Η έκδοση του ημερολογίου Ιερουσαλήμ περιέχει στοιχεία από το ταξίδι στην Παλαιστίνη, το ένα από τα δύο πιο σημαντικά ταξίδια για τη συγκρότηση της προσωπικότητας του Σικελιανού. Το άλλο ήταν στο Αγιο Ορος, το 1914, με τον Καζαντζάκη. Η χρονιά του ταξιδιού, Ανοιξη του 1921, είναι στιγμή κρίσιμη στην πορεία του στοχασμού και της καλλιτεχνικής ωρίμανσης του ποιητή, όπως πολύ συγκροτημένα παρουσιάζει στην Εισαγωγή της η επιμελήτρια.
Οι ημερολογιακές καταγραφές του Σικελιανού δεν είναι οι παρατηρήσεις ενός απλού ταξιδιώτη, αλλά ενός περιηγητή του «κειμενοποιημένου» και μυθοποιημένου τόπου. Χαρακτηριστικά γράφει (Κυριακή, Πάσχα, 18 Απριλίου 1921): «Χάραμα όνειρο. Λέω πως έσμιξα και πως μετάλλαξα μ' ολόκληρη τη φύση και πως τώρα πια βαδίζω προς το μέγα Πλήρωμα. (Πηγαίνω πάλι στο Ορος των Ελαιών)».
Στον πολυσέλιδο τόμο (501 σελίδες), το κείμενο του ημερολογίου καλύπτει μικρό μέρος, το μεγαλύτερο το αποτελούν τα σχόλια της επιμελήτριας. Είναι το τμήμα του ερευνητικού μόχθου και της υποδειγματικής φιλολογικής εργασίας, που κάνουν το βιβλίο μια σύνθετη συγγραφή. Τα σχόλια δεν περιορίζονται στον τυπικό υπομνηματισμό. Προχωρούν σε ερμηνευτικές συνθέσεις, που αξιοποιούν τις πληροφορίες του ημερολογίου. Εχουμε ταυτόχρονα το πρωτότυπο κείμενο του Σικελιανού, τον υπομνηματισμό του και την ανασυγκρότηση της πνευματικής του προσωπικότητας μέσα από τη σύνθεση στοιχείων της πολύμορφης δραστηριότητάς του. Η βράβευση του βιβλίου από την Ακαδημία Αθηνών, στην κατηγορία του δοκιμίου για το 2002, αποτελεί πράξη δικαιοσύνης απέναντι στην έντιμη επιστημονική εργασία, που συνεχίζει με συνέπεια και μόχθο να προσφέρει ουσιαστικό έργο πολιτισμού.
Ο Σικελιανός προίκισε τη γλώσσα μας με ένα χάρισμα: κάθε λέξη να έχει τιθασεύσει και αφομοιώσει την πολιτισμική πολλαπλότητα που χαρακτηρίζει την ιστορική μας προσωπικότητα. Για τον ερευνητή του όμως δύσκολα τιθασεύεται η βαθιά πνευματικότητα του έργου και της προσωπικότητάς του. Η Κικίλια, έμπειρη από τη μακρόχρονη ενασχόλησή της με το έργο του Σικελιανού, είναι σε θέση να μας ανοίξει το δύσβατο δρόμο του σικελιανικού λυρισμού πορευόμενη την οδό της «αληθείας». Φτάνει στην ποίησή του μέσω του στοχασμού του. Πρόκειται για μια συνοδοιπορία και της μελετήτριας, καθώς δεν καταγράφει γεγονότα αλλά μας ανοίγει το διάλογο με τις ίδιες τις πηγές του ποιητή.
Η δομή των κύριων μερών του βιβλίου δείχνει μια πορεία «υπέρβασης», που είναι και η πρόταση του ποιητή προς εμάς, από τον προσωπικό προς το συλλογικό χρόνο και την κατάκτηση του τελικού στόχου: την επανασύνδεση με τις «πρώτες γνήσιες ρίζες» του «ενεργού» χώρου και χρόνου, όπου καταλύεται το ανθρώπινο λάθος, ο κατακερματισμός του ανθρώπου, και αποκαθίσταται η ενότητα των διασκορπισμένων «μελών» του. Οι συνομιλητές του Σικελιανού, ιδιαίτερα οι ξένοι μυστικοί (G. Bruno, 1548-1600, Saint-Yves d' Alveydre, 1842-1909), παρουσιάζονται αναλυτικά. Οι σχέσεις διασταυρώνονται με πληροφορίες του αρχείου και μαρτυρίες της Αννας Σικελιανού. Ενώ για τις αρχαίες πηγές η μελετήτρια γράφει: «Αυτός ήταν ο Σικελιανός. Ενα λυρικό ποτάμι που κουβαλούσε μέσα του τους προϊστορικούς, τους τραγικούς, τον Πλάτωνα, τον Παυσανία, τον Πλούταρχο, τις Γραφές, τον Ορφέα, τον Χριστό». Η φιλολογία απόκτησε ένα χρήσιμο βιβλίο - πηγή για την έρευνα του σικελιανικού έργου και της πνευματικής συγκρότησης του ελληνικού 20ού αιώνα.
Το βιβλίο, εκτός από το ερμηνευτικό και θεωρητικό μέρος, το συμπληρώνουν χρονολόγιο, κατάλογοι και ευρετήρια, στοιχεία άρτιας φιλολογικής εργασίας, απαραίτητα για τη χρηστικότητά της.