Κυριακή 1 Δεκέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Καθ' οδόν: Στη Λισαβόνα

Οπως κάθε πολιτεία έτσι κι η Λισαβόνα έχει τη δικιά της φυσιογνωμία. Αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή που βιάστηκε να μας δείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, σαν κοντοζυγώσαμε στο λιμάνι της.

Στημένος από ώρα στην κουπαστή του καραβιού, άφησα το βλέμμα μου να σεργιανίσει πέρα στο φλογισμένο ουρανό, για να το γυρίσω σε λίγο πάνω στα κροκάτα νερά της θάλασσας.

Συνεπαρμένος από τούτη τη ζωγραφιά, ξαφνιάστηκα σαν είδα το λαμπρό, ολοκόκκινο δίσκο του ήλιου ν' αναδύεται. Ξεμάκρυνα τη ματιά μου και την άφησα ν' αγκαλιάσει το μεγάλο άγαλμα του Χριστού. Στημένος εκεί κοντά στο αγκυροβόλιο ο Χριστός της Λισαβόνας, πελώριος, με κρεμασμένα τα χέρια του, αντίθετα μ' εκείνον του Ρίο Ντε Τζανέιρο, έμοιαζε πιο ανθρώπινος, πιο καταδεχτικός.

Κι ως το βαπόρι γλιστρούσε υπομονετικά πάνω στα ήσυχα νερά του λιμανιού για να πάει να ποδίσει, εγώ ήρεμα γυρόφερνα το μάτι μου, πασχίζοντας να ζυγιάσω το βλέμμα μου στην πελώρια κρεμαστή γέφυρα. Επιανε από τη μια άκρια της παραλίας της πόλης κι ακουμπούσε με σιγουριά στο απέναντι νησάκι, που φιλοξενούσε μόνιμα τα καλύτερα ναυπηγεία της Ευρώπης.

Η Λισαβόνα στέκει, καμαρωτή, στη βορινή όχθη του ποταμού Τάγου, χτισμένη σκαλωτά πάνω σε εφτά λόφους.

Ιστορικά

Μήτε πώς και πότε φύτρωσε η πόλη τούτη είναι γνωστό, μα μήτε κι από πού πήρε το όνομά της. Μέσα στα σκοτάδια των αιώνων έχουν χαθεί τα σημάδια. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως κάποτε τη θεμελιώσανε οι Φοίνικες. Μερικοί υποστηρίζουν ξεκινώντας από το όνομα Ουλισέα πως την ίδρυσε ο Οδυσσέας. Αλλοι πάλι λένε πως το όνομα το πήρε από τη λέξη «Ηλύσια πεδία». Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι πως η πόλη πάρθηκε στα 205 π.Χ. από τους Ρωμαίους που την είπανε «Φελισιτά Ιουλία» για να τιμήσουν τον Ιούλιο Καίσαρα. Αργότερα, όταν την καταλάβανε οι Γότθοι, την είπανε Ολισιπόνα και στα 714 μ.Χ., που την πήρανε οι Αραβες, τη βάφτισαν «Αλ-οσμπάνα».


Στα 1147 την ανέκτησε ο Αλφόνσος Ερρίκος με τη βοήθεια των σταυροφόρων. Στον ΙΓ΄ αιώνα οι Πορτογάλοι βασιλιάδες την κάνανε πρωτεύουσά τους και την είπαν Λισμπόνα.

Η πόλη γύρω στον ΙΕ΄ αιώνα πήρε πολύ τ' απάνω της, γιόμισε χρυσάφι, πλούτισε κι ανθούσε. Μα στα κατοπινά χρόνια διάφοροι σεισμοί και μια επιδημία χολέρας τής φέρανε μεγάλες συμφορές. Ιδιαίτερα στα 1755 ένας ξαφνικός σεισμός με μια μεγάλη πυρκαγιά αφάνισαν μεγάλο τμήμα της παλιάς πόλης. Και σε συνέχεια ένα παλιρροϊκό κύμα αποτέλειωσε το καταστροφικό έργο τους. Πάντως, το αραβικό τμήμα που απόμεινε εντυπωσιάζει τον επισκέπτη όπως κι η γραφικότητα της καινούριας πόλης.

Από τότε δε βρήκε ησυχία. Το 1807 την καταλάβανε οι Γάλλοι κι υστερότερα οι Εγγλέζοι. Το 1820 γίνανε πολλές ταραχές και εξεγέρσεις ώσπου στα 1910 καταργήσανε τη βασιλεία και φέρανε τη δημοκρατία. Τα πράγματα όμως λίγα χρόνια αργότερα, στα 1926, αλλάξανε όταν οι στρατιωτικοί γκρέμισαν τη δημοκρατία κι επιβάλανε τη δικτατορία. Από τότε πέρασαν πολλές δεκαετίες ώσπου κάποια μέρα μια επανάσταση ξανάφερε τη δημοκρατία.

Τα μουσεία

Σαν ξεβγήκαμε από το βαπόρι, κινήσαμε με τα πούλμαν για την προγραμματισμένη περιήγηση. Στη διαδρομή πρωτοσυναντήσαμε στ' αριστερά μας το παλιό χτίριο του ηλεκτρισμού που τώρα είναι «Μουσείο Ενέργειας». Λίγο πιο κάτω στα δεξιά μας βρήκαμε το «Ναυτικό Μουσείο» και πιο κει, αριστερά, τον «Πύργο Μπελ-Ελέν».

Η Λισαβόνα έχει κι άλλα πολλά μουσεία, όπως είναι το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, το Λαογραφικό, το Εθνολογικό. Ακόμα έχει κι έναν Ζωολογικό Κήπο, καθώς και μερικά ακόμα ενδιαφέροντα χτίρια, πλατείες και κήπους.

Πήραμε το δρόμο για το χωριό Σίντρα. Στη διαδρομή βλέπαμε στα δεξιά μας μικρές μονοκατοικίες και στ' αριστερά λιβαδοτόπια και σκόρπια γελάδια να βόσκουν αμέριμνα.

Στην ειδυλλιακή και πανέμορφη Σίντρα

Το χωριό Σίντρα, μικρό μα γραφικό
Το χωριό Σίντρα, μικρό μα γραφικό
Το χωριό Σίντρα, μικρό μα γραφικό, μας πρόσμενε μελαγχολικό και δακρυσμένο. Πάντως, η συννεφιά του και το ψιλοβρόχι, που του δίνανε και κάποια ιδιαίτερη σαγήνη, δε μας εμπόδισαν να το ψαχουλέψουμε, γυρίζοντας μέσα στα ανηφορικά στεναδάκια του. Παλιό θέρετρο των βασιλιάδων και των ζωγράφων της ρομαντικής εποχής το χωριό Σίντρα, στημένο αμφιθεατρικά στα ριζά ενός κατάφυτου λόφου, σήμερα έχει να επιδείξει στον επισκέπτη παλάτια του ΙΕ΄ αιώνα κι άλλα χτίσματα σε παραδοσιακό ρυθμό. Μερικά από αυτά τα έχουν κάνει εστιατόρια και μπαρ.

Οταν κανείς βρίσκεται ανάμεσα σ' απομεινάρια περασμένων χρόνων, νιώθει να γεύεται τη διάχυτη γλυκύτητά τους. Οι φιγούρες των παλιοκαιρίτικων σπιτιών, τα στενά λιθόστρωτα δρομάκια, τα κρεμασμένα ιδιόμορφα φαναράκια, μικροπλατείες με σιντριβάνια και φοντάνες, σου φέρνουν στα χείλη τη γεύση της απλής, γλυκιάς και ρομαντικής ζωής περασμένων εποχών.

Αυτό, ακριβώς, έπαθα κι εγώ καθώς έφερνα γυροβολιά στο χωριό και τριγυρνούσα στα ανηφορικά γλιστερά στεναδάκια του κι άγγιζα με το νου και με το μάτι τα παλατάκια του και τις κατοικίες των ρομαντικών ζωγράφων κι ερωτιάρηδων παικτών που έρχονταν εδώ να παραθερίσουν.

Ρουφούσα το δροσερό αγεράκι που κατέβαινε απ' τον καταπράσινο λόφο κι ένιωθα μέσα μου να αναδίνει μελωμένη η αλλοτινή ζωή του χωριού. Ζούσα κάτω απ' την ηδονική σκιά του παρελθόντος, καθώς τούτο ξέβγαινε απ' τις παλιές πατημασιές και το χαιρόμουν. Είχα αποξεχαστεί, με την ψυχή μαγεμένη, απ' το πισωγύρισμα του χρόνου και δε θα ξέκοβα αν η φωνή του ξεναγού δε μας θύμιζε πως είναι ώρα να φύγουμε.


Αφήνοντας τη Σίντρα ακολουθήσαμε ένα ειδυλλιακό δρόμο που μας έβγαλε στο χωριό Kolares κι από κει στο ακρωτήρι Ρόκας (Rokas), που βρίσκεται στο δυτικότερο άκρο της Ευρώπης. Ενας μεγάλος φάρος στημένος εκεί μηνάει στους θαλασσοπόρους να είναι προσεχτικοί.

Σαν απολαύσαμε τη θέα «τ' άμετρου ουρανού» αρχίσαμε να κυλάμε πλάι πλάι στην ακτή του Ατλαντικού.

Σε τούτη την περιοχή το κλίμα κι οι δυνατοί αγέρηδες δεν αφήνουν τα πεύκα ν' αψηλώσουν, τα κρατάνε νάνους.

Στη διαδρομή μέχρι το λιμάνι της Λισαβόνας ανταμώσαμε το γνωστό ψαροχώρι και στη συνέχεια την πόλη Ρίλε (Rile), γιομάτη ξενοδοχεία-μεγαθήρια και βίλες.

Επέστρεφε...

Κυριακή πρωί, ώρα δέκα. Η κρουαζιέρα παίρνει τέλος. Μέχρι να νυχτώσει είχα πολύ χρόνο μπροστά μου. Για να περάσω την ώρα μου πήγα και κούρνιασα στην πρύμνη. Κοιτάζω το αφρισμένο νεραυλάκι που αφήνει πίσω του το καράβι και πολεμάω να βάλω το μυαλό μου σε κίνηση, μα κείνο στέκει αποκοιμισμένο. Μήτε μια σκέψη δεν κατεβάζει ο νους μου. Είχα πέσει σε μια νωχελική αποχαύνωση. Πάντα έτσι είναι η επιστροφή. Χορτασμένο το μάτι από κείνα που είδε κι άκουσε και φορτωμένος ο νους με εντυπώσεις και καταγραφές αποζητάει να καταλαγιάσει, να ραχατέψει. Γιομίζουν τα πνεμόνια μου καθάριο πελαγίσιο αγέρα. Η ανάσα μου γίνεται γοργότερη, η καρδιά μου φτεροπετάει κι η ψυχή μου ποθεί το «γυρισμό στην Ιθάκη».


Σταύρος ΚΑΛΦΙΩΤΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ