Εσένα πρέπ' αφέντη μου ντουρβάς με δεκανίκι, / να σε τραβούνε τα σκυλιά και πέντε, δέκα λύκοι. / Και σε κυρά η ομορφιά γρήγορα να σ' αφήσει, / ο άντρας σου να σε ιδεί και να μη σε γνωρίσει. / Την κόρη σου την όμορφη βάλτηνε στο ζεμπίλι / και κρέμασέ την αψηλά να μην τη φαν οι ψύλλοι. / Από χρόνους σας πολλούς, μ' ένα τάσι ποντικούς!
***
Βάλε τ' αφέντη μ' βάλε το το χέρι σου στην τζέπη / αν εύρεις γρόσια δος μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι. / Βάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλικάρια.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά / ψιλή μου δεντρολιβανιά. / Το καλαμάρι έγραφε
και το χαρτί ομίλει / άσπρε μου χρυσέ μου ήλι(ε).
- Βασίλη πόθεν έρχεσαι / και πόθεν κατεβαίνεις / και δε μας απαντηχαίνεις.
- Από τη μάνα μ' έρχομαι / πώς δε σας καταδέχομαι (και γω σας καταδέχομαι) / και στο σχολειό μου πάω / δε μου λέτε τι να κάνω.
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις / κάτσε τον πόνο σου να πεις / κάτσε τον πόνο σου να πεις / κάτσε να τραγουδήσεις.
Αϊ - Βασίλης έρχεται από την Καισαρίτσα / σέρνει μουλάρια δώδεκα βουρδόνια δεκατρία / σέρνει και μια χρυσόμουλα με τη χρυσή τη σέλα.
- Βασίλη μ' πούθε έρχεσαι, Βασίλη μ' πού πηγαίνεις;
- Από τη μάνα μ' έρχομαι στο δάσκαλο πηγαίνω.
- Αν έμαθες τα γράμματα, πες μου την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα. / Και το ραβδί 'τάνε ξερό, χλωρό βλαστάρ' απόλκε, / απάνω στα βλαστάρια του περδίκια φωλιασμένα / και κάτω στη ριζίτσα του βρύση μαλαματένια. / Παίρνουν στη μύτη τους νερό και στα φτερά τους χιόνι / και βρέχουν τον αφέντη τους, βρέχουν και την κυρά τους / και πάλι ξαναβρέχονται και βρέχουν όλον τον κόσμο.
Μ' αλήθεια όντεν απλώνευγα, και ο Χριστός επέρνα / κι εκεί που στάθηκε ο Χριστός χρουσό δεντρόν εβγήκε. / Κι απάνω η κορφίτσαν του χρουσή κι ολόχρουσ' είναι / και κάτω η ριχίντσαν του όλο κ' ολάργυρ' είναι. / Κι απάνω στην κορφίτσαν του, πέρδικα κακαρίζει / κακάριζε κακάριζε κι αν κηλαϊδείς κηλάδει, / κ' εγώ θα χτίσω εκκλησιά, με δεκαοχτώ καμάρες / κάθε καμάρα το κερί, και κάθε δυο λαμπάδα / και κάθε τρεις και τέσσερες, ώρια πανώρια βρύση. / Κι όσοι διαβάτες κι α διαβούν, περάτες και περάσουν / να πίνουν το κριγιό νερό, τον Κύριο να δοξάζουν. / Οσ' άστρ' είντε στον ουρανό και φύλλα εις τα δέντρα / τόσα ψιλά ποκάμισα να καταλήσ' ο αφέντης. / Θωρείς εκείνην την κορφήν, την άλλη την παρέκει; / Εκεί κοιματ' αφέντης μας, μαζί με την κεράν του. / Και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει να μας τον εξυπνήσει;
- Βάλε πανιέρι κάστανα, πανιέρι μοσχοκάρυα / κ' ενώ θα μπω κι εγώ θα βγω να σας τον εξυπνήσω. / Ξύπνησ' αφέντη ξύπνησε να φάμε και να πιούμε, / να φας από λαγού μερί κι απ' αγριμιού τη μέση. / Μα 'παμε δα τ' αφέντη μας κι ας πούμε τση κεράς μας. / Κερά μαργαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα / και κρουσταλλένια του Μαϊού και πάχνη που τα χιόνια / απού τον έχεις τον υγιό, / λευκοκανακάρη. / Λούεις τον και χτενίζεις τουν κ' εις το σχολειό τον πέμπεις. / Κι ο δάσκαλος τον έβαλε να του καλαναρχίσει / και ξέπεσέν του το κερί, κ' έκαψε το χαρτίν του / κ' έκαψε και την κάρτσαν του την πολυξομπλιασμένη / οπού την εξομπλιάζανε οι τρεις βασιλιοπούλες. / Πού βαν' η μια τον πόθο τση κ' η γ' άλλη τη δουλιεάν τση / κ' η τρίτη η καλύτερη, βάνει την ομορφιάν τση. / Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ' ένα χρουσό βεργιάλι / και η κερά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι. / Παίρνει τον παραπόνεση το φόρος φόρος πάει / κ' οι γι' άρχοντες του λέγανε - μωρέ μαγκλαβισμένε. / Είπαμε δα και τση κυράς, ας πούμε και τση βάγιας. / Αψε βαγίτσα το κερί και βάγια το λυχνάρι / για ιδέ και για στηνρήξηξε ίντα θα μας εδώσεις. / Απάκι γη λουκάνικο γη από μερό κομμάτι / κ' απού τη μαύρην όρνιθα κιανέναν αυγουλάκι, / κι απού το κασελάκι σου κιανέναν τσικινάκι / κι απού το κρασοπίθαρο, κιαμιάν κουπιά κρασάκι, / κι απού το λαδοπίθαρο έναν κάρτο λαδάκι. / Μ' ακόμη δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν' ανοίξεις / να μας εδώσεις τίβοτσι κ' ύστερα να σφαλίξεις; / Κι αν είναι με το θέλημα, χρουσή μου περιστέρα / άνοιξε το πορτέλο σου να πούμε καλησπέρα. / Κ' επά που καλαντήσαμε καλά μας επλερώσα / καλά νάνιε τα έχειν των και τ' αποδόματά των. / Κι αν έχουν θηλυκό παιδί καλή μοίρα να κάμει / πάκι κι αν είν' αρσενικό στη σέλα καβαλάρης. / Να σειέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι / να το μαζώνουν οι γι' άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια / και τα μικρ' αρχοντόπουλα, μικρά παρανυχίδια. / Τέσσερα πέντε γράμματα γράφει η γι' αλφαβήτα / όσην κι αν απομένετε έχετε καλήν νύχτα. /
Καλήν σας αρχινεμιά / τα ρίφια και τ' αρνιά σας θηλυκά / και τα κοπέλια σας αρσενικά.
Αϊ - Βασίλης έρχεται από το σταυροδρόμι / σέρνει μουλάρια δώδεκα βουρδόνια δεκαπέντε / στη μούλα τη χρυσή κάθετ' Αϊ - Βασίλης.
- Βασίλη μου, καλέ, για πες μου, πού πήγαινες;
- Από της μάνας μου έρχομαι στο δάσκαλο πηγαίνω.
- Κάτσε να φας κάτσε να πιεις κάτσε να τραγουδήσεις.
- Εγώ γραμματικός είμαι τραγούδια δεν ηξεύρω.
- Αν είσαι και γραμματικός, πες μας την αλφαβήτα.
Και το ραβδί τ' ακούμπησε να πει την αλφαβήτα / και το ραβδί 'τανε ξερό χλωρά βλαστάρια απόλκε / κι απάνω στα βλαστάρια του πουλάκια φωλιασμένα, / και κάτω στη ριζίτσα του, λιβάδια πρασινάδα, / κι απάνω στην ψηλή κορφή σταυρός μαλαματένιος.
Αγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει. / Βαστά εικίνα και χαρτί χαρτί και καλαμάρι. / Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε: / «Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι; Πού θέλεις να πηγαίνεις; / Σαν έρχεσαι απ' τη μάνα σου, πες μας ένα τραγούδι, / κι αν έρχεσαι απ' τη μάνα σου, πες μας ένα τραγούδι, / κι αν έρχεσαι απ' το δάσκαλο πες μας την αλφαβήτα». / Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα / και το ραβδί ήταν ξερό κι αμόλησε βλαστάρια, / βλαστάρια χρυσοβλάσταρα / κι απάνω στις κορφίτσες τους περδίκια φωλιασμένα. / Πετούν, χιμούν οι πέρδικες χιμούν τα περιστέρια / παίρνουν νερό στα νύχια τους και μόσκο στα φτερά τους. / Δροσίζουν τον αφέντη μας δροσίζουν την κυρά μας. / Σήκω κυρά μου κι άλλαξε, βάλε τα γιορτινά σου / βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ αστήθι / και του κοράκου το φτερό βάλ' το καμπανοφρύδι.
Αρχιμηνιά, κερά, κι αρχιχρονιά / κι αρχή καλός μας χρόνος / κι αρχή που βγήκε, κερά μου, ο Χριστός / τριώ χρονώ παιδάκι / κι όλο τον κόσμο, κερά μου, γύρισε / σαν το καλογεράκι. / Και κει που περιπάτησε χρυσή μηλίτσα βγήκε / και μες στα φύλλα, κερά μου, της μηλιάς / δυο μήλα χρυσομήλα. / Ξύπνα, αφέντη, αφέντη τσ αφεντιάς / και μη πολυκοιμάσαι / γιατί ο ύπνος, αφέντη, ο πολύς / μαραίνει και χαλά σε. / Σ' αυτό το σπίτι, κερά μου, που 'ρθαμε / τα ράφια είναι ξυλένια / του χρόνου σαν ξανάρθομε / να 'ναι μαλαματένια. / Για σφάξετε, κερά, τον πετεινό / σφάξετε και την κότα. / Δω 'μας και μας, κερά, τον κόπο μας / να πάμε σ' άλλη πόρτα. / Και εις έτης πολλά.
Εις αυτό το νέον έτος Βασιλείου εορτή / ήρθα να σας χαιρετήσω με την πρέπουσα ευχή. / Να καλησπερίσω θέλω τα αγαπημένα σας / με καλό να την ιδείτε τα ξενιτεμένα σας. / Εύχομαι λοιπόν να ζείτε πολυχρόνιοι, υγιείς / κι ο Βασίλειος, ο μέγας πάντοτε συνδρομητής. / Αλλα έτερα σας πρέπουν να ειπώ δεν ημπορώ / σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με καλό.
Αϊος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει.
- Βασίλ' απόθεν έρχεσαι κι απόθε κατεβαίνεις;
- Από τη μάνα μ' έρχομαι στο δάσκαλο πααίνω.
Πάω να μάθω γράμματα να πω την αλφαβήτα / κι η πατερίτσα ήταν ξερή, χλωρό βαλστάρ' πετάει / κι απάνου στα ξεκλώναρα περδίκια φωλιασμένα. / Δεν είν' περδίκια μοναχά, μον' ειν' και περιστέρια. / Πετάξτε σεις πουλάκια μου και σύρτε στην κυρά σας / που κοσκινάει το φλουρί και δριμονίζει τ' άσπρα. / Κέρνα τ' αφέντη μ' κέρνα τα τα λασποκοπιασμένα / να πάνε στο κρασοπουλειό να πουν καλό για σένα.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά / ψιλή μου δεντρολιβανιά / ήρθ' ο καλός ο χρόνος / εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος. / Κούμπησε στο ραβδάκι σου στο χλωρομπαστουνάκι σου / χλωρά βλαστάρια πέτα / άσπρη κόκκινη βιολέτα. / Κι απάνου στα βλαστάρια του / και στα περικοκλάδια του / πηγάδια πετροπήγαδα / κι αυλές μαρμαρωμένες / που κατεβαίν' η κέρδικα / πίνει νερό και βρέχει τη φτερούγα της / δροσίζει τον αφέντη. / Εσένα πρέπει αφέντη μου / κορόνα στο κεφάλι / να σε ξεπερετήσουνε / ούλοι, μικροί μεγάλοι. / Ας φάμε και τον κόκορα / ας φάμε και την κότα / δος μας την τρύπια σφάτζικα / να πάμε σ' άλλη πόρτα.
Ταχιά ταχιά ν' αρχιμηνιά ταχιά 'ν αρχή του χρόνου / ταχιά ν' όπου προπάτηξεν ο Κύριος στον κόσμο. / Ο πρώτος που χαιρέτηξεν ήταν ο Αϊ-Βασίλης
- Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλό ζευγάριν έχεις.
- Καλό το λες αφέντη μου καλό και βλογημένο, / οπού το 'βγόλα η χάρη σου με το δεξό του χέρι, / το μαύρο και το μελισσό που 'ναι στεφανοκέρι.
- Πευκένιο 'ναι τ' αλέτρι σου, δαφένιος ο ζυγός σου, / τ' απανωζεύλια του ζυγού βασιλικό κλωνάρι. / Πες μου να ζήσεις Βασιλειό πόσα μουζούρια σπέρνεις;
- Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε, / ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο σταύρο. / Μ' αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι / μουζούρι στάριν ήσπειρα με το πλατύ πινάκι / κι εκιά το 'νεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια.
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά και πρώτη του Γενάρη / πρώτη που βγήκεν ο Χριστός κι οι δώδεκ' Αποστόλοι / κι Αϊ - Βασίλης ορταγιά με το ραβδί στη χέρα / κι επιάσαν τα κελερικά, τα χειμαδιά, τσι ρίζες, / κι όπου μιτάτο στένεται, όπου κελάρι μπαίνει.
- Γεια και χαρά σας τσι βλογά και την ευκή ντου δίνει, / καλό μαξούλι να 'χετε και διάφορο περίσσο. / Στη στράταν όπου γύριζε μπαίνει και στο δικό σας, / βρίσκει και τον αφέντη μας, τον πρωτοκουραδάρη, / με δεκαοχτώ γραμματικούς και δώδεκα ανεγνώστες, / να του μετρούν τα έχειν του, να γράφουν τα καλά ντου. / Αϊ - Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και δεν μπαίνει / πριχού να πει τσ' αρχόντισσας τση Πόλης τα πρεπίδια / τση κόρης τα παινέματα, τση Βενετιάς τα ξόμπλια. / Βγάνει χαρτί διαβάζει το, βγάνει τ' αλφαβητάρι / κι ό,τι δε γράφει το χαρτί, 'ποσώνει τα ξεστήθου.
- Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και δε μας καταδέχεσαι / και πόθε κατεβαίνεις την καλή χρονιά μας φέρνεις;
- Από τη μάνα μου 'ρχομαι, εγώ σας καταδέχομαι / και στο σχολειό πηγαίνω την καλή χρονιά σας φέρνω.
- Κάτσε να φας κάτσε να πιεις κάτσε να τραγουδήσεις / και να μας περιχαρήσεις.
- Εγώ γράμματα μάθαινα εις το σχολειό που πήγαινα / τραγούδια δεν ηξεύρω, ούτε καν τα συντυχαίνω.
- Αφού ηξέρεις γράμματα, Ελληνικά πειράματα / πες μας την αλφαβήτα, έτσι όμορφη που ήταν. / Και το ραβδί του κούρδισε και πάνω του ακούμπησε / να πει την αλφαβήτα ως γραμματικός που ήταν.
Αγος Βασίλης περπατεί / στους κάμπους στις ραχούλες / και τραγουδούν οι πέρδικες / μαζί κι οι βοσκοπούλες.
***
Σε κάθε του περπατηξιά / αφήνει λακκουβάκι / μοσχοβολούνε γιασεμιά / στο άσπρο του γενάκι.
***
Και κελαρύζουν τα νερά / χορεύουν τα ψαράκια / κι ένα χελιδονόψαρο / του κάνει τσαλιμάκια.
***
Πέρνα αφέντη τσ' αφεντιάς / πέρνα να σε χαρούμε / τον κόσμο περιδιάβαινε / και μεις σε τραγουδούμε.
Βιβλιογραφία
Τα αποσπάσματα από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, είναι από τα βιβλία: «Το Δωδεκάμερο των Χριστουγέννων» του Κώστα Καραπατάκη (εκδόσεις Παπαδήμα). «Κάλαντα - Καλημέρα και Θρησκευτικά τραγούδια» της Μαρίας Μιχαήλ - Δέδε και «Να τα πούμε;» της Γιάννας Β. Σέργη (εκδόσεις «Φιλιππότη»).