα στρατηγού Μουσάραφ να κάμψει τις γραμμές τροφοδοσίας του αυτονομιστικού κινήματος του Κασμίρ που διαπλέκονται, αν δε συνταυτίζονται, με την «τρομοκρατία» στη χώρα του, πολώνει για άλλη μια φορά τη σχέση Πακιστάν - ΗΠΑ.
Associated Press |
Η κατάσταση μοιάζει να οδεύει προς ολοκληρωτικό εμφύλιο στο πάμπτωχο Νεπάλ, το έθνος των 24 εκατομμυρίων ψυχών, που η θέση του, ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία, το καθιστά εξαιρετικά σημαντικό από γεωπολιτικής πλευράς. Τον τελευταίο καιρό οι εξελίξεις είναι ραγδαίες: ο μονάρχης Γκιανέντρα, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο μετά την ανεπίλυτη ακόμη σφαγή του αδελφού του και της βασιλικής οικογένειας, καθαίρεσε αυτό το μήνα τον πρωθυπουργό Ντεούμπα και την κυβέρνησή του για «ανικανότητα», αντικαθιστώντας τον με μια προσωρινή κυβέρνηση, υπό τον Λοκέντρα Μπαχαντούρ Τσαντ, ανέβαλε τις εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για το Νοέμβρη, επανέβαλε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και διέταξε «επίθεση κατά των ανταρτών» του ΚΚ Νεπάλ (Μαοϊκού), το οποίο έχει αρχίσει εξέγερση από το 1996. Ο πόλεμος έκτοτε έχει κοστίσει κάπου 6.000 νεκρούς, με το ΚΚ Νεπάλ (Μ) να κερδίζει σταδιακά έδαφος, ειδικά στα δυτικά, παρά το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αποσπάσει από τις ΗΠΑ οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, ύψους αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Η κυβέρνηση στη χώρα αυτή, που δεν έχει εμπεδώσει καν αστική δημοκρατία (η μοναρχία έπαψε να είναι απόλυτη μόλις το 1990) ταυτίζει την ένοπλη εξέγερση με την «τρομοκρατία» και με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να ελκύσει αμερικανική υποστήριξη.
Οπως το βλέπει η αμερικανική πλευρά, η επικράτηση των μαοϊκών του Πούσπα Καμάλ Νταχάλ ή Πρατσάντα (το nom du guerre του, που σημαίνει «Ο θυμωμένος»), όπως είναι πιο γνωστός, θ' αποτελούσε «δυνητικώς επικίνδυνη εξέλιξη για ολόκληρη την περιοχή». Τα αιτήματα του ΚΚΝ(Μ) σε πρώτη φάση επικεντρώνονται στην πλήρη κατάργηση της μοναρχίας, της φεουδαλικής διάρθρωσης της οικονομίας, τη διοργάνωση εκλογών κ.λπ., «αστικοδημοκρατικά» αιτήματα, που κατά τον Πρατσάντα αποτελούν «το πρώτο βήμα σε μια πορεία προς το σοσιαλισμό». Ο βρετανικός Γκάρντιαν πρόσφατα εκτιμούσε ότι οι μαοϊκοί «πλησιάζουν πολύ στη νίκη». Παρά την έκκληση του Τσαντ για έναρξη διαλόγου, οι ενδείξεις, γράφει ο δημοσιογράφος Μπέρτιλ Λίντνερ στο Φαρ Ιστερν Εκονόμικ Ριβιού [24 Οκτ.], συντείνουν στο ότι οι αντάρτικες δυνάμεις όχι μόνο δεν «υφίστανται πλήγματα», αλλά αντίθετα ετοιμάζονται για γενικευμένη επίθεση. Από το Σεπτέμβρη έως σήμερα έχουν σκοτώσει πάνω από 300 μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, που από την πλευρά τους ισχυρίζονται ότι έχουν σκοτώσει επίσης εκατοντάδες - 21 αυτήν την βδομάδα. Η αναβολή των εκλογών μοιάζει μάλλον με ακύρωσή τους, η αντιπολίτευση, το ΚΚ Νεπάλ - Ηνωμένο Μαρξιστικό Λενινιστικό όπως και το Κογκρέσο δηλώνει ότι θέλει εκεχειρία και δε θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», που πρότεινε ο μοναρχικός Τσαντ κι η κατάσταση μοιάζει να οδηγείται εκ των πραγμάτων στην κορύφωση του εμφυλίου, με την ενεργότερη αμερικανική παρέμβαση περίπου βέβαιη στην πορεία. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι σκότωσε 2.850 μαοϊκούς αντάρτες σ' ένα χρόνο, ωστόσο ο Κανάκ Μάνι Ντίξιτ, αρχισυντάκτης του Χιμάλ, ενός μηνιαίου περιοδικού, σημειώνει ότι ουδείς γνωρίζει πόσοι ήταν στην πραγματικότητα αθώοι πολίτες. Ο διευθυντής του Κέντρου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας του Νεπάλ, Μοχάν Μαϊνάλι, το θέτει λιγότερο κομψά: «Ο στρατός πρώτα πυροβολεί και μετά κάνει ερωτήσεις». Για τον ΥπΕξ των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ, πάντως, το θέμα είναι η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας»: όπως είπε τον Ιανουάριο, «πολεμάτε μια μαοϊκή εξέγερση που θέλει να ανατρέψει την κυβέρνηση και το ίδιο πολεμάμε κι εμείς, σ' όλο τον κόσμο». Σε περίπτωση νίκης των Μαοϊκών, οι ΗΠΑ από κοινού με την εθνικιστική κυβέρνηση της Ινδίας (που αντιμετωπίζει εξεγέρσεις μαοϊκών και στο δικό της έδαφος, ειδικά τη Δυτική Βεγγάλη) ίσως μπουν στον πειρασμό να εισβάλουν...
Ο στρατός των ΗΠΑ ήδη έχει εγκατασταθεί, διαμέσου του προσχήματος των «ασκήσεων», στις Φιλιππίνες, με στόχο την εξόντωση της Αμπού Σαγιάφ, που το καλοκαίρι η κυβέρνηση (αναδειχθείσα μέσω της ανατροπής του εκλεγμένου Τζόζεφ Εστράντα μέσω μιας λαϊκής εξέγερσης που έμελλε να βάλει στην εξουσία την αγαπημένη του ΔΝΤ και των αμερικανών Πρόεδρο Γκλόρια Αρόγιο) δήλωνε ότι «εξουδετερώθηκε», για να αναθεωρήσει την άποψή της ελάχιστες εβδομάδες αργότερα. Πέρα όμως από την ούτως ή άλλως περιορισμένων δυνατοτήτων οργάνωση Αμπού Σαγιάφ, η κυβέρνηση της Αρόγιο έθεσε την πολύ μεγαλύτερη μουσουλμανική οργάνωση MILF και, το κυριότερο, το Νέο Λαϊκό Στρατό του ΚΚ Φιλιππίνων (Μαοϊκού), μια δύναμη 11.000-15.000 ανδρών που θεωρείται εξαιρετικά ισχυρή, στο στόχαστρο. Ηταν ένας γάμος κοινού συμφέροντος. Η θέση του ΚΚΦ(Μ) στη λίστα των «τρομοκρατικών οργανώσεων» που καταρτίζει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σηματοδοτεί, αναμφίβολα, την ύπαρξη της τέλειας αφορμής, για να καταστούν εκ νέου οι Φιλιππίνες κι ειδικά το νότιο τμήμα τους, το Μιντανάο με το πάμπλουτο υπέδαφος, ένα πεδίο κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων, μόλις υπάρξει αφορμή. Ο Τζον Γκέρσμαν, αρθρογράφος του Φόρεϊν Αφέαρς, έγραψε χαρακτηριστικά στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού ότι «κάτι περισσότερο από μια δεκαετία αφού η Γερουσία των Φιλιππίνων αρνήθηκε να ανανεώσει την άδεια ύπαρξης αμερικανικών βάσεων στη χώρα, οι αμερικανικές δυνάμεις επιστρέφουν εκεί... πράγματι, οι Φιλιππίνες δεν είχαν τόσο εξέχουσα θέση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».
Κι εδώ η αμερικανική πολιτική ηγεσία προτιμά να «συγχέει» μια οργάνωση το λιγότερο ύποπτη, η οποία στο παρελθόν είχε «προσληφθεί» από την κυβέρνηση, για να πολεμήσει τους κομμουνιστές (ναι, αυτός ήταν ο ρόλος της Αμπού Σαγιάφ πριν αρχίσει άλλες «επαναστατικές» δραστηριότητες, όπως οι απαγωγές για λύτρα...) με κινήματα που μάχονται για την απόσχιση/ αυτονομία των αλλοτινών μουσουλμανικών σουλτανάτων με το μαοϊκό κομμουνιστικό κόμμα, βάζοντάς τα όλα στο τσουβάλι της «τρομοκρατίας», για να χρησιμοποιήσει, έτσι, τον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμό της ως πρόσχημα πολύμορφων παρεμβάσεων. Προς το παρόν, πάντως, η ακολουθούμενη γραμμή της αμερικανικής κυβερνώσας ελίτ, όπως εκφράζεται από τον Ντόναλντ Ράμσφελντ στο υπουργείο Αμυνας, μοιάζει να μην «προτιμά» μια επέμβαση α λα Αφγανιστάν, αφού η κυβέρνηση της Αρόγιο βλέπει τη λαϊκή οργή να μεγεθύνεται. Ωστόσο, η Μανίλα προωθεί μέτρα περιστολής εργασιακών και προσωπικών ελευθεριών, ενώ χυδαία χρησιμοποιεί την τελευταία σειρά βομβιστικών επιθέσεων με κάπου 15 νεκρούς στο νότο και στη μητρόπολη ως «δικαίωση» των πολιτικών της επιλογών.
Στο χάρτη της ΝΑ Ασίας υπάρχουν ασφαλώς κι άλλοι «στόχοι», κι άλλα πιθανά «μέτωπα» του διαρκούς πολέμου που μοιάζει να έχει κατά νου η Ουάσινγκτον. Ενός πολέμου ο οποίος αφορά, όπως πάντοτε, περισσότερο γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα από ό,τι ένοπλες οργανώσεις. Πέρα από τα πετρέλαια της Κεντρασίας που θέλουν ως βραβείο οι πολυεθνικές μετά τον πόλεμο του Αφγανιστάν, ένας ακόμη κρυφός στόχος των ΗΠΑ μοιάζει να είναι και η «αποτροπή» της αύξησης της κινεζικής επιρροής, γεγονός που ενδεχομένως ρίχνει περισσότερο φως στη σειρά των αμερικανικών κινήσεων. Η «αποτροπή» ασφαλώς δεν αποκλείει και τις προσπάθειες «προσέγγισης» με το Πεκίνο. Οπως άλλωστε συμβούλευε ένας μαφιόζος κάποτε, «κράτα τους φίλους σου κοντά σου, και τους εχθρούς σου ακόμα πιο κοντά σου».