Κυριακή 27 Ιούλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ» ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Η δημιουργία στη «γραμμή παραγωγής»

Στην πλήρη ενσωμάτωση του καλλιτεχνικού δημιουργού και του έργου του στην «οικονομία της αγοράς», στοχεύει η Ευρωπαϊκή Ενωση

Γρηγοριάδης Κώστας

Αν κάποιος ζητούσε να χαρακτηρίσουμε την Ελληνική Προεδρία στον τομέα του πολιτισμού με λέξεις - «κλειδιά» δε θα υπήρχε ιδιαίτερη δυσκολία. Αρκεί να ανατρέχαμε στα επίσημα κείμενα και τις ομιλίες του τελευταίου εξαμήνου, με αποκορύφωμα τα αποτελέσματα της άτυπης Συνόδου των υπουργών Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη Θεσσαλονίκη, καθώς και της Συνόδου για τα οπτικοακουστικά και τον κινηματογράφο που ακολούθησε. Τότε θα ανακαλύπταμε πως λέξεις όπως «αγορά», «προϊόν», «βιομηχανία» και άλλες σχετικές συναντώνται σε πολύ μεγάλη συχνότητα, ενώ άλλες - που θα περίμενε κανείς να βρίσκονται σε κάθε παράγραφο - όπως «δημιουργία», «δημιουργός» κλπ, απουσιάζουν παντελώς.

Ο «Ρ» έχει παρουσιάσει και αναλύσει - στο μέτρο του δυνατού - τον πολιτιστικό προσανατολισμό της ΕΕ και τους τρόπους, με τους οποίους το ευρωπαϊκό κεφάλαιο προσπαθεί να καλύψει τους «εσωτερικούς» ανταγωνισμούς και τις αντιφάσεις του μέσα από ιδεολογήματα, όπως η «ευρωπαϊκή ταυτότητα», με στόχο τη δημιουργία καλύτερων όρων ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, καθώς και την επέκταση της εκμετάλλευσης και της ιδεολογικής διαχείρισης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.

Το εμπόριο του πολιτισμού

Το κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στον τομέα του πολιτισμού στηρίζει τη στρατηγική του σε μια υπαρκτή οικονομική βάση του συγκεκριμένου τομέα, η οποία ονομάζεται με το γενικό όρο «πολιτιστική βιομηχανία». Είναι αλήθεια πως με το συγκεκριμένο όρο «φρίττουν» ακόμη και καλλιτέχνες και διανοούμενοι που εργάζονται στους μηχανισμούς της ΕΕ για την ποσοτική επέκταση, σε χώρο και βάθος, της «πολιτιστικής» πολιτικής της. Εκδότες και κινηματογραφιστές, κυρίως, που υμνούν την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και στον πολιτισμό προσπαθούν, είτε λόγω σύγχυσης είτε συνειδητά, να «κολλήσουν» την καλλιτεχνική δημιουργία και τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης με τον ανταγωνισμό και την «οικονομία της αγοράς». Επειδή, όμως, η αντίφαση που προκύπτει μεταξύ της ανάγκης για δημιουργική έκφραση του καλλιτέχνη με την ανάγκη του κεφαλαίου για κέρδος είναι χαώδης, οι υμνητές του «ευρωπαϊκού ιδεώδους» προσπαθούν... να «ξεμπερδέψουν» μαζί της... προσπερνώντας την. Ετσι, το τελευταίο εξάμηνο, ένας πιο προσεκτικός αναγνώστης των επίσημων κειμένων των «πολιτιστικών» διεργασιών στην ΕΕ θα έβλεπε έκπληκτος πως έννοιες που δε θα έπρεπε καθόλου να είναι αυτονόητες, εμφανίζονται ως τέτοιες.

Ενας τρόπος, για να εμβαθύνει κάποιος σε αυτή την αντίφαση είναι να ξεκαθαρίσει καταρχήν τι εννοεί το κεφάλαιο με τη λέξη «πολιτισμό». Οι αναλύσεις της ΕΕ, τα συμβούλια των υπουργών Πολιτισμού της των τελευταίων ετών - και το πλέον πρόσφατο της Θεσσαλονίκης - και οι στρατηγικές της στο συγκεκριμένο τομέα, αποκαλύπτουν πως για την ΕΕ πολιτισμός είναι οι «πολιτιστικές βιομηχανίες». Ενίοτε, συναντάμε τον όρο και ως «δημιουργικές βιομηχανίες», χωρίς όμως να αλλάζει η ουσία του ζητήματος. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αφήνει τους Ευρωπαίους διανοούμενους στις αυταπάτες τους, τους αφήνει να νομίζουν ή να πιστεύουν ό,τι θέλουν για τις ερμηνείες που μπορεί να έχει η «ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα» ή η «ενιαία πολιτιστική αγορά». Το ίδιο το κεφάλαιο όμως δε βλέπει τίποτε άλλο σε αυτούς τους όρους παρά οικονομικούς δείκτες. Αυτή δεν είναι νέα διαδικασία. «Γεννήθηκε» μαζί με τον καπιταλισμό. Και τώρα, η ΕΕ επιχειρεί το «τελικό» βήμα: Να ταυτίσει τον πολιτισμό με τον «πολιτισμό» της και να ολοκληρώσει τη διαδικασία που είχε ξεκινήσει από την εποχή του Μαρξ, μετατρέποντας τους δημιουργούς σε εργάτες της.

Το βάρος που ρίχνει η ΕΕ στην «πολιτιστική βιομηχανία» προκύπτει από προπαγανδιστικές και οικονομικές ανάγκες. Το συμβούλιο των υπουργών Πολιτισμού της ΕΕ το Νοέμβρη του 2000 «θέτει (σ.σ. στα πρακτικά του) ως προτεραιότητα για την ευρωπαϊκή πολιτιστική συνεργασία την ενθάρρυνση της ανάπτυξης των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών». Η αιτία είναι μάλλον εύλογη, αφού, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο τομέας της «πολιτιστικής βιομηχανία» απασχολεί 7,2 εκατομμύρια εργαζόμενους. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση του διεθνούς εμπορίου πολιτιστικών «προϊόντων» και υπηρεσιών. Οι σχετικές παγκόσμιες εξαγωγές αυξήθηκαν από 8% σε 27% του ΑΕΠ μεταξύ 1950 και 1998, με το συνολικό εμπόριο να φτάνει το 1997, 14 φορές τα επίπεδα του 1950. Από το 1980 έως το 1998 το «πολιτιστικό» εμπόριο πενταπλασιάστηκε. Πρόκειται για στοιχεία που αφορούν τομείς όπως τον κινηματογράφο (παραγωγή, διανομή) και γενικά τα οπτικοακουστικά, τις εκδόσεις, τη δισκογραφία, αλλά και τον τουρισμό. Για τον κινηματογράφο και τα οπτικοακουστικά τα οικονομικά μεγέθη είναι ιλιγγιώδη. Στις ΗΠΑ, ο κύκλος εργασιών του συγκεκριμένου τομέα πέρασε στη δεύτερη θέση μπροστά από τον τομέα της Πληροφορικής, με μόνο πρώτο τον τομέα της στρατιωτικής βιομηχανίας. Σύμφωνα με την Unesco, η «πολιτιστική βιομηχανία» των ΗΠΑ είναι πρώτη σε εξαγωγές από το 1996! Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ - διότι περί αυτού πρόκειται - έχει κυριαρχήσει, ως γνωστόν, σχεδόν πλήρως στις αγορές της ΕΕ και περισσότερο από... σχεδόν πλήρως στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτός είναι και ο λόγος που το ευρωπαϊκό κεφάλαιο του εν λόγω τομέα προσπαθεί να ανακτήσει το «χαμένο έδαφος». Στον εκδοτικό τομέα, ο κύκλος εργασιών στην ΕΕ το 2001 ήταν της τάξης των 22 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που τον φέρνει πρώτο μεταξύ των οπτικοακουστικών και της μουσικής. Η «στρατιά» των συγγραφέων και των μεταφραστών - μελών των φορέων που εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Συγγραφέων (δηλαδή όχι όλων) αποτελείται από 54.000 δημιουργούς, ενώ οι βιβλιοπώλες στην ΕΕ είναι 25.000.

Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα...

Εδώ αξίζει να δούμε πώς ερμηνεύονται αυτά τα στοιχεία από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η οποία είναι και η πολιτική «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής «ολοκλήρωσης» στην Ευρώπη, την τελευταία δεκαετία. Η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Μυρσίνη Ζορμπά σε πρόσφατο κείμενό της, αφού επικαλείται ορισμένα από τα παραπάνω στοιχεία σημειώνει: «Αυτή η νέα, ραγδαία αναπτυσσόμενη, πραγματικότητα εξηγεί και το ενδιαφέρον, για διαφορετικούς βέβαια λόγους, τόσο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όσο και της Unesco. Η Unesco συνέδεσε, τα τελευταία χρόνια, τις πολιτιστικές βιομηχανίες και επιχειρήσεις με την οικονομική ανάπτυξη, εγκαταλείποντας την παραδοσιακή κρατικιστική της προσέγγιση για μια πιο σύγχρονη και αποδοτική. Επίσης, η Unesco αντιλήφθηκε τη σημασία τού να αναπτύσσει κανείς πολιτικές, συνδέοντας τις πολιτιστικές προσδοκίες και τα οράματα με τους πραγματικούς οικονομικούς και παραγωγικούς όρους των πολιτιστικών και καλλιτεχνικών έργων». Και πιο κάτω: «Ως γνωστόν, η δημιουργικότητα δεν αποτελεί πλέον μεμονωμένη δραστηριότητα σύνθεσης ή συγγραφής υπό το φως των κεριών και το γεμάτο προσδοκίες βλέμμα του Πρίγκιπα. Ομάδες ανθρώπων και επιχειρήσεις αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες επενδύοντας τις ιδέες τους, την έμπνευση και το ταλέντο σε οικονομικές δραστηριότητες. Ολοι αυτοί δεν μπορούν να εργαστούν δημιουργικά και αποδοτικά χωρίς υποδομές, κεφάλαια, προηγμένες τεχνολογίες, έτσι ώστε να παράγουν, να διανέμουν, να προωθούν τα έργα τους, δηλαδή εντέλει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους».

Σε αυτά τα αποσπάσματα διακρίνεται η θεμελιακή αρχή του κεφαλαίου για τη διαχείριση του «πολιτιστικού αποθέματος», για να θυμηθούμε και τον Ε. Βενιζέλο. Η διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας εκλαμβάνεται ως παραγωγική διαδικασία με οικονομικούς όρους. Το γεγονός ότι η τέχνη «λειτουργεί» κοινωνικά, ακόμη και αν ο δημιουργός γράφει «υπό το φως των κεριών» είναι «αμελητέα παράμετρος». Στον καπιταλισμό δε νοείται δημιουργός, αλλά εργάτης που πρέπει να «παράξει αποδοτικά». Μετά από αυτή την πρωταρχική στρέβλωση της κοινωνικής διάστασης της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι «μοιραίο» να φτάσει κανείς να μιλάει με όρους «αγοράς». «Υποδομές», «κεφάλαια», «προηγμένες τεχνολογίες» είναι απαραίτητα για τη διανομή των έργων, τα οποία «εντέλει» είναι «προϊόντα» και «υπηρεσίες».

Είναι φανερό πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαφορά ως προς τα μέσα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με την «αντίθεση» του μολυβιού με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Εντέχνως, όμως, προβάλλεται αυτή η διαφορά ως υπαρκτή και - το χειρότερο - κυρίαρχη, για να στηρίξει την «ανάγκη» βιομηχανοποίησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συνειδητά επίσης δε γίνεται αναφορά στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που προωθείται αυτή η βιομηχανοποίηση και που δεν είναι άλλο από το πλαίσιο της εκμετάλλευσης, του καπιταλισμού. Αποκαλύπτεται επίσης, ότι διεθνείς οργανισμοί όπως η Unesco, οι οποίοι υποτίθεται ότι «προστατεύουν» την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, ακολουθούν μια πολιτική που «συνδέει» τις «πολιτιστικές προσδοκίες και τα οράματα με τους πραγματικούς οικονομικούς και παραγωγικούς όρους των πολιτιστικών και καλλιτεχνικών έργων», με στόχο την «αποδοτικότητα». Από παντού προκύπτει ότι ο δημιουργός μπορεί να επιβιώσει μόνο ως «μέτοχος» σε «πολιτιστική επιχείρηση» και μόνο στο βαθμό που θα «συνδέσει» την έμπνευση και το ταλέντο του με τις «οικονομικές δραστηριότητες». Αν αυτή δεν είναι δεξιά αντίληψη τότε τι είναι;

... και οι εντολές του κεφαλαίου

Κι όμως, στην προσπάθειά της να εμφανιστεί διαφοροποιημένη από τις «νεο»-φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις - με τις οποίες, ωστόσο, είναι πολιτικά και ιδεολογικά ταυτισμένη - η σοσιαλδημοκρατία «αναμασά» τα περί «πολιτιστικής διαφορετικότητας», η οποία πρέπει να «διαφυλαχτεί». Κι όμως, κάθε μέτρο που έχει παρθεί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μέχρι σήμερα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ισοπέδωση αυτής της πολυμορφίας και στην ομογενοποίηση της πολιτιστικής δημιουργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο της Μ. Ζορμπά η «πολιτιστική διαφορετικότητα» εκλαμβάνεται ως μετρήσιμο μέγεθος (!) για το οποίο πρέπει να «υιοθετηθούν» οι «σωστοί δείκτες για την αξιολόγησή της». Πιο απλά, μια ελεγχόμενη... «δόση» «πολιτιστικής διαφορετικότητας» στην εθνική και κοινοτική πολιτιστική πολιτική - μέσα από σχετικά μέτρα «υποστήριξης» - θα δώσει «ώθηση στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική και πολιτιστική δημιουργικότητα». Πρόκειται για άλλη διατύπωση των κριτηρίων της ΕΕ, αλλά και των κυβερνήσεων ξεχωριστά, για τις πολιτιστικές χρηματοδοτήσεις: Χρήμα θα «πέσει» στις προτάσεις που αναδεικνύουν τις ευρωπαϊκές «αρχές και αξίες». Αλλά και εκεί από όπου αναμένεται κέρδος.

Η υποταγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στις ανάγκες της «οικονομίας της αγοράς» είναι αναγκαία και μη διαπραγματεύσιμη προτεραιότητα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στον ανταγωνισμό του με τις ΗΠΑ. Αναγκαία είναι και η επέκταση των «διευκολύνσεων» του αστικού κράτους στο κεφάλαιο. Η ευρωπαϊκή «πολιτιστική βιομηχανία» μοιάζει να «ασφυκτιά», όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας (ερωτηματολόγιο) στο πλαίσιο της ΕΕ. Τα κυριότερα προβλήματα των «πολιτιστικών βιομηχανιών» είναι κατά σειρά οι επενδύσεις, η «ελλιπής υποστήριξη», η διανομή, η «εμπορική βιωσιμότητα», το «μέγεθος αγοράς», το «καταρτισμένο εργατικό δυναμικό», η γλώσσα και «διάφορα» στα οποία περιλαμβάνονται κυρίως η πειρατεία και τα πνευματικά δικαιώματα, ο εμπορικός ανταγωνισμός και η «περιορισμένη δυνατότητα κέρδους».

Από το ερωτηματολόγιο προκύπτει ότι οι «πολιτιστικές βιομηχανίες» προσβλέπουν στην «κατάργηση της κυριαρχίας του εθνικού επιπέδου» και στην «ενός ανταποκρίνοντος ανταγωνισμού στο παρόν, ρεαλιστικό ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό status». Αποδεικνύεται περίτρανα λοιπόν ποιοι επιβάλλουν την «πολιτιστική» πολιτική της ΕΕ και τα «παραμύθια» περί «ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας». Μάλιστα, οι «πολιτιστικές βιομηχανίες» δείχνουν και τα πεδία όπου πρέπει να επικεντρωθεί η ΕΕ και τα οποία αποτελούν το «φιλέτο» της αγοράς: Διανομή, εξαγωγές, «μάρκετινγκ» και «παραγωγικές διαδικασίες». Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΕ προεξέτεινε την «ελευθερία διακίνησης» της εργατικής δύναμης στο εσωτερικό της και στον τομέα του πολιτισμού, αποδεικνύοντας και με αυτό τον τρόπο ότι ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται με όρους «αγοράς». Ετσι, στην «Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» τον Ιανουάριο του 2000 διαβάζουμε το «Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που εργάζονται στον πολιτιστικό τομέα». Πρόκειται για «ενσωμάτωση των πολιτιστικών πτυχών στις κοινοτικές δράσεις», μία από τις οποίες είναι και το «σχέδιο δράσης για την κυκλοφορία των εργαζομένων» του Νοεμβρίου του 1999. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, το Συμβούλιο «καλεί τα κράτη - μέλη», εκτός των άλλων και «να παρέχουν περισσότερες συμβουλές και πληροφορίες προς τους καλλιτέχνες και τους λοιπούς επαγγελματίες στον πολιτιστικό τομέα όσον αφορά στις ευκαιρίες απασχόλησης στην ενιαία αγορά, εφ' όσον απαιτείται» και «να αναπτύξουν την εσωτερική συνεργασία στα κράτη - μέλη προκειμένου να διευκολυνθεί η κινητικότητα των καλλιτεχνών και των λοιπών προσώπων που εργάζονται, σπουδάζουν ή εκπαιδεύονται στον πολιτιστικό τομέα». Πιο απλά: Φθηνό, μετακινούμενο εργατικό - «καλλιτεχνικό» δυναμικό.

Μάλιστα, για να προληφθούν οι εύλογες αντιδράσεις από τον καλλιτεχνικό κόσμο των κρατών - μελών, το ψήφισμα σημειώνει ότι «η Επιτροπή θα καταρτίσει λεπτομερή κατάλογο των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των καλλιτεχνών και των λοιπών εργαζομένων στον πολιτιστικό τομέα (...)». «Καλωσορίσατε στην ομογενοποίηση»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ