Σάββατο 14 Ιούνη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΓΙΟΥΡΟΣΤΑΤ
Φορολογικός παράδεισος για το κεφάλαιο η Ελλάδα

Σύμφωνα με μελέτη της Eurostat, που δημοσιοποιήθηκε χτες στις Βρυξέλλες, ενώ η φορολογική επιβάρυνση για το κεφάλαιο ανερχόταν το 2001 μόλις στο 15,5% του ΑΕΠ (έναντι 29,8% στην ΕΕ), η φορολόγηση της εργασίας ήταν 36,5% του ΑΕΠ (αντί 37% στην ΕΕ)

Η «ισχυρή Ελλάδα», για την οποία τόσο περηφανεύονται οι κυβερνώντες, εξακολουθεί να παραμένει φορολογικός παράδεισος για το μεγάλο (ξένο και ντόπιο) κεφάλαιο και κόλαση για τους εργαζόμενους και τους οικονομικά αδύνατους και ανίσχυρους (αγρότες, επαγγελματοβιοτέχνες, κλπ.). Αδιάψευστος μάρτυρας τα επίσημα στοιχεία μελέτης της Eurostat που δημοσιοποιήθηκαν χτες στις Βρυξέλλες, τα οποία μας πληροφορούν ότι οι φορολογικές «μεταρρυθμίσεις» της κυβέρνησης Σημίτη στην τελευταία εξαετία φόρτωσαν πρόσθετα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων και έκαναν πιο άνιση την κατανομή των φορολογικών βαρών.

Ενδεικτικά, παραθέτουμε δύο μόνον από τα στοιχεία της Eurostat, που μαρτυρούν ότι το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει το πιο αντιλαϊκό και το πιο φιλομονοπωλιακό φορολογικό σύστημα στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και της ευρωζώνης.

Πρώτον, η φορολόγηση της εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,1 μονάδες του ΑΕΠ και ανήλθε το 2001 στο 36,5% (από 34,4% το 1995), σε αντίθεση με την ΕΕ, όπου μειώθηκε κατά 0,5 μονάδα και έπεσε το 2001 στο 37% από 37,5% το 1995.

Δεύτερον, η φορολόγηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι η μικρότερη μεταξύ των κρατών- μελών της ΕΕ και στην ουσία αντιπροσωπεύει μόλις το 50% του μέσου κοινοτικού όρου. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η φορολογία κεφαλαίου ανέρχεται στο 15,5% έναντι 29,8% που ήταν ο μέσος κοινοτικός όρος για το 2001. Σημειώνεται ότι το 1995 η έμμεση φορολόγηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα ήταν επίσης μικρότερη, 10,8%, έναντι 24,5% που ήταν κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Και ενώ στην ΕΕ η φορολογία του κεφαλαίου στην περίοδο από το 1995 έως το 2001 αυξήθηκε (ως ποσοστό του ΑΕΠ) κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες, στην Ελλάδα η αύξηση ήταν μόλις 4,7 ποσοστιαίες μονάδες. Αξίζει μάλιστα εδώ να σημειωθεί, ότι η μερίδα του λέοντος από την αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου οφείλεται στα «αντικειμενικά» και άλλα χαράτσια που επέβαλαν οι κυβερνώντες στους αυτοαπασχολούμενους ΕΒΕ και αγρότες, ενώ, αντίθετα, υπήρξε μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για το μεγάλο κεφάλαιο.

Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης της Eurostat είναι πως παρά την αξιόλογη αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης (σύνολο φορολογικών εσόδων μαζί με τις εισφορές για την Κοινωνική Ασφάλιση), η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη σε σχέση με το μέσο κοινοτικό όρο. Αυτό, βέβαια, οφείλεται - κάτι που αποσιωπούν οι συντάκτες της μελέτης - στο γεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση στο μεγάλο κεφάλαιο ήταν και παραμένει συμβολική, σε αντίθεση με τα λαϊκά εισοδήματα που υπερφορολογούνται και εξακολουθούν να υπερφορολογούνται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η συνολική φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα αναλογούσε το 2001 στο 36,8% του ΑΕΠ έναντι 32,6% που ήταν το 1995. Μικρότερη φορολογική επιβάρυνση από την Ελλάδα, για το 2001, εμφάνιζαν η Ιρλανδία (31,2%), η Ισπανία (35,6%) και η Πορτογαλία (35,9%) και την υψηλότερη η Σουηδία (54,1%), η Δανία (49,8%) και Φινλανδία-Βέλγιο (46%). Σημειώνεται ότι κατά μέσο όρο στα κράτη-μέλη της ΕΕ η συνολική φορολογική επιβάρυνση αναλογούσε το 2001 στο 41,1%, έναντι 40,8% το 1995.

Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι η Ελλάδα εμφάνισε τη δεύτερη σημαντικότερη αύξηση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ ανάμεσα στο 1995 και το 2001, με τη Σουηδία να κατέχει την πρώτη θέση. Συγκεκριμένα, η συνολική φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό του ΑΕΠ είχε διαμορφωθεί το 2001 σε:

  • 54,1% στη Σουηδία από 49,1% το 1995 (αυξήθηκε 5 ποσοστιαίες μονάδες)
  • 36,8% στην Ελλάδα από 32,6% το 1995 (αυξήθηκε 4,2 ποσοστιαίες μονάδες)
  • 45,6% στην Αυστρία από το 42,4% το 1995 (αύξηση 3,2 ποσοστιαίων μονάδων)

Αντίθετα, στην Ιρλανδία η συνολική φορολογική επιβάρυνση μειώθηκε στο 31,2% από 33,4% το 1995 (μείωση 2,2 ποσοστιαίων μονάδων ή 6,6%). Μικρότερες μειώσεις εμφάνισαν επίσης η Γερμανία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία.

Με βάση τις πηγές προέλευσης της φορολογικής επιβάρυνσης στην Ελλάδα το κύριο βάρος το σηκώνει η έμμεση φορολογία (με την οποία βαρύνονται κυρίως τα πλατιά λαϊκά στρώματα που ξοδεύουν όλο το εισόδημά τους), ενώ η άμεση φορολογία και οι κοινωνικές εισφορές (που είναι κοινωνικά πιο δίκαιες) υστερούν. Οπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία, η κατανομή του συνόλου των φορολογικών εσόδων (μαζί με τις κοινωνικές εισφορές) παρουσιάζει στην Ελλάδα την εξής εικόνα:

  • Οι έμμεσοι φόροι αντιπροσώπευαν το 2001 το 40,8% του συνόλου των φόρων, έναντι 33,7% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ
  • Οι άμεσοι φόροι το 28,3% (στην ΕΕ 34,9%)
  • Οι κοινωνικές εισφορές το 30,9% αντί 31,4% στην ΕΕ

Σε ό,τι αφορά στις τάσεις της τελευταίας εξαετίας σημειώνεται ότι στην Ελλάδα οι έμμεσοι φόροι αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για το κράτος (40,8%) και ακολουθούν οι κοινωνικές εισφορές (30,9%) και οι άμεσοι φόροι (28,3%). Αντίθετα, στην ΕΕ η σημαντικότερη πηγή των κρατικών εσόδων είναι η άμεση φορολογία (34,9% του συνόλου των εσόδων), ακολουθεί η έμμεση φορολογία (33,7%) και οι κοινωνικές εισφορές (31,4%). Σημειώνεται επίσης ότι σε γενικές γραμμές στις σκανδιναβικές χώρες η άμεση φορολογία είναι εξαιρετικά υψηλή, ενώ σε Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ελλάδα η έμμεση φορολογία είναι εξαιρετικά υψηλή.

Τέλος, σε ό,τι αφορά στην έμμεση φορολογική επιβάρυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων η κατάσταση έχει ως εξής: Στην Ελλάδα η έμμεση φορολογική επιβάρυνση της κατανάλωσης κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα με το μέσο κοινοτικό όρο. Ο ελληνικός φορολογικός συντελεστής ανήλθε το 2001 στο 21,2%, έναντι 18,4% που ήταν το 1995, ενώ στην ΕΕ έπεσε κατά μέσο όρο στο 20,4% το 2001 από το 20,6% το 1995.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ