Κυριακή 23 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ
Δύο στρατηγικές για την ενέργεια
  • Η εισηγητική τοποθέτηση του ΠΓ της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ
  • Η μεθοδολογία και τα κριτήρια προσέγγισης της ενεργειακής πολιτικής

Ο Δ. Αρβανιτάκης
Ο Δ. Αρβανιτάκης
Στη σημασία της ημερίδας και στα γενικά κριτήρια με βάση τα οποία οι κομμουνιστές αντιμετωπίζουν τα ζητήματα της ενεργειακής πολιτικής, αναφέρθηκε κατά την εισηγητική του ομιλία ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και μέλος του Γραφείου της ΕΠ της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας. Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Δ. Αρβανιτάκη έχει ως εξής:

«Κυρίες και κύριοι,

Θεωρήσαμε αναγκαίο και επίκαιρο να συνοψίσουμε τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα της ελληνικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1990. Να ερμηνεύσουμε τις τάσεις και να αναδείξουμε τα κίνητρα, τις προϋποθέσεις και τους παράγοντες από τους οποίους καθορίζονται διαφορετικές δυνατότητες και προοπτικές ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα.

Επιλέξαμε τη μορφή της ημερίδας προκειμένου να εκθέσουμε σε οργανωμένο δημόσιο διάλογο και αντίλογο τις απόψεις μας, ιδιαίτερα όσον αφορά στη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις άσκησης ριζικά διαφορετικής ενεργειακής πολιτικής.

Στα γενικά αποδεκτά σημεία αναφοράς του θέματος θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε:

α) Το ότι διανύουμε μια νέα περίοδο ως προς τις ενεργειακές εξελίξεις, αφετηρία των οποίων μπορεί να οριοθετηθεί η πολιτική επιλογή ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ (1992). Πρόκειται για την περίοδο προώθησης των απαιτούμενων αναδιαρθρώσεων για την απελευθέρωση του ενεργειακού τομέα της Ελλάδας και την ενσωμάτωσή του στην ευρωενωσιακή ενεργειακή αγορά.

β) Την οξύτητα που παρουσιάζει το ενεργειακό πρόβλημα στην Ελλάδα (πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο σύνολο της ΕΕ), από την άποψη της ανάγκης περιορισμού της ενεργειακής εξάρτησης από εισαγόμενες πρωτογενείς μορφές ενέργειας και κατά δεύτερο λόγο από εισαγόμενες τελικές μορφές ενέργειας.

γ) Αναμφισβήτητη και γενική θεωρούμε την παραδοχή ότι η ενεργειακή ανάπτυξη αντανακλά τη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη μιας κοινωνίας, το υπόβαθρο της βιομηχανικής της ανάπτυξης, της παραγωγικής δυναμικότητάς της, των όρων με τους οποίους συμμετέχει σε μια περιφερειακή ή διεθνή αγορά εμπορευμάτων.

Θέμα κοινωνικο-πολιτικής στρατηγικής

Ωστόσο, η σχετικά σύγχρονη ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης κατά τον 20ό αιώνα, ανέδειξε διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνδέσεις μιας ταχείας ενεργειακής/ οικονομικής ανάπτυξης, με διαφορετικά αποτελέσματα ως προς την κατανομή τους στο εργατικό δυναμικό, γενικότερα στις συνθήκες ζωής της εργατικής και λαϊκής οικογένειας.

Στο μεσοπόλεμο, η κοινωνική εξέλιξη γνώρισε τη δυνατότητα μεγάλης έκτασης και υψηλών ρυθμών εξηλεκτρισμού, με πλήρη κεντρικό σχεδιασμό και κοινωνική ιδιοκτησία όχι μόνο στις ενεργειακές ύλες και στα μέσα παραγωγής του ενεργειακού τομέα, αλλά αντιστοίχως για όλους τους βιομηχανικούς τομείς και τα αντίστοιχα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Η εξέλιξη αυτή συντελέστηκε υπό εργατικό - σοσιαλιστικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ και επέφερε μια πρωτοφανή σε ρυθμούς άνοδο του βιοτικού επιπέδου για τη λαϊκή πλειοψηφία.

Εξίσου θεαματικά ήταν τα αποτελέσματα επίδρασης στην ενεργειακή υποδομή και στην ταχύτατη ανάπτυξη των άλλων βιομηχανικών κλάδων της μεταποίησης και των μαζικών μεταφορών στην ΕΣΣΔ.

Τα αποτελέσματα αυτά δεν αναιρούνται από τις μετέπειτα εξελίξεις, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Πολύ περισσότερο, θα ισχυριζόμασταν ότι έχει αξία η αναθέρμανση της ιστορικής μνήμης για το πώς το μέγεθος αυτών των αποτελεσμάτων άσκησε επιρροή στην αστική οικονομική σκέψη και πολιτική πρακτική αμέσως μετά τη λήξη του Β' παγκόσμιου πολέμου.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, διόλου τυχαία στις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης το σύστημα παραγωγής και διανομής τελικής ενέργειας συγκροτείται ως κρατικό μονοπώλιο. Με τη θεμελιώδη διαφορά ότι ως κρατικό μονοπώλιο συνυπάρχει και εξυπηρετεί τα ιδιωτικά μονοπώλια, το καπιταλιστικό κέρδος, τόσο στον ενεργειακό τομέα (π.χ. στον κλάδο πετρελαίου και πετρελαιοειδών) όσο και στη μεταποίηση.

Τυπικό παράδειγμα αυτής της κοινωνικοπολιτικής κατηγορίας ενεργειακής πολιτικής υπήρξε η αντίστοιχη μεταπολεμική ενεργειακή πολιτική στην Ελλάδα. Αποτέλεσμά της, η συγκρότηση της ΔΕΗ, σταδιακά ως κρατικού μονοπωλίου παραγωγής - διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιοκτησίας/ εκμετάλλευσης λιγνιτωρυχείων.

Η αδήριτη σχέση κρατικού και ιδιωτικών μονοπωλίων εκφράστηκε σε πολλές περιπτώσεις και στις επιμέρους πολιτικές, όπως η σχέση της ΔΕΗ με τις αμερικανικές εταιρίες "EBASCO Servises" και "Pierce Managment" μέχρι το μέσον της δεκαετίας του 1960, οι συμβάσεις ευνοϊκής τιμολογιακής πολιτικής μεταξύ ΔΕΗ και ενεργοβόρων βιομηχανιών, π.χ. με την "Πεσινέ".

Οπωσδήποτε υπήρξε μεταπολεμικά σημαντική ανάπτυξη κυρίως της ηλεκτρικής παραγωγής στην Ελλάδα και αμβλύνθηκε εν μέρει η απόσταση που τη χώριζε από τις περισσότερες οικονομίες της Δυτ. Ευρώπης. Σε ορισμένη περίοδο, μετά τη λεγόμενη πρώτη πετρελαϊκή κρίση, υπήρξε και ορισμένη βελτίωση στην αξιοποίηση των εγχώριων πρωτογενών πηγών ενέργειας, η οποία όμως στη συνέχεια υποχώρησε.

Ωστόσο, λόγω της ένταξης της ενεργειακής πολιτικής στους νόμους της οικονομίας που κινείται με κίνητρο το κέρδος, τα αποτελέσματα -όσον αφορά την οικιακή κατανάλωση- έρχονταν αργά και βασανιστικά. Οι δαπάνες της οικιακής κατανάλωσης εξακολουθούν να αποτελούν πολύ υψηλό ποσοστό του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι από την εισαγωγή του φυσικού αερίου δεν επωφελήθηκε ακόμη η οικιακή κατανάλωση, παρ' όλο που και αστικές μελέτες επισημαίνουν ότι η χρήση φυσικού αερίου είναι συμφέρουσα στην οικιακή και όχι στη βιομηχανική χρήση.

Ιδιαίτερα μετά τις δυο κρίσεις της δεκαετίας του 1970, τις γνωστές ως πετρελαϊκές, διογκώνονται οι αντιφάσεις της ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα.

Στις νέες συνθήκες της δεκαετίας του 1990, με κύρια χαρακτηριστικά την καπιταλιστικοποίηση των βαλκανικών χωρών, την απόφαση απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας στην ΕΕ, τη διαμόρφωση ευρωενωσιακής πολιτικής για δίκτυα σύνδεσης της Δυτ. Ευρώπης με τα Βαλκάνια και την ασιατική αγορά, η πολιτική της Ελλάδας σταδιακά προσαρμόζεται στους παραπάνω στόχους. Η κοινοτική πολιτική της «απελευθέρωσης» στοχεύει στη μεγέθυνση της κερδοφορίας των μονοπωλίων της ΕΕ και στη διαμόρφωση ευνοϊκότερων προϋποθέσεων εξαγωγής των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά.

Σ' αυτό το κοινοτικό πλαίσιο, οι στόχοι και τα μέσα της κυβερνητικής ενεργειακής πολιτικής, όπως θα αναπτυχθούν αναλυτικά στη συνέχεια από την Εισήγηση του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του Κόμματος, υπηρετούν την ανάπτυξη της εγχώριας καπιταλιστικής αγοράς ηλεκτρενέργειας, την κατάκτηση μεριδίου στη διαμορφωνόμενη νέα καπιταλιστική ενεργειακή αγορά σύνδεσης Ασίας - Ευρώπης, με κίνητρο το επιχειρηματικό κέρδος. Αυτές τις στοχεύσεις υπηρετεί και η πολιτική της ΝΔ, η οποία στηρίζει τις αναδιαρθρώσεις και την ενσωμάτωση στην ΕΕ.

Σε αυτές τις συνθήκες και στοχεύσεις υποχωρούν τα κριτήρια μείωσης της εξάρτησης και αξιοποίησης εγχώριων πρωτογενών μορφών ενέργειας. Το "κόστος" μιας ενδεχόμενης εκμετάλλευσης εγχώριας πρωτογενούς μορφής ενέργειας αποκτά απόλυτο οικονομικό μέγεθος, με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού και ανισομετρίας στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Δε συνδυάζεται με πολιτικούς στόχους που εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον, την ενεργειακή επάρκεια και εθνική ασφάλεια, η οποία δίνει τη δυνατότητα απεγκλωβισμού της ελληνικής κοινωνίας από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις (π.χ. ΕΕ, ΝΑΤΟ).

Στη βάση των κοινωνικοταξικών και πολιτικών επιλογών, μπορεί να εξηγηθεί και η καθυστέρηση, η ασυνέχεια και τα αμφίβολα αποτελέσματα έρευνας και αξιοποίησης των κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο και στο Ιόνιο.

Υπάρχει πληθώρα πτυχών του ενεργειακού ζητήματος που αναδεικνύουν το πώς επηρεάζεται η αντιμετώπισή του από τον κοινωνικοταξικό χαρακτήρα της ενεργειακής πολιτικής.

Ας δούμε ένα παράδειγμα: Μετά την κρίση του 1973 και τη μεταπολίτευση, αναπτύχθηκε μια ορισμένη διαφοροποίηση της προμήθειας εξοπλισμού για την κατασκευή έργων της ΔΕΗ με όρους αμοιβαία επωφελών οικονομικών - εμπορικών διακρατικών σχέσεων με χώρες του σοσιαλιστικού συστήματος. Οι αρνητικές εξελίξεις στο σοσιαλιστικό σύστημα της Ευρώπης είχαν αποτέλεσμα να ανατραπεί αυτή η δυνατότητα διαφοροποίησης.

Αλλη πτυχή της σχέσης του ενεργειακού ζητήματος με τον κοινωνικοταξικό χαρακτήρα της ενεργειακής πολιτικής είναι η μεγάλη καθυστέρηση στον εξηλεκτρισμό των μέσων μαζικής μεταφοράς, η οποία δεν είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη ισχυρών ιδιωτικών μονοπωλίων πετρελαιοειδών στην Ελλάδα, από τα συμφέροντα του εφοπλιστικού κεφαλαίου.

Τα κριτήρια του ΚΚΕ

Αγαπητοί φίλοι,

Η μεθοδολογία και τα κριτήρια με τα οποία προσεγγίζει το ΚΚΕ τον προσδιορισμό της ενεργειακής πολιτικής είναι φανερό ότι συνδέει τα θέματα του σχεδιασμού, της επιλογής τεχνολογιών συμβατών με κοινωνικά κριτήρια, όπως η ασφάλεια των εργαζομένων, οι συνθήκες διαβίωσης στους οικιστικούς χώρους, η μακροπρόθεσμη προστασία του περιβάλλοντος, η εγχώρια ενεργειακή επάρκεια σε πρωτογενείς και τελικές μορφές ενέργειας, η εξασφάλιση ενός ανώτερου επιπέδου λαϊκής ενεργειακής κατανάλωσης απ' άκρου εις άκρο της επικράτειας και με οποιεσδήποτε εποχιακές και κλιματολογικές συνθήκες.

Είναι φανερό πως υποστηρίζουμε ότι η τέτοια σύνδεση προϋποθέτει ριζικά διαφορετική ιδιοκτησία, απαιτεί κοινωνική ιδιοκτησία, στις πρωτογενείς ενεργειακές ύλες, στα μέσα παραγωγής τελικής ενέργειας. Απαιτεί ριζικά διαφορετικές σχέσεις για την κατανομή της συσσώρευσης, τη συνεργασία με άλλα κράτη, την κατανομή της τελικής ενέργειας μεταξύ βιομηχανικής, αγροτικής παραγωγής, οικιακής και συλλογικής λαϊκής κατανάλωσης. Κινείται με ριζικά διαφορετικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του κοινωνικού κόστους της ενέργειας, επομένως και στη διαμόρφωση της κρατικής τιμολογιακής πολιτικής.

Πρόκειται για ενεργειακή πολιτική ενταγμένη στα κίνητρα, στους άξονες και στις προϋποθέσεις της Λαϊκής Οικονομίας. Η καπιταλιστική οικονομία, στις σημερινές συνθήκες, είτε με τη μορφή της κρατικής προστασίας και του κρατικού μονοπωλίου, είτε με τη μορφή της απελευθέρωσης και των ιδιωτικοποιήσεων, δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της ενεργειακής παραγωγής και κατανομής προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.

Πιστεύουμε ότι και σήμερα οι στόχοι μιας ενεργειακής πολιτικής συνιστώσας της Λαϊκής Οικονομίας μπορούν να αποτελέσουν αιτήματα μιας ευρύτερης λαϊκής συσπείρωσης και πάλης: Για αποκλειστικά ενιαίο κρατικό φορέα ενέργειας, που συγκεντρώνει όλες τις πρωτογενείς μορφές, τα μέσα παραγωγής και διανομής όλων των τελικών μορφών ενέργειας. Σχεδιάζει την αξιοποίησή τους με βάση το σύνολο των κοινωνικών κριτηρίων. Εξασφαλίζει φθηνή και επαρκή ενέργεια για την παραγωγή, βιομηχανική - βιοτεχνική - αγροτική, τα μέσα μεταφοράς, τις δημόσιες υπηρεσίες και την οικιακή κατανάλωση. Διασφαλίζει συνθήκες εργασίας 7ωρης - 5ήμερης - 35ωρης εβδομαδιαίας απασχόλησης στους εργαζόμενους του τομέα, γενική ασφάλεια και περιβαλλοντική προστασία.

Η λογική των προτάσεων του ΚΚΕ στηρίζεται στην αναγκαιότητα της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής συσπείρωσης και πάλης και της συγκρότησης της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας του Λαϊκού Μετώπου. Το Λαϊκό Μέτωπο και η εξουσία των λαϊκών δυνάμεων θα προωθούν αυτό που έχει ήδη ωριμάσει. Ο τομέας της ενέργειας να γίνει λαϊκή περιουσία μέσα στα πλαίσια της Λαϊκής Οικονομίας.

Σήμερα, η πάλη αυτή συνδέεται με το αίτημα-στόχο πάλης για αποτροπή των ιμπεριαλιστικών πολέμων σε βάρος των λαών, πολέμων που στοχεύουν στον έλεγχο της αγοράς πρωτογενών μορφών ενέργειας, αγωγών και δικτύων μεταφοράς τους.

Κόντρα στα λαϊκά συμφέροντα

Η σημερινή ημερίδα διοργανώνεται σε μια στιγμή που έχουν συγκεντρωθεί δυνάμεις επίθεσης μιας ακόμη ιμπεριαλιστικής επέμβασης των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ, για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και οδών μεταφοράς. Ο πόλεμος που προετοιμάζουν κατά του Ιράκ ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και όσοι συνεργούν στο έγκλημα, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των λαών. Με πρόσχημα την πάταξη της τρομοκρατίας ο άδικος ιμπεριαλιστικός πόλεμος έχει στόχο τη διανομή των πετρελαίων και τον απόλυτο στρατηγικό έλεγχο της Μέσης Ανατολής. Υπάρχουν αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Οι λαϊκές δυνάμεις της Ελλάδας εξίσου με τις λαϊκές δυνάμεις της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας κλπ., ανεξάρτητα με ποια συμμαχία τάσσονται οι κυβερνήσεις, έχουν κοινό συμφέρον: Να αγωνιστούν ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κατά του Ιράκ.

Εχουν συμφέρον να παλέψουν από κοινού για να παρεμποδιστούν οι βάσεις και διευκολύνσεις των ιμπεριαλιστικών επιθέσεων, ΝΑΤΟικών και αμερικανικών. Να παρεμποδιστούν οι πολιτικές που οχυρώνουν οικονομικά, πολιτικά, αύριο ίσως και στρατιωτικά την ΕΕ ενάντια στους εργαζόμενους και στους λαούς της, με τις αναδιαρθρώσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, την ισχυροποίηση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και την αντεργατική επιθετικότητα.

Σε αυτή τη γραμμή δράσης, το μέτωπο των εργαζομένων ενάντια στις αντεργατικές, αντιλαϊκές ιδιωτικοποιήσεις συναντάται με το αντιπολεμικό μέτωπο, και πιστεύουμε ότι έχουν τη δική τους θέση διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ